Η Άνδρος στον 19ο αιώνα

Της Μαργαρίτας Δρίτσα

Καθηγήτριας Ανοικτού Πανεπιστημίου

 

Χώρα - 1840

(Συνεχίζουμε με επιλεγμένα αποσπάσματα από τις ταξιδιωτικές ιστορίες για την Άνδρο του 19ου αιώνα. Η επιμέλεια των αποσπασμάτων έγινε από το ιστορικό κείμενο της καθηγήτριας Μαργαρίτας Δρίτσας για τους αναγνώστες του Εν Ανδρω. Το κείμενο δημοσιεύθηκε σε βιβλίο, που έστειλε στο Εν Άνδρω η κ. Βασιλοπούλου, του ξενοδοχείου Παράδεισος. Οι πίνακες είναι όλοι του Άγγλου αξιωματικού του Bρετανικού Ναυτικού Αrthur Tower. Δημοσιεύθηκαν σε λεύκωμα που εξέδωσε η Καΐρειος Βιβλιοθήκη το 1987 με τίτλο The Tower Album - Δ. Μπασαντής).

...Το 1813 ο στόλος της Άνδρου αριθμούσε 40 καράβια και 400 περίπου ναυτικούς. Παράλληλα αναπτύχθηκαν ακόμη περισσότερο οι καλλιέργειες και εξάγονταν προϊόντα όπως λεμόνια και κίτρα. Οι Ανδριώτες, με δικά τους μεταφορικά μέσα, εξήγαν οι ίδιοι τα προϊόντα τους και οι καραβοκύρηδες ήταν αυτόνομοι στην άσκηση του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών τους συναλλαγών. Έτσι η Άνδρος εξελίχθηκε σε μια ανοικτή νησιωτική κοινωνία με έντονη επικοινωνία και παραπληρωματικότητα με άλλα νησιά και με την Ευρώπη.

Τα χαρακτηριστικά αυτά επηρέασαν την πολιτισμική της ανάπτυξη κυρίως στον τομέα της παιδείας. Γνωστή είναι η ιστορία και πορεία του δυτικότροπου λόγιου Θεόφιλου Καΐρη. Το ορφανοτροφείο και το σχολείο που ίδρυσε, παρά τα τεράστια προβλήματα που αντιμετώπισε, θεωρείται από τα σημαντικότερα ιδρύματα της εποχής. Ο ίδιος ο Καΐρης είχε σπουδάσει στην Ιταλία (Πίζα), ύστερα στο Παρίσι, όπου γνώρισε τον Κοραή, ύστερα στη Σμύρνη και τις Κυδωνίες και αλλού, και τελικά στην Άνδρο, όπου κήρυξε την Επανάσταση.

Γαύριο - 1840

Η Άνδρος εντυπωσίασε και τους οπαδούς του ρομαντισμού και του ύστερου οριενταλισμού… Το ταξίδι προς τα νησιά έγινε, χάρη στη νέα τεχνολογία, ευκολότερο και συντομότερο… Η Άνδρος εξακολούθησε να γοητεύει και τα πλοία του βρετανικού Ναυτικού συνέχιζαν να χαρτογραφούν το Αιγαίο. Σε μια από τις αποστολές της Βρετανικής Υδρογραφικής Υπηρεσίας το 1840 οφείλουμε και εννέα υδατογραφίες με τοπία της Άνδρου που ζωγράφισε τότε ο υπαξιωματικός του Bρετανικού Ναυτικού Αrthur Tower. Το 1987 η Καΐρειος Βιβλιοθήκη τις εξέδωσε σε καλαίσθητο λεύκωμα με τίτλο The Tower Album.

Από τα μέσα του 19ου αι. αναφορές στην Άνδρο και ευρύτερα στις Κυκλάδες εμφανίζονται συχνά σε ξένα περιοδικά, καθώς προωθείται το θαλάσσιο ταξίδι και προτείνεται η ιστιοπλοΐα με μικρότερα σκάφη έναντι του ατμόπλοιου για λόγους αναψυχής. Σε κείμενο του Βuchon στην Revue Indépendante, στις 25/4/1844, με τίτλο Excursions dans les Cyclades,ο συγγραφέας προτείνει: «Για ένα ταξίδιαναψυχής, η ιστιοπλοΐα είναι πιο ευχάριστη γιατί έχει εκπλήξεις. Το λίκνισμα του σκάφους είναι πιο χαλαρό, ο αέρας της θάλασσας καθαρός, δεν μολύνεται από τη δυσάρεστη οσμή του κάρβουνου, η ομορφιά του ουρανού δεν ταράζεται από την κάπνα του φουγάρου και τα φουσκωμένα από τον αέρα πανιά χαϊδεύουν το μάτι».

Κόρθι, Παλαιόπολη, Κοχύλου στον 19ο αιώνα

Ο περιηγητής-συντάκτης χρησιμοποιεί την εμπειρία του καθώς είχε επισκεφθεί αρκετές φορές τη Σύρο, την Τήνο και το Αρχιπέλαγος, νωρίς τον Απρίλιο, άλλοτε με συντροφιά Έλληνες φίλους ή συνεργάτες πριν από τα ταξίδια του στην Κωνσταντινούπολη. Σε ένα από αυτά, ο ναύαρχος Κανάρης τους έχει δανείσει μια κανονιοφόρο. Πλέοντας προς τη Δήλο, συνάντησαν καταιγίδα, κατέφυγαν στην Τήνο κι από εκεί ταξίδεψαν βράδυ κι έφθασαν πρωί στο Κόρθι της Άνδρου. Σαν σύγχρονος Ευρωπαίος και επιχειρηματίας, ο Βuchon είχε και ανάλογη ματιά: «Με 100.000 δρχ. θα ήταν εύκολο να κατασκευαστεί ένας μόλος για την ασφάλεια του λιμανιού και την αύξηση του πλούτου στο νησί, αλλά ο ανταγωνισμός μεταξύ της Χώρας και του Κορθίου εμποδίζει το έργο. Ολόκληρο το νησί θα επιθυμούσε η κυβέρνηση να κάνει κάποιες θυσίες και εκείνο να αποκτήσει ένα λιμάνι».

Γαύριο - 1840

Μετά την αποβίβαση του όμως, η ματιά αλλάζει: «Αποβιβασθήκαμε κοντά στα μαγαζιά και στο υγειονομείο, κι από κει με μουλάρια μεταφερθήκαμε στον προορισμό μας στο λόφο ανάμεσα σε δυο κοιλάδες εύφορες όπου κυλούσε ένα μικρό ποτάμι. Οι κοιλάδες ήταν κατάφυτες με λεμονιές και συκιές, ανάμεσα στις οποίες ξεχώριζαν ωραίες αριστοκρατικές κατοικίες που έμοιαζαν με πύργους και θύμιζαν τη Μεγάλη Ελλάδα (Magna Grecia) ή την Κορσική.

Μας υποδέχθηκαν φιλικά ο Δήμαρχος και οι συγγενείς του. Ήταν ντυμένοι σαν τους παλιούς προύχοντες… Πιο μοντέρνες ήταν οι γυναίκες ντυμένες με ευρωπαϊκά ενδύματα (φράγκικα) από γαλλικά υφάσματα και με γαλλική μόδα, ενώ στο κεφάλι φορούσαν ακόμη το μαντίλι, και πάνω από το φόρεμα το παλιό μακρύ μεταξωτό πανωφόρι. Παλιότερα φορούσαν χρυσοκέντητους «τσουμπέδες» κι από μέσα μεταξωτά φορέματα που κόστιζαν ακόμη και 3.000-4.000 φράγκα». Τα ρούχα αυτά ήταν πολύτιμα και περνούσαν στους απογόνους. Τώρα ήταν κρυμμένα σε μπαούλα. Παλιά ήταν κεντημένα με χρυσό, σήμερα κεντιούνται με μεταξωτή κλωστή…

Αηδόνια - 1840

Οι οικοδέσποινες στο Κόρθι μας υποδέχθηκαν έτσι, γιατί το ζητήσαμε, με αυτές τις φορεσιές. Μερικές ήταν πολύ ωραίες, λυγερόκορμες και γαλανομάτες με λεπτά χαρακτηριστικά και γεμάτες ζωντάνια. Οι ντόπιοι ήθελαν να οργανώσουν χορό με όλους τους χωριανούς παρόντες, αλλά προτιμήσαμε ένα απλό δείπνο που παρακαλέσαμε να το οργανώσει ο μαύρος μάγειρας του φίλου μου Ντεβουάζ. Βρήκαμε μια εξαιρετική θέση σ’ ένα κήπο με πορτοκαλιές, χαλαρώσαμε και αφεθήκαμε στις ικανότητες και τις έξυπνες λιχουδιές του μάγειρά μας. Το δείπνο ήταν εγκάρδιο και χαρούμενο».

Η εικόνα αυτή δεν μοιάζει με περιγραφές παλιότερων περιηγητών. Έντονη είναι τώρα η αίσθηση της ασφάλειας, της αναψυχής και της ηρεμίας, της χαλάρωσης και της απόλαυσης. Στον επόμενο απαραίτητο σταθμό του ίδιου ταξιδιώτη, όμως, όπως και των παλιότερων στην Παλαιόπολη, αναβιώνει το ενδιαφέρον για τις αρχαιότητες με προσθήκη νέων στοιχείων ωστόσο: «Είδα μια μικρή εκκλησία κτισμένη με κομμάτια μαρμάρων από κάποιο αρχαίο ναό. Μια μεγαλύτερη πλάκα με χαραγμένο ένα καθολικό σταυρό προερχόταν επίσης από τον ναό, όπως πολλά αντίστοιχα ευρήματα που είδα στην Αθήνα, στην Πελοπόννησο και παντού στην Ελλάδα».

Παλαιόπολη - 1840

Και στον κοσμοπολίτη ταξιδιώτη που έχει ταξιδέψει και διαβάσει και για τη βενετοκρατία, η Ελλάδα τού θυμίζει φυσικά την αγροτική Ιταλία. «Στο άλλο ορεινό χωριό, το Κόχυλο, τα σπίτια μοιάζουν με εκείνα στην Ίσκια και την Προτσίντα στην Ιταλία και είναι αρκετά καθαρά, ενώ οι κάτοικοι αρκετά εύποροι λόγω της εύφορης γης». Γράφει επίσης για τα διοικητικά της Άνδρου, τον πληθυσμό, τα μοναστήρια της, τη φραγκοκρατία και τα γενεαλογικά των ευγενών, τις διαμάχες με τους Έλληνες και την έλευση των Οθωμανών το 1596. Περιηγείται στις οχυρώσεις της χώρας (του Κάστρου) και στη Χώρα, και γράφει για τον Θεόφιλο Καΐρη, τον ζηλωτή φιλόσοφο, και τη σχολή του με τους 400 μαθητές, τον διωγμό του από την Ιερά Σύνοδο, το κλείσιμο της σχολής, την εξορία του στη Σαντορίνη κι ύστερα τη φυγή του στη Γαλλία. Εκφράζει τη νέα ταυτότητα του τυπικού περιηγητή/φιλέλληνα στην αναγεννημένη Ελλάδα.

Άνδρος, το νησί των ωραίων γυναικών

Χώρα - 1840

Το 1879, ο Joseph Reinach, επιβάτης στο πλοίο Donnai, έχει μόλις περάσει τα Δαρδανέλια... Πλησιάζοντας το κεντρικό Αιγαίο, η έμπνευση επανέρχεται: «Και να! Πρώτα η γλυκειά Άνδρος, το νησί των ωραίων γυναικών που διατηρούν όλη την αγνότητα των αρχαίων Ελληνίδων. Ύστερα η ηρωική Τήνος, η άπληστη και θαυμαστή Μύκονος σαν να κρατά δεμένη τη Δήλο, το περιπλανώμενο νησί του Απόλλωνα, η Γυάρος, θλιβερός βράχος, τόσο φρικτός που ο Τιβέριος τη διάλεξε για τόπο εξορίας. Παρακάτω η πλούσια Νάξος, η Πάρος με το λευκό μάρμαρο και η αδελφή της, η Αντίπαρος, με το ξακουστό σπήλαιο, η εύφορη Σίφνος και η Τζια, πατρίδα του Σιμωνίδη. Ο αέρας είναι τόσο ελαφρύς που απλώνοντας το χέρι σου μπορείς να αγγίξεις μια από τις Κυκλάδες. Χιλιοτραγουδισμένες είναι σαν μαργαριταρένιο περιδέραιο γύρω από τον ορίζοντα που λάμπει στο χρυσαφί φως». Kαι η νέα του ταυτότητα αποκαλύπτεται με πάθος: «Ξαφνικά νοιώθω «φιλέλληνας» και δεν με νοιάζει αν οι Έλληνες μου προσάψουν, όπως γενικά για κάθε ξένο φιλέλληνα, ότι είμαι εύπιστος, αφελής ή ανόητος».

Η αγροτική οικονομία του νησιού

Πύργος Αγίου Πέτρου - 1840

Ο θαυμασμός των ξένων για την Ελλάδα συνεχίζει και χαρακτηρίζεται από διάφορες εκδηλώσεις. Η Άνδρος παραμένει για κάποιους κεντρική αναφορά. Έτσι, στο τέλος του αιώνα, ο Henry Hautecoeur δωρίζει ένα κείμενό του για την Άνδρο στον Α. Μ. Ε. Ροδοκανάκη. Είναι μια πλήρης μελέτη για την οικονομία του νησιού, διερεύνηση του εδάφους, μελέτη για τα νερά, το περιβάλλον, το κλίμα, την παραγωγή, τους ανθρώπους, γενικότερα για τις δυνατότητες του νησιού. Αναφέρει λοιπόν ότι το 1899 «η Άνδρος εξάγει 30 εκατομμύρια λεμόνια, από τα οποία 1,5 εκατ. μόνον από την περιοχή Κορθίου. Το μεγαλύτερο μέρος εξάγεται στην Αγγλία και την Κωνσταντινούπολη. Παρασκευάζουν επίσης στην Άνδρο το γλυκό λεμονάκι κόβοντας τα λεμόνια (όταν είναι πολύ μικρά) που έχει κάθε οικογένεια, κι αυτό εξηγεί γιατί εισάγει η Άνδρος μεγάλη ποσότητα ζάχαρης, μετά τις μεγάλες ποσότητες σιτηρών. Από το άνθος της λεμονιάς φτιάχνουν κι άλλο γλυκό. Άλλη παρασκευή είναι τα ξερά σύκα, ενώ το κρασί της Άνδρου, ξηρό, ερυθρό και δυνατό, θεωρείται εξαιρετικό.

 

Πύργος Αγίου Πέτρου και περιοχή Γαυρίου - 1840

Στο Γαύριο καλλιεργούν επίσης κρομμύδια., ενώ το νησί είναι γεμάτο οπωροφόρα. Στα βουνά φυτρώνουν εκατοντάδες βότανα. Τα πρόβατα αριθμούν 12.000, υπάρχουν πολλά βόδια για τις αγροτικές δουλειές (όργωμα κ.τ.λ.), ενώ αφθονούν και οι λαγοί. Τα μελίσσια είναι αρκετά, ενώ αντίθετα με τον Thevenot, που θεωρούσε τις θάλασσες φτωχές, αυτές είναι πλούσιες σε ψάρια που αλιεύονται καθημερινά, καθώς και σε χελώνες». Πολλά από τα προϊόντα είχαν βραβευθεί σε εκθέσεις, π.χ. το σιτάρι, το μετάξι, το μέλι, ο κορίανδρος, τα ροβύθια και τα κρασιά. Παράλληλα, ο Hautecoeur τόνιζε με νόημα ότι οι δρόμοι είναι λίγοι και κακοί, μέσα μεταφοράς λείπουν, αλλά το εμπόριο γίνεται διά θαλάσσης κυρίως, και το ατμόπλοιο ποστάλι είναι ακριβές στο δρομολόγιό του. Υπάρχει τηλεγραφική επικοινωνία με τη Σύρο και από εκεί με όλο τον κόσμο. Τον πληθυσμό τον περιγράφει συγκρίνοντάς τον με άλλους νησιώτες ως εξής: «Είναι καλοί, νηφάλιοι, γενναιόδωροι, εργατικοί. Είναι επίσης πατριώτες, φιλεύσπλαχνοι ανάμεσά τους και φιλόξενοι προς τους ξένους. Τους αρέσουν οι χαρές και οι γιορτές. Οι γυναίκες είναι ευγενικές, γλυκές, θαρραλέες και εγκρατείς, και δεν μοιάζουν καθόλου με την παλιά εικόνα της όμορφης Ανδριώτισσας Γλυκερίας».