Το γεφύρι του ποταμού Άχλα

Του Νίκου Βασιλόπουλου 

 

Τα άφθονα νερά του Ζένιου [1], λίγο ανατολικότερα της Κουβάρας, δημιουργούν τον Άχλα ποταμό και διανύουν μία σπάνιας ομορφιάς κοιλάδα με πελώρια πλατάνια και άλλα δέντρα οργιαστικής βλάστησης για να καταλήξουν σε μία από τις ομορφότερες παραλίες της Άνδρου με την πασίγνωστη αμμουδιά της Άχλας.

Ένα μικρό μόλις διακρινόμενο μονοπάτι προχωρά πέρα από ένα κακό χωματόδρομο δυτικά της Μονής του Αγ. Νικολάου και σε οδηγεί δίπλα στα τρεχούμενα ορμητικά νερά και μέσα από κλαδιά που πρέπει συνεχώς να παραμερίζεις για να αντικρίσεις ξαφνικά ένα απίστευτο θέαμα ενός γεφυριού εντυπωσιακά μεγάλου για τα δεδομένα του νησιού. Καλυμμένο εν μέρει από κισσό υψώνεται μία ρωμαλέα κατασκευή με τεράστιες πέτρες.

Το γεφύρι έχει ανεγερθεί προφανώς από μη ανδριώτικο συνεργείο. Το τόξο είναι σχεδόν ημικυκλικό με μικρή οξυκόρυφη έξαρση στο ανώτερο σημείο, έχει δε άνοιγμα 6,50 περ. μ. Το πλάτος του 2,50μ είναι ελάχιστα μικρότερο από τα άλλα μεγάλα γεφύρια (2,60μ). Έχει στηθαία δεξιά και αριστερά 30 περ. εκ. και ελεύθερο άνοιγμα διελεύσεως 2,10 μ. περ. Τα στηθαία είναι πανομοιότυπα με τα στηθαία των άλλων παλαιότατων γεφυριών της Άνδρου όπως των Αποικίων και της Στοιχειωμένης.

Οι κατασκευαστικές του λεπτομέρειες το καθιστούν τέλειο, το δε τόξο στην βάση του παρουσιάζει την παραδοξότητα να μην έχει τις απέναντι παρειές παράλληλες αλλά ελαφρά συγκλίνουσες προς την πλευρά που έρχονται τα νερά και τούτο για λόγους στατικής υπερεπάρκειας της κατασκευής έναντι του ορμητικού χειμάρρου των βροχερών ημερών. Ο κατασκευαστής είχε όχι μόνον γνώση των μεγάλων ρεμάτων αλλά και γνώση κατασκευής για να τα αντιμετωπίσει.

Η άνοδος όπως ήρθαμε πραγματοποιείται με σκαλοπάτια κάθετα στο γεφύρι και η κάθοδος αποκλιμακώνεται κατά την ευθεία του. Τα σκαλοπάτια έχουν δημιουργηθεί με μεγάλες πέτρες και δεν είναι «κτισμένα» όπως τα σκαλοπάτια των καλντεριμιών, ένδειξη της παλαιόητας μα και της σοβαρότητας τής όλης κατασκευής. Το ανώτερο μέρος του γεφυριού έχει στρωθεί με πελώριες μονοκόμματες πλάκες μήκους περ. 2,50μ και πάχους άνω των 15 εκατ. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα στον διελαύνοντα να δημιουργείται μεγάλη εντύπωση όχι μόνον για την τελειότητα του έργου αλλά και για την στιβαρότητα, την αδρότητα και το ρωμαλέο της όλης κατασκευής, που έχει αδιαμφισβήτητα μία μνημειακότητα. Καμία σχέση με τις χαριτωμένες κατασκευές των αρκετά νεωτέρων γεφυριών της Ηπείρου.

Το γεφύρι παρουσιάζει μεγάλη ομοιότητα με αυτό των Αποικίων, μεγαλύτερης ίσως μνημειαότητος έργο το τελευταίο. Έχει ακριβώς το ίδιο άνοιγμα των 6,50 μ. πράγμα που κατά την γνώμη μου καθορίζει την τεχνική ικανότητα κατασκευής αψίδων σχεδόν ημικυλινδρικών με την ίδια σοφή μικρή οξυκόρυφη έξαρση στο «κλειδί». Τα δε τεχνικά του χαρακτηριστικά το κατατάσσουν στα μεσαιωνικά πέτρινα γεφύρια αρκετά προτού υιοθετηθεί το ελλειπτικό τόξο. Να προσθέσω επιπλέον ότι από παλαιότερες φωτογραφίες, πριν το καλύψει ο κισσός, φαίνεται ότι η όλη κατασκευή υπέστη εκτεταμένη συντήρηση στα τελευταία(;) χρόνια της Τουρκοκρατίας και αργότερα ίσως από την Μονή του Αγ. Νικολάου στα Σόρα.

Επιμένουμε στο γεγονός ότι πριν και μετά απ΄ αυτό δεν υπάρχει δρόμος αλλά κάποιο μικρό μονοπάτι. Αντιθέτως στα Αποίκια υπάρχει, αντίστοιχης τεχνικής δρόμος ερχόμενος από το Κάτω Κάστρο (Χώρα) (η  Κουμούνα Στράτα που αναφέρεται σε έγγραφο του τέλους του 16ου αι) και ο οποίος μετά το γεφύρι οδηγούσε στο σημείο που βρισκόταν ο Πύργος του κοτζάμπαση Πολέμη, που κάηκε κατά την εξέγερση του Μπαλή (1821).  

Παρομοίως το γεφύρι της Στοιχειωμένης διαθέτει προς την μία κατεύθυνση δρόμο, όπως ο περιγραφείς, ο οποίος καταλήγει στα Φάλικα ενώ αντιθέτως προς το Κάτω Κάστρο και την Μεσαριά δεν υπάρχει παρά ένα απλό μονοπάτι.

Για να προσεγγίσουμε και να προσπαθήσουμε να καταλήξουμε σε κάποιο συμπέρασμα ως προς την ταυτότητα του γεφυριού δηλαδή τον κτήτορα, την ηλικία και την χρήση του δηλαδή την αιτία ανεγέρσεώς του, θα πρέπει να ξεκινήσουμε αναγκαστικά από το τελευταίο.  

Ποιος είναι εκείνος που επωφελείται ή επωφελείτο από την χρήση του; Και κατά συνέπεια σε ποιο λοιπόν σημαντικό σημείο ή τόπο οδηγούσε τον χρήστη η διέλευση του γεφυριού αυτού; Ποιους και από ποιο σημείο εκπορευομένους εξυπηρετούσε το γεφύρι;

1. Οι Βουρκωτιανοί βρίσκονται στην ίδια βόρεια κλιτύ με την οποία επικοινωνεί το γεφύρι, πολύ μακριά ώστε να τους είναι απολύτως άχρηστη η διάβαση και χρήση του αφού από μονοπάτια πλησίον του χωριού τους μπορούν να κατευθυνθούν χωρίς να χρειάζεται να απομακρυνθούν, να περάσουν στην νότια κλιτύ και να χρειαστούν την χρήση του ώστε να ξαναπεράσουν το μεγάλο πλέον ρέμα. Οι Βουρκωτιανοί δεν το χρειάζονται και δεν κατασκευάσθηκε γι αυτούς.

2. Για τους ίδιους ακριβώς λόγους δεν το χρειάζονται και οι Αποικιανοί. Από το χωριό των Αποικίων για να φθάσει κανείς στην κοιλάδα του Άχλα πρέπει ακολουθώντας το παλαιότατο μονοπάτι να περάσει υποχρεωτικά από την Βουρκωτή κάτι που ακριβώς αποκλείει και τους Αποικιανούς ως κτήτορες ή χρήστες. Και οι δύο ανωτέρω θα έπρεπε να κάνουν ένα απερίγραπτο κύκλο ωρών προς Ανατολάς ώστε να βρεθούν σε βορειότερο σημείο της Άνδρου.

3. Ενας πιθανός κτήτορας και χρήστης θα μπορούσε να είναι η Μονή του Αγ. Νικολάου στα Σόρα (όπως η πλήρης τοπωνυμική ονομασία της). Η μονή ιδρύθηκε ή ορθότερα επανιδρύθηκε το 1599. Η Μονή ήταν κατ΄ αρχάς πολύ μικρότερη, η ακίνητη περιουσία περιορισμένη, ενώ οι μοναχοί δούλευαν στον κάμπο της Άχλας ως μικροενοικιαστές του μεγάλου γαιοκτήμονα της περιοχής που κρατούσε ακόμη τον κάμπο, τού μισέρ Βισκόντε Κοττάκη (Cotta) γιού του μισέρ Ζαννή Κοττάκη που παρεχώρησε τον μικρό τότε τόπο για να ανεγερθεί η Μονή του Αγ Νικολάου.

Βέβαια η Μονή απέκτησε βαθμηδόν μεγάλη ακίνητη περιουσία, μετά την αποχώρηση των αρχόντων Κοττάκη, Δαπόντε και Αθανάση από την περιοχή μα και τεμάχια στην Βόρη. Ωστόσο, μετά το γεφύρι, δηλαδή στην περιοχή που αρχίζει βόρεια απ΄ αυτό, δεν υπάρχει πλην της μικρής εύφορης Βόρης τίποτε το εκμεταλλεύσιμο έως το επόμενο προς βορά τιμάριο αυτό της Άρνης (να σημειωθεί ότι η Μονή γιγαντώθηκε μετά τον 18ο αι ).

Ουδέποτε λοιπόν σημειώθηκε λόγος αγροτικής ή κτηνοτροφικής μεγάλης ανάγκης τέτοιου μεγέθους που το μοναστήρι να χρειαστεί για τις λιγοστές υποθετικές ανάγκες πέραν και βορειότερα της κοιλάδας του Άχλα ένα τόσο σημαντικό γεφύρι και μάλιστα σε τόσο απώτατο χρόνο.

Οι μόνοι που διέρχονταν το γεφύρι και μάλιστα με την πεποίθηση ότι κινούνται σε «δικό τους» χώρο ήταν οι Στενιώτες. Ξεκινούσαν από παλαιό μεσαιωνικό μονοπάτι που έφευγε βόρεια από τις Στενιές, διερχόταν από τον Καρόνα με τους πύργους του και προχωρούσαν ακολουθώντας πάντα το ίδιο μεσαιωνικό μονοπάτι προκειμένου να φθάσουν στην εκκλησία του Αγ Ιωάννου του Σκίνου (Προδρόμου) που βρίσκεται σε προεξέχοντα υψηλό βράχο επί της βόρειας κορυφογραμμής ως προς την αμμουδιά της Άχλας.

Από κει ο έλεγχος του Αιγαίου Πελάγους είναι απεριόριστος, όσο ελάχιστα σημεία στην Άνδρο και τίποτα δεν μπορεί να κατεβεί ή να ανεβεί στο Αιγαίο χωρίς να γίνει αντιληπτό σε απόσταση πολλών μιλίων. Η θέση πρέπει να είχε επισημανθεί και από τον Μαρίνο Δάνδολο ο οποίος πάντα ενδιαφερόταν να παρέχει πολύτιμες πληροφορίες ώστε να διατηρεί τις πολύτιμες συμμαχίες του.

Ο ναός υπήρξε βίγλα κατά προφορική δε παράδοση γερόντων της Βουρκωτής κάποτε ήταν πύργος (σημ ιδιαίτερη μνεία στο κτίσμα του Σκίνου κάνω στην υπό έκδοση εκτεταμένη έρευνά μου για την Λατινοκρατία στην Άνδρο).

Ο Σκίνος λοιπόν ήταν ένα νευραλγικής σημασίας κτίσμα όχι μόνον για την άμυνα της ίδιας της Άνδρου αλλά και για την έγκαιρη προειδοποίηση διελεύσεως ή των εν γένει κινήσεων εχθρικού στόλου. Ένα τέτοιο κτίσμα έπρεπε να είναι πάντοτε χειμώνα καλοκαίρι ανεξαρτήτως καιρού μονίμως επανδρωμένο.

Βιγλάτορες ήταν οι Στενιώτες ή όπως φαίνεται μία ομάδα Στενιωτών με ειδικό καθεστώς εγκατεστημένων στις Στενιές και ελεγχομένων από τον φεουδάρχη της περιοχής πλησίον της οποίας είχαν εγκατασταθεί.

Οι βιγλάτορες ήταν απαλλαγμένοι από φόρους και ορισμένες αγγαρείες αλλά όφειλαν κάθε μέρα χωρίς καμία εξαίρεση να επανδρώνουν την βίγλα που τους είχαν αναθέσει επί ποινή θανάτου!! Οι βιγλάτορες ήταν ενίοτε τιμωρημένοι ή πειρατές ή άλλη κοινωνική ομάδα η οποία προκειμένου να εγκατασταθεί κάπου χωρίς μάλιστα το οδυνηρό καθεστώς του κολλήγα κρατώντας μία μικρή για την εποχή αυτονομία «εξαγόραζε» την ανεξαρτησία της με την παρεχόμενη σκληρή υπηρεσία του βιγλάτορα επί ποινή θανάτου όπως προείπαμε.

Γιατί όμως η μικρή κοινωνική αυτή ομάδα δεν υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί στην κοιλάδα του Άχλα αλλά να εγκατασταθεί στις Στενιές; Πρώτον οι Βουρκωτιανοί δεν είχαν ακόμη εγκατασταθεί στην Βουρκωτή και διότι δεν υπήρχε φεουδαλικός πύργος εκεί (ο πύργος του Καρόνα είναι καταφανώς του τέλους της Λατινοκρατίας). Και όπως φαίνεται δεν είχαν παρά ελαχιστότατους κολλήγες γεγονός άλλωστε που δεν επέτρεψε μεταγενέστερα τον μετασχηματισμό του Καρόνα σε χωριό. (αυτό προκύπτει και από το μικρό μέγεθος των δύο εκκλησιών των αφιερωμένων εκεί στην Παναγία).

Η μικρή αυτή κοινωνική ομάδα που εγκαταστάθηκε στις Στενιές με τον θεσμό του βιγλάτορα, υποχρεώθηκε να εγκατασταθεί εκεί, επειδή απλούστατα υπήρχε ήδη καλά εγκατεστημένος εκεί φεουδάρχης με αρκετούς κολλήγες που ασκούσε τον έλεγχο. Άλλωστε λόγω της ιδιότυπου καταγωγής της ομάδας, ο ηγεμόνας της Άνδρου δεν την εμπιστευόταν να εγκατασταθεί οπουδήποτε.

Έπρεπε λοιπόν οι βιγλάτορες της σπουδαιότατης αυτής βίγλας να μπορούν πάντοτε απρόσκοπτα και χωρίς καμία δυσκολία λόγω καιρού να το επανδρώνουν. Απαραίτητο να πούμε ότι για την συντήρηση του γεφυριού οι Στενιώτες θεωρούνταν υπεύθυνοι (μια παλιά λησμονημένη σήμερα υποχρέωση τους).

Για τον ζωτικό λόγο που προαναφέραμε λοιπόν ο ηγεμόνας της Άνδρου ανήγειρε το στιβαρό αυτό γεφύρι που δεν έχει καμία άλλη χρήση. Ο μόνος άξιος ηγεμόνας για ένα τέτοιο έργο που είχε δείξει άλλωστε αξιολογότατες οργανωτικές πρωτοβουλίες ήταν ο Πιέτρο Αντρέα Τζεν επί των ημερών του οποίου, πρέπει να δημιουργήθηκε το γεφύρι αυτό. Συνεπώς αυτό πρέπει να συντελέσθηκε στις αρχές του 15ου αι.

*****

Σε ερώτηση που έγινε κάποτε σε ηλικιωμένη Βουρκωτιανή ποιος έχτισε το γεφύρι αυτή απάντησε: Α!!.. αυτό το χτίσανε αρχόντοι!!!

Όταν ανέβηκα και περπάτησα το γεφύρι μία μικρή μαύρη σκολίδα (είδος οχιάς στο ανδριακό ιδίωμα, εκ του σκολιός ) έσπευσε να κρυφτεί σε μικρή τρύπα ανάμεσα στις κολοσσιαίες επιδαπέδιες πέτρες. Δεν ήταν ο μαγικός φύλακας του γεφυριού. Το εξαίρετο αυτό έργο θα κινδυνεύσει άμεσα. Τυλιγμένο από τον κισσό και άλλα λογής-λογής φυτά και μικρά προς το παρόν δέντρα το γεφύρι απειλείται. Οι πιθανές υδρορροές δεν είναι ορατές και θα είναι σε αχρηστία, ενώ ανάμεσα στις πελώριες πλάκες υπάρχει φυτρωμένο χόρτο (πράγμα που δεν συμβαίνει με το γεφύρι των Αποικίων ούτε της Στοιχειωμένης όπου η απορροή των ομβρίων λειτουργεί ακώλυτα ). Έτσι από κάτω, στο ανώτατο υψηλό τμήμα της καμάρας που είναι και το πλέον αδύνατο σημείο) έχει δημιουργηθεί διάβρωση που εξαφανίζει και λεπταίνει τις πέτρες της κατασκευής του τόξου. Η παραμέλησή του θα σημάνει με μαθηματική ακρίβεια και το τέλος του. Ο καθαρισμός του μονοπατιού που έχει γίνει σχετικά πρόσφατα μοιάζει με οικολογική αφέλεια μπροστά στην απαραίτητη συντήρησή του. Ακόμα υπάρχει καιρός, αλλά όχι πολύς.

 

 

 



[1]  Ο Δ. Πασχάλης πρεσβεύει ότι η περιοχή Ζένιο ήταν τιμάρια των δυναστών της Άνδρου Πέτρου και Ανδρέα Ζένου αι ούτω καλούμεναι εκτεταμέναι εκτάσεις. Ο Πιέτρο Αντρέα Τζεν ή Τζένο (εκφερόμενο στο ανδριακό ιδίωμα ως Ζένο όπως το Τζαννής εκφέρεται ως Ζαννής) διετέλεσε ηγεμόνας της Ανδρου μεταξύ των ετών 1384-1427 ενώ ο πρωτότοκος γιος του Αντρέα Τζεν μόλις μία δεκαετία. Ο οίκος έχασε την Άνδρο επειδή ο Αντρέα δεν απέκτησε άρρενα απόγονο. Ο Δ. Πολέμης ως προς τους Τζεν γράφει ότι «κλάδος τις εγκατεστάθη εν Άνδρω κατά το δεύ τερον ήμισυ του ΙΕ΄ αι» ο δε Γάλλος ιστορικός ερευνητής GuillaumeSaint-Guillain θεωρεί ότι ο κλάδος των φεουδαρχών Τζεν προερχόταν από νόθο γιο του ηγεμόνα.