Η Άνδρος στα 1670...

Του Γιώργου Α. Γλυνού

Οικονομολόγου - Ερευνητή 

 

(Από τον αναγνώστη/συνεργάτη του Εν Άνδρω Γιώργο Α. Γλυνό, οικονομολόγο-ερευνητή, λάβαμε το εξαιρετικό ιστορικό πόνημα για την ιστορία της Άνδρου: Η Άνδρος στα 1670. Μέσα από τα αρχεία της Καΐρείου Βιβλιοθήκης που "ανεσκαψε" ο καθηγητής Ηλίας Κολοβός ο οικονομολόγος και ερευνητής Γιώργος Α. Γλυνός αποτυπώνει την πληθυσμιακή και την οικονομική κατάσταση του νησιού τον 17ο αιώνα: η Βόρεια Άνδρος από τους Αρβανίτες, η Κεντρική και Νότια Άνδρος με τους Λατίνους κι Έλληνες, τα ελληνικά, λατινικά και αρβανίτικα ονόματα στον χώρο. Τα κατοικημένα χωριά μετά την καταστροφή του πολυπληθούς Κάτω Κάστρου από τον Κραβελιέ. Το Κόρθι με τους Λατίνους άρχοντες της γης. 

Μια συναρπαστική ιστορικη μονογραφία για μια άλλη εποχή που ξέρουμε τόσα λίγα που δημοσιεύεται σήμερα σε μια εποχή που τείνει να ξεχάσει κι αυτά που ξέρει. Μια εξαιρετική αποτύπωση της αγροτικής (Λατινικής και της Οθωμανικής) Άνδρου του 17ου αιώνα. Πριν το νησί ξεκινήσει την μεγάλη ναυτική ανάπτυξη του 100 χρόνια αργότερα, στα τέλη του 18ου αιώνα. Μια ναυτική ανάπτυξη που θα συμβαδίσει με την αγροτική Άνδρο για 150 χρόνια και θα φέρει το νησί στην κορυφή της ελληνικής ναυτιλίας και στην πρωτοπορία της αστικής ανάπτυξης.

Ο Γιώργος Α. Γλυνός εξαιρετικός οικονομολόγος, αλλά και δεινός ερευνητής της Άνδρου, συμβάλει με το ιστορικό πόνημά του στην κατανόηση της ιστορίας του νησιού μας σε μια κρίσιμη και μεταβατική ιστορική περίοδο κι είναι ιδιαίτερη χαρά να δημοσιεύσουμε την εργασία που μάς έστειλε - Εν Άνδρω)

 

To 2017 o Ηλίας Κολοβός στο έργο του «Όπου ην κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670» (Πανεπιτημιακές εκδόσεις Κρήτης / Καϊρειος Βιβλιοθήκη) δημοσίευσε τα οθωμανικά φορολογικά κατάστιχα της απογραφής της Άνδρου του 1670. Με βάση αυτά, πραγματοποιούμε μια αποτύπωση της πληθυσμιακής κατάστασης του νησιού στο έτος αυτό.

Το κατάστιχο Tapu Tahrir 800 πραγματοποιεί απογραφή του κτηματολογίου της Άνδρου και άλλων νήσων, ενώ το κατάστιχο Maliyeden Mudevver 4856 καταγράφει τον οφειλόμενο κεφαλικό φόρο στην Άνδρο και άλλα νησιά, τον οποίο εισέπραττε ο καπουδάν πασάς. Τα αρχεία αυτά περιλαμβάνουν ονομαστικά, ανά ενορία τους ενήλικες άρρενες ανά νοικοκυριό, ή, σε περίπτωση θανάτου των αρρένων, τις χήρες των νοικοκυριών. Τα δύο κατάστιχα δεν είναι πανομοιότυπα ως προς τις εγγραφές τους. Η ένωση των δύο αρχείων μας δίνει τα αποτελέσματα που αναλύονται παρακάτω.

Ιστορικό πλαίσιο

Το 1670 η Άνδρος βρίσκεται περίπου στο μέσον της Οθωμανικής της περιόδου. Τον προηγούμενο χρόνο, οι Οθωμανοί ολοκληρώνουν σχεδόν την κυριαρχία τους στο Αιγαίο καταλαμβάνοντας πλήρως την Κρήτη. Κατόπιν αυτού του γεγονότος, προχωρούν σε απογραφή το 1670 αρκετών νησιών του Αιγαίου, προκειμένου να προσδιορίσουν τη φορολογητέα ύλη και να αναδιοργανώσουν την κυριαρχία τους.

Από το 1204 έως το 1566 έχει μεσολαβήσει η Λατινοκρατία στην Άνδρο, η οποία αναδιαμόρφωσε σε μεγάλο βαθμό το οικιστικό περιβάλλον αλλά και τις κοινωνικές ισορροπίες στο νησί. Η λατινική αριστοκρατία εφάρμοσε ένα φεουδαρχικό μοντέλο κατά τα δυτικά πρότυπα, χωρίζοντας το νησί σε αρκετά φέουδα όπου ο εκάστοτε αφεντότοπος είχε υπό τον έλεγχό του το αντίστοιχο τιμάριο, ενώ οι κολλήγοι ώφειλαν απόλυτη υποταγή χωρίς δυνατότητα μετάβασης σε άλλο φέουδο. Με αυτό τον τρόπο, δημιουργήθηκε μια συνάφεια μεταξύ των οικισμών του εκάστοτε φέουδου ως προς τα πληθυσμιακά χαρακτηριστικά. Οι λατίνοι δημιούργησαν τρία σημαντικά κάστρα, το Κάτω Κάστρο στη Χώρα, το Απάνω Κάστρο πλησίον του Κοχύλου και το Κάστρο του Μακροταντάλου που επόπτευε το Κάβο ντόρο.

Παράλληλα, το 15ο αιώνα φαίνεται ότι επέτρεψαν τον εποικισμό του αραιοκατοικημένου βόρειου τμήματος του νησιού από Αρβανίτες. Σε μία περιοχή όπου ακόμη επιζούν ελληνικά τοπωνύμια (Γαύριο, Παληόχωρα, Μεργαλάς, Γίδες, Κατάκοιλος, Βουρκωτή) αλλά και φράγκικα (Βιτάλι, Απροβάτο), οι επήλυδες Αρβανίτες φαίνεται ότι αφομοίωσαν το γηγενή και φράγκικο πληθυσμό γλωσσικά και πολιτισμικά. Με βάση τους, αρχικά, τον Αμόλοχο και την Άρνη, σταδιακά εξαπλώθηκαν σε όλο το βόρειο μισό του νησιού.

Στα χρόνια της Λατινοκρατίας, οι Οθωμανοί ανάλογα και με τις σχέσεις τους με τη Βενετία, κατά διαστήματα προχωρούσαν σε επιδρομές στην Άνδρο οι οποίες σταδιακά οδήγησαν το νησί να γίνει φόρου υποτελές και εν τέλει εξώθησαν στην τελική του παράδοση.

Υπό το νέο καθεστώς, η Λατινική (καθολική) αριστοκρατία πιέζεται σταδιακά, γεγονός που είτε την οδηγεί στην έξοδο από το νησί με παράλληλη εκποίηση της περιουσίας της, είτε προσχωρεί στο ορθόδοξο δόγμα, συνεχίζει να διαχειρίζεται τη σημαντική ακίνητη περιουσία της και κατά συνέπεια εξακολουθεί να έχει δεσπόζουσα θέση στη νέα πραγματικότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλες οι αρχοντικές οικογένειες της Οθωμανικής περιόδου στην Άνδρο, προέρχονται από τους Λατίνους ευγενείς της προηγούμενης περιόδου.

Στα 1670, το διοικητικό κέντρο παραμένει στο Κάτω Κάστρο, όπου είναι συγκεντρωμένη η συντριπτική πλειοψηφία των αρχόντων. Στο Κόρθι διαμένει μια μειοψηφία αρχόντων (κυρίως τμήματα των οικογενειών Ντελαγραμμάτικα & Νταπόντε). Οι Οθωμανοί φαίνεται να έχουν εκκενώσει το Απάνω Κάστρο από τον πληθυσμό του. Η προφορική παράδοση του Κοχύλου λέει ότι ο πληθυσμός μετακινήθηκε από το Κάστρο στο πλησίον χωριό αποδομώντας μάλιστα το οικήματα του Κάστρου. Τέλος, το κάστρο του Μακροταντάλου φαίνεται να έχει εκπέσει σε απλή βίγλα την περίοδο εκείνη.

Στα 1672 ο Γάλλος πειρατής Ούγος ντε Κρεβελιέ καταστρέφει και λεηλατεί το Κάτω Κάστρο με αποτέλεσμα οι αρχοντικές οικογένειες να μετακινηθούν προς το εσωτερικό του νησιού, σε πύργους κυρίως στη Μεσσαριά, στ’Απατούρια, αλλά και στο Κόρθι / Αηδόνια. Έτσι, στα τελευταία πενήντα χρόνια της Οθωμανικής εποχής οι κοτσαμπάσηδες άλλοτε θα εδρεύουν στη Μεσσαριά κι άλλοτε στο Κόρθι. Στην περιοχή του Απάνω Κάστρου στη διάρκεια του 18ου αιώνα φαίνεται να εκκενώνεται ο δεύτερος μεγαλύτερος οικισμός της περιοχής, τ’Αγρίδι(α) κατόπιν λοιμού, του οποίου ο πληθυσμός μετακινείται κυρίως σε Γιαννισσαίο και Λαρδιά.

Με βάση τα στοιχεία της απογραφής του 1670, ο μεγαλύτερος οικισμός στο νησί εκτιμάται ότι ήταν ο Αμόλοχος, ακολουθεί η Άρνη και το Κάστρο (Χώρα) Άγνωστο γιατί, στη Βόρεια Άνδρο πέραν των 3 μοναστηριών καταγράφονται μόνο τα χωριά «Αμόλοχας» & «Αρνά», παρ’ό,τι υπάρχουν αρκετά δικαιοπρακτικά έγγραφα αλλά και μνημεία της λατινικής περιόδου που φανερώνουν προγενέστερη κατοίκηση σε περιοχές όπως η Κατάκοιλος, το Μακροτάνταλο, οι Γίδες, το Βιτάλι, το Απροβάτο. Δεν είναι σαφές αν οι κάτοικοι των υπολοίπων περιοχών της Βόρειας Άνδρου απολάμβαναν κάποια ατέλεια ή αν θεωρείτο ότι υπάγονταν στις ενορίες των κύριων αυτών οικισμών.

Τα στοιχεία της απογραφής

Ως προς την εκτίμηση του πληθυσμού ο Ηλ. Κολοβός3 υιοθετεί τη μέδοθο της Leila Erder10 για πολλαπλασιασμό των ενήλικων αρρένων επί του συντελεστή 3 και 4 και εν συνεχεία αθροίζει τον αριθμό των μοναχών. Με βάση το συντελεστή 4 καταλήγει σε ένα μέγεθος πλησίον των 6.000 ανθρώπων, γεγονός που συμφωνεί με τις εκτιμήσεις των περιηγητών Thevenot (1655) και Saulger (1673). Το συντελεστή 4 επί των ενήλικων αρρένων αξιοποιούμε και στην παρακάτω ανάλυση για την εκτίμηση του πληθυσμού των διαμερισμάτων και των χωριών. Όπου περιλαμβάνονται και τα μοναστήρια, η εκτίμηση υπολογίζεται με βάση τον αριθμό των μοναχών.

Εξετάζοντας τα βαπτιστικά ονόματα 1.486 ενήλικων αρρένων (εξαιρώντας τους μοναχούς που συνήθως έχουν ιδιαίτερα μοναστικά ονόματα), ως τα πλέον συνήθη στα 1670 καταγράφονται τα Γιάννης / Γιαννάκης (263 καταγραφές – 18%) και ακολουθούν τα Νικολός / Νικόλας (252 - 17%), Γιώργης / Γιωργάκης / Γιώργος / Γεωργίτζης (168 – 11%), Δημήτρης (146 – 10%), Αντώνης (98 – 7%).

Τα λατινικής προέλευσης βαπτιστικά ονόματα όπως Γιαννούλης, Τζανής, Φραντζέσκος, Γιακουμής / Γιάκουμος, Λινάρδος, Αουστής, Ντομενέγος, Πέρρος, Φραγκούλης, Αντζελής, Μαρτίνος, Λουρέντζης, Μπατέστος, Γάσπαρης, Μανούσος, Λοϊζος, Χρουσής, Μπουρτούλης, Τζανέτος, Μπαρτολομέο, Μικελής κλπ ανέρχονται σε 12% του συνόλου των καταγραφών, ενώ στο διαμέρισμα Κάτω Κάστρου το ποσοστό ανέρχεται στο 13%. Εξετάζοντας τα πατρώνυμα (με εξαίρεση των άγαμων υιών που καταγράφονται στα νοικοκυριά), διαπιστώνουμε ότι στην προηγούμενη γενιά, το ποσοστό ήταν 14% (Κάτω Κάστρο 16%, Απάνω Κάστρο 18%), γεγονός που φανερώνει τη σταδιακή εξάλειψη των λατινογενών χαρακτηριστικών από τα βαπτιστικά ονόματα και τη σταδιακή μεταστροφή στο ορθόδοξο δόγμα.

Τα αρβανίτικα βαπτιστικά ονόματα όπως Δήμας, Γκίκας / Τζίκας, Πέπας, Λέκας, Μίχας, Γκίνης / Τζίνης, Στίνης, Τζώνης, Τούντας, Γκούμας, Σιδέρης, Τόγιας, Βρετός, Νίκας, Γενίσαρης, Στέφας, Τζόκας, Κυριαζής κλπ ανέρχονται στο 8% των καταγραφών (33% Αμόλοχας, 29% Αρνά), ενώ εξετάζοντας τα πατρώνυμα, το ποσοστό διαμορφώνεται στην προηγούμενη γενιά σε 11% (37% Αμόλοχας, 33% Αρνά), γεγονός που και πάλι καταγράφει μια σταδιακή διαφοροποίηση των χρησιμοποιούμενων βαπτιστικών ονομάτων, με σταδιακή αντικατάσταση των αρβανίτικων ονομάτων.

Προκειμένου να εκτιμήσουμε την κατανομή των επωνύμων με λατινογενή ή αρβανίτικα χαρακτηριστικά στο νησί, ακολουθούμε τη μεθοδολογία που περιγράφεται στο παράρτημα.

Εξαιρώντας τα μοναστήρια, όπου η σύνθεση του πληθυσμού δεν είναι σαφής λόγω των ιδιαίτερων μοναστικών ονομάτων και τη συχνή απουσία επωνύμων, ο πληθυσμός στα 4 διαμερίσματα καταγράφεται ως εξής:

Επισημαίνεται ότι το εύρος των κύκλων παρουσιάζει το μέγεθος της σχετικής εκτίμησης πληθυσμού. Με πράσινο χρώμα παρουσιάζεται η κατανομή των λατινογενών ονοματεπωνύμων, με κόκκινο χρώμα των αρβανιτών, με πορτοκαλί χρώμα των αρβανιτών με βυζαντινά / ελληνικά επώνυμα, με ανοιχτό πράσινο χρώμα οι αρβανίτες με λατινογενή επώνυμα και με κίτρινο χρώμα οι λοιποί για τους οποίους δεν καταγράφεται ανωτέρω λατινογενές ή αρβανίτικο χαρακτηριστικό.

Όπως φαίνεται, στο διαμέρισμα του Κάτω Κάστρου που συγκεντρώνει λίγο παραπάνω από το μισό πληθυσμό του νησιού, καταγράφεται σημαντικό ποσοστό λατινογενών ονομάτων (31%) αλλά και υπολογίσιμο μέγεθος αρβανιτών (16%). Επισημαίνεται ότι στο Κάτω Κάστρο προστίθεται το Βουνί το οποίο επί Λατινοκρατίας φαίνεται να ανήκε στο ίδιο φέουδο με τα Φάλικα, Σασά, Κουρέλι με τα οποία παρουσιάζει παρόμοια πληθυσμιακά χαρακτηριστικά.

Σε Αμόλοχα και Αρνά δύσκολα συναντά κανείς επώνυμο στο οποίο δεν καταγράφεται μεταξύ των ονομάτων κάποιο τυπικό αρβανίτικο βαπτιστικό, γεγονός που παραπέμπει στο ότι η χρήση της αρβανίτικης γλώσσας ως μητρικής πρέπει να ήταν καθολική. Ωστόσο καταγράφονται κάποιες περιπτώσεις ελληνικών επωνύμων (18% Αρνά, 8% Αμόλοχας) καθώς και λατινογενών επωνύμων (14% Αμόλοχας, 13% Αρνά).

Στο Απάνω Κάστρο που συγκεντρώνει περίπου το εν τέταρτο του πληθυσμού, τα λατινογενή ονοματεπώνυμα ανέρχονται σε 25%, ενώ καταγράφονται σποραδικά και κάποιες περιπτώσεις αρβανίτικων ονοματεπωνύμων (3%). Το υπόλοιπο 72% δεν παρουσιάζει λατινογενή ή αρβανίτικα χαρακτηριστικά.

Στο σύνολο του νησιού (εξαιρουμένων των μοναχών) τα λατινογενή ονοματεπώνυμα ανέρχονται σε 23%, τα αρβανίτικα 25% στα οποία προστίθενται 4% αρβανίτες με λατινογενή επώνυμα και 3% αρβανίτες με ελληνικά επώνυμα. Επιπρόσθετα το 0,6% των εγγραφών αφορούν Ρομά (οι περισσότερες εγγραφές χωρίς να συνδέονται με κάποια ενορία) και οι λοιπές εγγραφές (πρωτίστως βυζαντινές / ελληνικές) ανέρχονται σε 45%.

Η περαιτέρω ανάλυση ανά οικισμό φανερώνει τα παρακάτω:

Διαμέρισμα Κάτω Κάστρου

Ο λατινογενής πληθυσμός του Κάστρου (Χώρα) ξεπερνούσε το 50%, γεγονός που οφείλεται στην παρουσία της πλειοψηφίας των αρχοντικών οικογενειών εντός του οικισμού. Αντίστοιχα υψηλά ποσοστά (> 40%) καταγράφονται στη Μέσα Ράχη στο Μεσαθούρι και τα Λάμυρα, αλλά και στα Πατούρια (38%).

Παράλληλα, ο αγροτικός οικισμός των Εβρουσών κατοικούνταν αποκλειστικά από Αρβανίτες, ενώ σχεδόν αποκλειστικά αρβανιτόφωνη φαίνεται να ήταν η Βουρκωτή, η οποία λόγω των Μανταράκα φαίνεται να εμφανίζει σημαντικό αρβανίτικο πληθυσμό με φράγκικο επώνυμο1.

Εξαιρετικά μικτό πληθυσμό φαίνεται να είχαν το Σασά – Κουρέλι, ο Πιτροφός, τα Πίτσια (Αποίκια), οι Στραπουργιές και τα Φάλικα. Αντίθετα το Λιβάδι, οι Στενιές και το Συνετί καταγράφουν τα υψηλότερα ποσοστά βυζαντινών / ελληνικών ονοματεπωνύμων.

Τα συνηθέστερα επώνυμα στην περιοχή ήταν τα Φιλιππίδης, Ξανθός, Χαλάς, Μηντρινός, Μπράτης, Νταπόντε, Τζιώτης, με σημαντική ωστόσο διασπορά επωνύμων.

Διαμέρισμα Απάνω Κάστρου

Στο δεύτερο μεγαλύτερο διαμέρισμα του νησιού, αυτό του Απάνω Κάστρου της περιοχής Κορθίου, δεσπόζουν κυρίως οι οικισμοί του Κορθίου, του Αγριδίου, της Πίσω Μεριάς, του Αμονακλειού, του Πισκοπειού και της Καππαριάς. Το μέγεθος του Κοχύλου φαίνεται να υποεκτιμάται λόγω του ασυνήθιστα υψηλού ποσοστού των χηρών (35%) οι οποίες δεν προσμετρούνται στη μεθοδολογία εκτίμησης του πληθυσμού, που βασίζεται στους ενήλικες άρρενες. Άγνωστο αν αυτό οφείλεται σε κάποιο γεγονός της εποχής (π.χ. λοιμός). Χωριά με αντίστοιχο υψηλό ποσοστό είναι τα Φάλικα (24%) και οι Χώνες (22%) ενώ τα υπόλοιπα εμφανίζουν ποσοστά μικρότερα του 16%. Επισημαίνεται ότι το μέγεθος των κύκλων είναι συγκρίσιμο προς το ανωτέρω γράφημα του Κάτω Κάστρου.

 

Στον οικισμό του Κορθίου παρουσιάζεται το υψηλότερο ποσοστό λατινογενών ονοματεπωνύμων (33%) στο διαμέρισμα, κυρίως λόγω της ύπαρξης τμημάτων των οικογενειών Νταπόντε & Ντελαγραμμάτικα. Αντίστοιχα, υψηλό ποσοστό λατινογενών παρουσιάζουν οι οικισμοί πλησίον του Απάνω Κάστρου, το Αγρίδι (28%) και το Κοχύλου (27%).

Η Καππαριά εμφανίζει τον πλέον μικτό πληθυσμό στην περιφέρεια με το 40% του πληθυσμού να παρουσιάζει λατινογενή (28%) ή αρβανίτικα χαρακτηριστικά (12%), ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στο Ρωγό ανέρχεται σε 31% καθώς εμφανίζονται, μεταξύ άλλων, τα λατινογενή Γουλιαρμής, Νταπόντε καθώς και το Λάβδας.

Οι Χώνες παρουσιάζουν το υψηλότερο ποσοστό (89%) ονομάτων χωρίς λατινικά ή αρβανίτικα χαρακτηριστικά στο νησί, ενώ ακολουθούν οι Αμονακλειόπετρες (80%) (εγκαταλειμένος οικισμός πλησίον της Πίσω Μεριάς), η Πίσω Μεριά (78%) και το Πισκοπειό (76%). Σύμπτωση ή μη, οι οικισμοί αυτοί έχουν σαφείς βυζαντινές αναφορές. Το Πισκοπειό το Παλαιόκαστρο, οι Χώνες σαφές βυζαντινό όνομα, ενώ η Πίσω Μεριά φαίνεται ότι δάνειζε το όνομά της στα βυζαντινά χρόνια στην ευρύτερη περιφέρεια του Κορθίου, σε αντιδιαστολή με τη Μέσα Μεριά στην περιοχή της Μεσσαριάς.

Τα συνηθέστερα επώνυμα στο διαμέρισμα Απάνω Κάστρου είναι τα Πατραλίδης, Νταπόντε, Φραγκουλάκης, Βαρδαλής, Ζερμαλιάς με αρκετά μεγάλη διασπορά όπως στο Κάτω Κάστρο.

Αρνά & Αμόλοχας

Όπως αναφέραμε και ανωτέρω, ο Αμόλοχας (ή Μεγάλο Χωριό όπως αποκαλείτο) παρουσιάζεται ως ο μεγαλύτερος οικισμός του νησιού σε εκείνα τα χρόνια. Ακολουθούν τ’ Αρνά κι εν συνεχεία το Κάστρο (Χώρα). Το μέγεθος των κύκλων στο παρακάτω γράφημα είναι συγκρίσιμο με τα αντίστοιχα του Απάνω & Κάτω Κάστρου.

Όπως αναφέρθηκε ανωτέρω, οι επήλυδες αρβανίτες μέσα σε ένα μικρό σχετικά διάστημα 200 – 250 ετών φαίνεται να έχουν αφομοιώσει πλήρως τον προϋπάρχοντα λιγοστό βυζαντινό και φράγκικο πληθυσμό με αποτέλεσμα τα τυπικά αρβανίτικα βαπτιστικά να εμφανίζονται σχεδόν σε όλες τις οικογένεις που φέρουν κοινό επώνυμο. Παράλληλα από τον έλεγχο της συχνότητας των όμοιων επωνύμων διαπιστώνεται η ύπαρξη εκτεταμένων οικογενειών (φατριών). Χαρακτηριστικά, στ’Αρνά οι Κουρτέση, Μπάλα, Λούπεση, Μπάγια, Χαροκόπου, Κολυδά, Τσυρτάτα, Μάζη, Λάλα ανέρχονται στο 55% του συνολικού πληθυσμού με τους Κουρτεσαίους να καταγράφονται σε 25 διαφορετικές εγγραφές μόνο στ’Αρνά (συνολικά 31 σε όλο το νησί), αριθμός που υπερβαίνει οποιοδήποτε άλλο επώνυμο στο νησί. Αντίστοιχα στον Αμόλοχα οι οικογένειες Μαμάη, Βιταλιώτη, Μπραϊλα, Μπουλιμέτη, Ψάρη, Ντηνιακού, Χέλμη, Σούρμπη, Κοζανίτη & Μπόγια ανέρχονται στο 43% του συνολικού πληθυσμού, με τις πρώτες πέντε να υπερβαίνουν τις 10 εγγραφές η κάθε μία.

Αυτό το στοιχείο φανερώνει την ταχύτητα με την οποία επεκτάθηκαν οι πρώτες οικογένειες εποίκων. Πράγματι ο μέσος όρος εγγραφών ανά οικογένεια με κοινό επώνυμο είναι αρκετά μεγαλύτερος στα Αρβανίτικα επώνυμα, ακολουθούν τα Λατινογενή και τελευταία τα επώνυμα χωρίς Αρβανίτικα ή Λατινογενή χαρακτηριστικά. Αυτό καταδεικνύει παράλληλα ότι τα Λατινογενή, ιδίως στις περιπτώσεις των εκτεταμένων αρχοντικών οικογενειών π.χ. Νταπόντε, Πατέριο, Καϊρη, Ντελαγραμμάτικα, Παρόδου, Φολερού, Νέρη κλπ αποτελούσαν τίτλο τιμής για αρκετές εκατονταετίες με αποτέλεσμα δύσκολα κανείς να διαφοροποιεί το επώνυμό του, συνήθως με παρωνύμια, σε αντίθεση με τα λοιπά ελληνικά επώνυμα που παρουσιάζουν αυξημένη διασπορά με λίγες καταμετρημένες εγγραφές κατά μέσο όρο ανά οικογένεια.

Το ποσοστό των αρβανιτών με λατινογενές επώνυμο είναι περίπου κοινό σε Αμόλοχα (14%) και Αρνά (13%). Αντίθετα, το ποσοστό των αρβανιτών με ελληνικό επώνυμο στ’Αρνά είναι αρκετά υψηλότερο (18%) έναντι του Αμόλοχα (8%), γεγονός που αποδίδεται ενδεχομένως στην εγγύτητα με το υπόλοιπο περισσότερο κατοικημένο μέρος του νησιού αλλά και ίσως στη διαφορετική προέλευση των Αρβανιτών στ’Αρνά (Αττική;) απ’ό,τι του Αμόλοχα ο οποίος εμφανίζει κοινά χαρακτηριστικά με τους Αρβανίτες της Καρυστίας.

Συμπεράσματα

Η έναρξη της Λατινοκρατίας στην Άνδρο στα 1204, σήμανε την εμφάνιση ενός νέου πληθυσμού λατινικής προέλευσης ο οποίος, από θέση ισχύος λόγω του φεουδαρχικού συστήματος, εγκαθιδρύθηκε στο νησί και δημιούργησε ισχυρές αρχοντικές οικογένειες. Η αίγλη των επωνύμων του αλλά και η ισχύς της νέας καθολικής εκκλησίας που εμφανίστηκε στο νησί, οδήγησε στην αλλαγή των ηθών και στο ντόπιο πληθυσμό, ο οποίος σε μεγάλο βαθμό υιοθέτησε και καθολικά βαπτιστικά ονόματα. Με την πάροδο των γενεών οι Λατίνοι και οι ντόπιοι δημιούργησαν ένα κοινό μίγμα, αν και είναι βέβαιο ότι οι αρχοντικές οικογένειες, τουλάχιστον στην πρώτη περίοδο της Λατινοκρατίας, θα επεδίωκαν γάμους με αντίστοιχες αρχοντικές (καθολικές πιθανότατα) οικογένειες εντός ή εκτός του νησιού.

Η εμφάνιση των Αρβανιτών το 15ο αιώνα στο νησί και η εφαρμογή των περιορισμών στη μετακίνηση του πληθυσμού εκτός του εκάστοτε φέουδου, φαίνεται να οδήγησε και στη γρήγορη αφομοίωση του λιγοστού ντόπιου πληθυσμού στο βόρειο τμήμα του νησιού. Τα σχετικά υψηλά ποσοστά αρβανιτών που παρουσιάζονται σε ορισμένες περιοχές του Κάτω Κάστρου νότια της Βουρκωτής & Εβρουσών, όπως στο φέουδο που περιλάμβανε τα Πέρα Χωριά και το Βουνί ή τον Πιτροφό, είναι άγνωστο αν προέκυψαν στην περίοδο της Λατινοκρατίας κατόπιν άδειας κάποιου αφεντότοπου ή από την άρση των περιορισμών στις μετακινήσεις, στην περίοδο των 100 χρόνων περίπου που μεσολάβησαν από την έναρξη της Οθωμανικής περιόδου έως την απογραφή του 1670, ή και στην ύστερη λατινοκρατία.

Το βέβαιο είναι ότι η Οθωμανική κυριαρχία και η εύνοια στο νέο καθεστώς προς την Ορθόδοξη εκκλησία έναντι της καθολικής, που θεωρείτο εχθρική δύναμη λόγω των συχνών Βενετοτουρκικών πολέμων, αλλάζει εκ νέου τα ήθη στην Άνδρο για τον πληθυσμό. Τα καθολικά βαπτιστικά ονόματα σταδιακά φθίνουν και οι καθολικοί άρχοντες επιλέγουν μεταξύ της εξόδου από το νησί ή της μετατροπής στο ορθόδοξο δόγμα (κάποιοι και στον ισλαμισμό), προκειμένου να διατηρήσουν την ισχύ τους στο νησί.

Στα 1670 η Άνδρος παρουσιάζει ένα μικτό πληθυσμό που ήταν συνήθης στις περιοχές της Οθωμανικής αυτοκρατορίας όπου είχε προηγηθεί και η λατινική κατάκτηση. Άλλωστε στο πλαίσιο των αυτοκρατοριών ο κανόνας ήταν η πολυπολιτισμικότητα και όχι η ομοιογένεια, η οποία προέκυψε με την εγκαθίδρυση των εθνών κρατών και την εφαρμογή κοινής εκπαιδευτικής διαδικασίας για όλο τον πληθυσμό με διδασκαλία κοινής γλώσσας και εθνικής ιστορίας. Έτσι, είναι χαρακτηριστικό ότι μέχρι το Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, το βαρύ ιδίωμα του Κορθίου πιθανότατα θα ήταν, σε κάποιο βαθμό, ακατάληπτο στην αρβανίτικη βόρεια Άνδρο, όπως και οι Αρβανίτικες διάλεκτοι στη νότια Άνδρο. Η εκπαιδευτική διαδικασία άμβλυνε σταδιακά τις αντιθέσεις αυτές στο νησί.

Οι διαιρέσεις ωστόσο παραμένουν και στις μέρες μας. Είτε λόγω της παράδοσης των φέουδων και της περιχαράκωσης μεταξύ όμορρων οικισμών, είτε λόγω των κοινωνικών ανισοτήτων μεταξύ αρχοντικών οικογενειών και κολλήγων ντόπιων ή αρβανιτών, είτε λόγω του ανταγωνισμού μεταξύ πρώην καθολικών αρχόντων έναντι αρχόντων που παρέμειναν πιστές στο καθολικό δόγμα στα πρώιμα χρόνια της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, η κοινωνία στην Άνδρο φαίνεται πολλές φορές να λειτουργεί και σήμερα σε δύο ή τρεις διαφορετικές ταχύτητες. Αυτό είναι εν μέρει λογικό στο πλαίσιο της κοινωνικής ανθρωπολογίας καθώς το σύστημα εξακολουθεί, σε κάποιο βαθμό, να αναπαράγει τον εαυτό του, δεδομένου ότι οι ισχυροί επιδιώκουν να διαιωνίσουν την πρωτοκαθεδρία τους. Ωστόσο είναι βέβαιο ότι δεν επιτρέπει στο νησί να προχωρήσει ενωμένο, απρόσκοπτα και με κοινή αντίληψη στο δρόμο της κοινής συνανάπτυξης.

Παράρτημα

Μεθοδολογία προσδιορισμού επωνύμων με λατινογενή ή αρβανίτικα χαρακτηριστικά

Σχετικά με την αριστοκρατία λατινικής καταγωγής, ο Δ. Πολέμης7 σε ό,τι αφορά τους καταχωρημένους στα φορολογικά κατάστιχα του 1670, καταγράφει τους εξής: Ντελαγραμμάτικα (με συγγενή επώνυμα τα Γραμμάτικα / Γραμματικάκη – σύμφωνα με Ηλ. Κολοβό3), Πατέριο ντε Γκριμάλντι (με τους οποίους συνδέει ο Ν. Βασιλόπουλος την οικογένεια Φιλιππίδη βάσει δικαιοπρακτικού εγγράφου του 16358), Τζε(ν), Σουμμαρούπα, ενώ ο Ν. Βασιλόπουλος επισημαίνει και την οικογένεια των Μώροι1 (Μόροι / Μοράκη).

Στους δεύτερους τη τάξει ευγενείς, όπως αναφέρει ο Ν. Βασιλόπουλος συγκαταλέγονται οι Αθανάση, Γουλιαρμή, Νταπόντε, Καλλονά, Καλογερά, Καϊρη, Κωτάκη, Μπίστη, Νέρη, Παρόδου (Φερόδου), Πολέμη, Ροϊδη, Τζαννάκη, Τζώρτζη, Φολερού, Φυρίγου (Κοντοφυρίγου / Φερίγου) 1.

Ως Φράγκικα επώνυμα προσδιορίζει ο Ν. Βασιλόπουλος και τα Ζάννες, Τζάννες, Πέρρος (Περρούλης, Περρής), Γασπαράκης, Διαπούλης, Κοντόσταβλος, Μαργέτης (Μαρτζέτης / Μαργετάκης), Μπασταρδής / Μπαστάρδος, Μπατέστας, Μπόνης (Μπονόπουλος), Μπράτης, Ντανιόλος, Τζουάννες, Φραγκούλης (Φραγκουλάκης / Φραγκουλόπουλος), Φρατζέτης1.

Ο Ηλ. Κολοβός επιπρόσθετα επισημαίνει την αρχοντική οικογένεια Ασκαλιάρη, αλλά και τα επώνυμα Λυγίζος, Πασκάλιος, Πασχαλάκης3.

Στα ανωτέρω προσθέτουμε τα λατινικής προέλευσης Τζαννόπουλος, (Α)ραμούντος, Ατζελιδάκης, Βαλεντίνος, Βασταγιαννούλης, Βεντούρας (Βεντούρης), Γαλιάνος, Γαλιάτζος, Ζόβενος, Καζούρος, Κανούμπιος, Καπούτζος, Κόκος, Κόντε, Λαζαρέτος, Μαρκούρης, Μπανεστέλος, Μπασιατής (Μπασούντης), Μπατζής, Ντανέζης, Νταπέρα, Ντέριος, Ντέτος, Ντούρος, Περλόζος, Πιάγκος, Ρουέτης, Ρουτζέρης, Ρούμπος, Σπανιόλος, Στροντζέλης, Τάβιος, Φραγκακινός, Φρατέλος, Φώσκολος.

Τέλος προστίθενται οι οικογένειες που παρουσιάζουν συχνότατα βαπτιστικά ή πατρώνυμα όπως Αντζελής, Βαλέντης, Γάσπαρης, Κόντες, Λουρέντζης, Μικελής, Μπαρτολομέο, Μπατέστος, Μπουρτούλης, Νερούτζος, Πέρρος, Ρανέρης, Συλβέστος, Τζαννής, Φεργάδης, Φραγκούλης, Φραντζέσκος, Χρουσής (ονόματα όπως Γιαννούλης, Γιακουμής / Γιάκουμος, Αουστής, Λινάρδος φαίνεται να χρησιμοποιούνταν σχεδόν εξ ίσου σε λατινογενείς αλλά και λοιπές οικογένειες και δεν θεωρήθηκαν επαρκή για προσδιορισμό οικογενειών με λατινογενή χαρακτηριστικά).

Σε ό,τι αφορά τα αρβανίτικα επώνυμα που απαντώνται στα κατάστιχα του 1670, ο Πασχάλης καταγράφει τα εξής: Βαλμάς, Κολαδάμης, Κολυδάς, Λιέπουρας, Λουκίσας, Λούπεσης, Μαζαράκης, Μάζης, Μαμάης, Μουζάκης, Μπαμπούσης, Μπαρούς, Μπουλιμέτης,Ρέρας, Σούλης, Σούρμπης, Χακάλης, Χέλμης5. Επιπρόσθετα τα Κυρτάτας (Τσυρτάτας), Μπάλας, (Μ)πόγκας6. Ο Α. Μηλιαράκης προσθέτει τα Κα(τ)σίκης, Κούκης, Μάνεσης, Μπάγιας (Βάγιας), Ζέπος, Ζούρας, Τζούμπρης, Τζώνης4. Ο Γιοχάλας προσθέτει το Κρέκας2, ενώ θεωρεί τους Λάβδα, Κουρτέση αρβανιτόφωνους2,9. Ο Ν. Βασιλόπουλος προσθέτει τα Κακαρούχας, Λάλας, Στίνης, Κοντοστίνης, Φώλιας, Ψίλης1. Ο Ηλ. Κολοβός προσθέτει τα Μπόγιας, Νίκας, Σαρακήνης3.

Στα ανωτέρω προστίθενται οι οικογένειες που φέρουν αρβανίτικα βαπτιστικά ή πατρώνυμα όπως: Λέκας (Αλέξανδρος), Βρετός, Βουρίτζης, Γκίκας / Τζίκας, Γκίνης / Τζίνης, Γκιόκας / Τζόκας (Γιώργης), Γκούμας, (Ιάκωβος), Γενίσαρης, Δήμας (Δημήτρης), Κυριαζής, Μάζης, Μαζίκος, Μίχας (Μιχαήλ), Μουρίκης / Μουρίτζης, Νίκας (Νικόλαος), Πέπας (Πέτρος), Σιδέρης, Στέφας (Στέφανος), Τόγιας, Τούντας. Εδώ επισημαίνεται ότι σε αρκετές περιπτώσεις καταγράφονται σε αρβανίτικες οικογένεις και τα φράγκικα Αντζελής, Γιακουμής, Μαρτίνος / Μαρτής, Ντομενέγος / Δεμενέγος, Πέρρος, Τζαννής, Φραντζέσκος

Τέλος προστίθενται τα επώνυμα Αρμπανέζης, Ξενογκίκος, στα λήγοντα σε -σης (Μάνεσης, Κουρτέσης, Λουπέσης) προστίθενται τα Πετρίσης, Περτέσης κι από τη Βόρειο Άνδρο τα κατά βάση παροξύτονα: Βάσης, Βέλας, Βέσκος, Βεραδήμας, Κυρτασιώτης, Λάτζης, Λίτσας, Λουζίτσας, Μπάρης, Μπατζουρός, Μπίκας, Μπιτσάς, Ντάβαρης, Τούμπης.

Στους Αρβανίτες με φράγκικα επώνυμα, σύμφωνα με το Γιοχάλα επισημαίνονται οι περιπτώσεις Καίσαρης, Μά(ν)τζαρης, Ντεμενέγος, Βιτάλης / Βιταλιώτης, Μαστροτζαννής, Ματζόρος και Πέρρος2. Ο Βασιλόπουλος προσθέτει ως Αρβανίτες με Φράγκικα επώνυμα και τα Μανάλης, Μανταράκας, Μπαστάρδος (στη Βόρεια Άνδρο) 1. Στα ανωτέρω θα πρέπει να προσθέσουμε συνδυασμούς Φράγκικων επωνύμων με αρβανίτικα βαπτιστικά ονόματα όπως Τζίκας Αμαριανός, Γιώργης Ραμπάντιος του Δήμα, Καρέζα Φραγκάκη, αλλά και τα επώνυμα Βενετσάνος και Βιτσιρίγος στη Βόρεια Άνδρο.

Στους Αρβανίτες της Βόρειας Άνδρου με ελληνικά επώνυμα, ο Γιοχάλας κατατάσσει τα Γιελέας, Κακόνομας, Κρασάς, Εξαδάκτυλος, Καρούκας2, ο Πασχάλης προσθέτει το Χαροκόπος5 και ο Βασιλόπουλος τα Καβαλλάρης, Μακρής και Χαλάς1. Σε αυτά θα πρέπει να προσθέσουμε τα Κοκκάλας, Μυλωνάς, Παπάς, Χιονάτος, Παραπονιάρης, αλλά και τα δηλώνοντα προέλευση Κοζανίτης, Ντηνιακός, Πολίτης, Μωραϊτης που αφορούν εγγραφές Αμόλοχα και Αρνά.

Κατόπιν των ανωτέρω, σε Αμόλοχα και Αρνά υπολείπονται εγγραφές που αντιστοιχούν στο 4% των περιπτώσεων σε αρκετές από τις οποίες απουσιάζει το επώνυμο. Οι περιπτώσεις αυτές κατατάσσονται με βάση την πλειοψηφία των Αρβανιτών της περιοχής, εκτός των δύο περιπτώεων όπου δηλώνεται Φράγκικο πατρώνυμο (Λινάρδος / Πέρρος άνευ επωνύμου) οι οποίες κατατάσσονται στους Αρβανίτες με φράγκικα χαρακτηριστικά.

Βιβλιογραφία:

  1. Ν. Βασιλόπουλος, «Λατινοκρατία στην Άνδρο – Κάστα, Πύργοι, Εκκλησίες & Φέουδα» Άνδρος 2015
  2. Τ. Γιοχάλας, «Άνδρος Αρβανίτες και Αρβανίτικα», Τυπωθήτω 2010
  3. Ηλ. Κολοβός, «Όπου ην κήπος – Η μεσογειακή νησιωτική οικονομία της Άνδρου σύμφωνα με το οθωμανικό κτηματολόγιο του 1670» - Πανεπιτημιακές εκδόσεις Κρήτης / Καϊρειος Βιβλιοθήκη 2017
  4. Α. Μηλιαράκης, «Υπομνήματα περιγραφικά», σ. 41, 134, 137.
  5. Δ. Πασχάλης, «Ιστορία της Νήσου Άνδρου» Τυπωθήτω Δαρδανός 2004
  6. Δ. Πασχάλης, «Οι Αλβανοί εις τας Κυκλάδας». ΗΜΕ 1934, σ. 278
  7. Δ. Πολέμης, «Οι Αφεντότοποι της Άνδρου» Πέταλον 2 – Παράρτημα, Καϊρειος Βιβλιοθήκη Άνδρος 1995
  8. Δ. Πολέμης, «η Μονή Παντοκράτορος κατά τον 17ο αι», Πέταλον 7 1999 σελ. 5-54
  9. Δ. Πολέμης, Πέταλον 5 1990 σ. 178 – 185
  10. L. Erder, “The Mesurement of Preindustrial Population Changes: The Ottoman Empire from the 15th to the 17th Century”, Middle Eastern Studies 11 (1975), s. 284-301