ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ: Η κοινωνία και η οικονομία της Άνδρου το 1830!!!

(Συνεχίζουμε το μεγάλο και πολύμηνο αφιέρωμα μας στα 200 χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης και την Άνδρο με μια σπάνια αναδημοσίευση που αλίευσε ο συνεργάτης μας Ι.Π. - Άλκης στην πρώτη επίσημη ελληνική εφημερίδα που εκδίδονταν στην Αίγινα, την πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Περισσότερες πληροφορίες για την Αίγινα ως πρωτεύουσα και την ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ στο τέλος του δημοσιεύματος για την Άνδρο του 1830. Θέλουμε εφέτος συμμετέχοντας ουσιαστικά στα 200 χρόνια της Εθνικής Ανεξαρτησίας να γνωρίσουν οι σημερινοί Ανδριώτες την ιστορία και την κοινωνία της Άνδρου της εποχής.

Μέχρι σήμερα έχουμε δημοσιεύσει - με τις υπογραφές σημαντικών συνεργατών μας - πολλά και ξεχωριστά για τα μεγάλα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα της εποχής, καθώς και σημαντικά ντοκουμέντα και έρευνες για την κοινωνία της εποχής. Με την αρωγή του ακούραστου συνεργάτη μας Ι.Π. - Άλκη συνεχίζουμε και σήμερα παρουσιάζουμε την κοινωνία της Άνδρου το 1830. Θα ακολουθήσουν στη συνέχεια δύο πρωτότυπες και μοναδικές έρευνες για την πολιτική και την κοινωνία της Άνδρου τα πρώτα χρόνια μετά την Ελληνική Επανάσταση. Το ΕΝ ΑΝΔΡΩ είναι εδώ για να συνεισφέρει στην σημερινή Άνδρο γνώση και της ιστορίας και της κοινωνίας του νησιού με τρόπο πρωτότυπο, ερευνητικό, ξεχωριστό και ουσιαστικό...)

Κάστρο (Χώρα) Άνδρου - Πίνακας του Άγγλου αξιωματικού Tower, 1840 - Καΐρειος Βιβλιοθήκη

ΓΕΝΙΚΗ ΕΦΗΜΕΡΙΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ - ΕΝ ΑΙΓΙΝΗ, ΣΑΒΒΑΤΩ, 26 ΙΟΥΛΙΟΥ 1830

ΑΝΔΡΟΣ

Η νήσος αύτη ούσα επιμήκης, και δια των υψηλών και πετρωδών βουνών της διηρημένη εις τρία μέρη, βοριανατολικόν, μέσον και δυτικοβόριον, περιέχει εις το τελευταίον περίπου 850 οσπήτια ή οικογενείας με διάλεκτον και έθιμα Αλβανών,  εις το μεσαίον 1200 οικογενείας, εις τας οποίας εμπεριέχεται  και η πρωτεύουσα  της νήσου, Κάστρον καλουμένη, από 200 οικογενείας ,εις την οποίαν  είναι και κοινά σχολεία αλληλοδιδακτικής  και ελληνικής, εις δε το πρώτον 900 οικογενείας , εις το οποίον ως πρωτεύουσαν κώμην έχει το χωρίον  Κόρθι, όπου είναι σχολεία αλληλοδιδακτικής  και ελληνικής κοινά.   

Τιμάται με θρόνον μητροπολίτου, έχοντας τίτλον  Άνδρου και Σύρας, έχει δε μοναστήρια μοναχών 4 με κτήματα ικανά και έν  μοναζουσών, υπέρ τας 100 εφημερίας  ή ενορίας και τόσους πρεσβυτέρους, οίτινες όλοι έχουν τας ιδιοκτήτους εκκλησίας των γεωργούντες και τους αγρούς των.

Οι κάτοικοι αυτής είναι λοιπόν όλοι 3 χιλ. οικογένειαι ως έγγιστα διαμεριζόμεναι εις 43 χωρία, και ψυχαί περίπου 15 χιλ.

Μεταξύ τούτων είναι ως 100 οικογένειαι, αρχοντικαί  καλούμεναι.  Αυτοί  δεν γεωργούν τους αγρούς των, αλλά δίδουν αυτούς  δια  άλλους δια προστίμου εξ ημισείας, οίτινες  γεωργούντες αυτούς δίδουν εις τους ιδιοκτήτας το ήμισυ προιόν των, δια δε το ήμισυ, το οποίον είναι το ανάλογόν  των, πληρόνουν  εις αυτούς πρόστιμον.

Οι λοιποί άπαντες, εκτός των ναυτών, γεωργούν τους αγρούς των, και όσοι έχουν ολίγους, και εκ των αρχόντων, αλλά αφαιρουμένου  του προστίμου μόλις απολαμβάνουν  δια τους κόπους των τ’ άχυρα και το χόρτον.

Ναύται μετρούνται εις 350 οικογενείας, ταξιδεύουν οι περισσότεροι με πλοία των και τινες εις ξένων τόπων πλοία. Αλλά σχεδόν πάντες κατά το μάλλον και ήττον δεν στερούνται κτημάτων, ήτοι αγρών και οίκων, έχουν δε και εως 20 πλοία γολέττας

Από 2 χιλ. εως 4 χιλ. χορητικότητος, και άλλα τόσα πλοιάρια από 150 εως 250 κοιλών.

Τα προιόντα της νήσου είναι μετάξι, λεμόνι, κρασί, λάδι, σύκα, τυρί, μέλι,  κριθή, σμιγάδι, σίτος,  όσπρια  και πάντοιου  είδους οπωρικά.

Εξαγωγή γίνεται εις μετάξι αδούλευτον και κλωσμένον, λεμόνι, κρασί ολίγον, οπωρικά, άλλοτε και υπέρ τους 300 βόας κατ’ έτος, αλλ’ ήδη κατεσπαράχθησαν  υπό των εν θαλάσση και ξηρά στρατιωτών και τα προς γεωργίαν ακόμη ζώα των και τα ολίγα ποίμνιά των.

Λαμβάνει έξωθεν υφάσματα, σίδηρον , βαμβάκι, λινάρι, δέρματα,  σαπούνι, λάδι, άλας, ρίζι, οψάρια ταριχευμένα,  τυρί, καπνόν, ζάχαρι,  καφέν, αρωματικά  και 3 ή 4 μηνών γεννήματα.

Μόλις φαίνεται εις κυκλοφορίαν εις όλην την νήσον 50-60 χιλ. Γρ. εις μέταλλον, διότι οι ναύται με τα κεφάλαια (τερμαγιάν) των πλοίων των  φέρουν εξ ών  έχει χρείαν η νήσος, άτινα πωλούσι μεν λιανικώς , αλλά συγχρόνως αγοράζουν εκ των προιόντων και τα μεταφέρουν.

Ολη η γή της νήσου με δένδρα της, ήτις είναι ιδιόκτητος, εκτιμήθη προ χρόνων κατά το έθος δια την είσπραξιν  του δεκάτου προς την Οθωμανικήν Πόρταν δια άσπρα 82  χιλ. Μέρος των αγρών αυτών καλητέρευσαν έκτοτε, και άλλοι εξέπεσαν, ώστε ως έγγιστα ήθελε ευρεθή  γενομένης νέας εκτιμήσεως , πάλιν η αυτή. Ενός άσπρου αγρός ως έγγιστα προάγει Γρ.7 : ½ καρπόν και επειδή κτήμα, το οποίον δίδει Γρ. 3 : ½  εισόδημα, τιμάται δια Γρ. 100,  κατά τούτον  τον ως έγγιστα υπολογισμόν όλη η κτηματική κατάστασις αυτών εκτός των οίκων αναβαίνει εις 17,571,248 , Γρ. περίπου.

Τέχναι και εξωτερικόν εμπόριον δεν ενεργείται δια την διαίρεσιν  των κατοίκων εις χωρία και έλλειψιν λιμένος, εκ τούτου τα κτήματα κατήντησαν εις τοιαύτην τιμήν, ώστε να δίδουν ως έγγιστα 3 :  ½ τοίς % προιόν  ετήσιον, και εάν τις θέλη να αγοράση ολίγους ευρίσει πωλούντας και πολλούς να δανείζωνται με 10 τα  % τόκον.

Όλοι οι κάτοικοι χρεωστούσι προς αλλήλους υπέρ τα 2 μιλλιούνια, εκ των οποίων τα μεν ήμιση χρεωστούσιν οι της πρώτης τάξεως κτηματίαι προς αλλήλους και προς τους της δευτέρας από μετρητά, ανατοκισμούς, προίκας, κληρονομίας, κλπ. Τε δε έτερα ήμιση χρεωστούν οι της εσχάτης τρίτης τάξεως προς τους της πρώτης τα περισσότερα, και προς τους της δευτέρας  τα επίλοιπα από δάνεια, ανατοκισμούς και πρόστιμα .

Τοπική συνήθεια επεκράτησε, καθ’ ην  οι χρεώσται  δεν βιάζονται να πληρόσουν  εις την προθεσμίαν το χρέος των, ούτε τους τόκους , αλλά συγχωρείται μόνον και εις τον δανειστήν να λάβη αγρούς από τον χρεώστην τόσων Γρ., όσων είναι το χρέος, και να νέμεται το προιόν  αυτών αντί του τόκου, άχρις ού  ο χρεώστης  με άλλα μέσα  να πληρώση και να ελευθερώση τους αγρούς του, ομοίως συγχωρεί και εις τον χρεώστην να προσφέρη αγρούς ισοτίμους του χρέους του με τας αυτάς συμφωνίας, αλλ’  επειδή 100 Γρ. αγρός δίδει μόνον Γρ. 3 : ½ κατ’ έτος εισόδημα,  και δια τούτο οι μεν δανεισταί από πλεονεξίαν  προτιμούν να προσθέσουν τους τόκους είς τα κεφάλαια, οι δε χρεώσται εξ ανάγκης προκρίνουν να προσθέτουν εις το χρέος των τους τόκους και να τους μένουν τα προιόντα των δια να ζώσιν. Από τοιαύτας αιτίας προήλθεν  η εις τοιαύτην ποσότητα αύξησις του χρέους των, και καθεκάστην προβαίνει αυξανομένη.

Οι δανεισταί  τότε μόνον βιάζουν  και λαμβάνουν τους αγρούς του χρεώστου ( πάντοτε όμως με τας αυτάς συμφωνίας), όταν όλοι οι αγροί και ο οίκος του εκτιμώμενοι ισοζυγούσι  με το χρέος του, όθεν πολλοί κατ’ έτος εκ τούτων απήρχοντο  με τας οικογενείας των  εις την  Ασίαν, όπου δουλεύοντες και κερδίζοντες επανέστρεφον,  και εκ τούτου του μέσου εισήρχοντο εις την νήσον 60 ή 70 χιλιάδες γρόσια.

Δεν είναι αμφιβολία ότι και ταύτα πίπτουν εις τους ενδεεστέρους. Σωτηρία εδύνατο να γείνη και εις αυτούς και ευτυχία εις όλους τους εγκατοίκους , εάν ήθελον καλλιεργηθή  τα γεώμηλα.  Το προιόν τούτο ήθελεναναπληρεί την έλλειψιν των γεννημάτων, και ούτως δεν ήθελεν εξέρχεται η ποσότης γροσίων, όση δίδεται εις αυτά.

Και εις εξίσου αναγκαίον , εάν εκατασκευάζετο  λιμήν,  το οποίον είναι εύκολον να γείνη εις το Κάστρον, ή το Κόρθι. Τούτο ήθελε γείνει αιτία να αυξήση και το ναυτικόν και το εμπόριον, εκ των οποίων επομένως ήθελε προκύψει η καλλιέργεια των τεχνών, αι δύο ανεξάντλητοι πηγαί της ευδαιμονίας.  Οι εγκάτοικοι αφ’ εαυτών  είναι αδύνατον ομονοούντες  να κατορθώσουν αυτά, ήθελαν δε κατορθωθή  ευκόλως, εάν η Αυτού Εξοχότης  ο Κυβερνήτης  ελεών τόσους δυστυχείς ήθελε χαρίσει προνοητικώς δια τούτο τας διαταγάς του και τας οδηγίας του

        Μεταγραφή-επιμέλεια  Ι. Π.- Άλκης  -  22/2/2021

Η Αίγινα και η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος

Το 1827 η Αίγινα ορίστηκε και επίσημα ως -προσωρινή- πρώτη πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, ιδιότητα που διατήρησε ως το 1829, με την μεταφορά πλέον της πρωτεύουσας στο Ναύπλιο.[14] Σύμφωνα με τον ιστορικό Εντγκάρ Κινέ (Edgar Quinet), την εποχή του Καποδίστρια ο πληθυσμός ανερχόταν στους δέκα χιλιάδες κατοίκους μαζί με τους πρόσφυγες (που έφτασαν να αποτελούν το 70% των κατοίκων), ενώ σύμφωνα με κυβερνητικές εκτιμήσεις ο πληθυσμός ανερχόταν σε σαράντα χιλιάδες.[15]

Η Γενική Εφημερίς της Ελλάδος ήταν το επίσημο έντυπο της Διοίκησης. Κυκλοφόρησε από τις 7 Οκτωβρίου του 1825 μέχρι τις 23 Μαρτίου του 1832. Επί επτά συνεχόμενα έτη κάλυπτε τις ανάγκες της Κυβέρνησης και είναι προδρομικό έντυπο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως. Οι τόποι έκδοσής του θα είναι διαδοχικά το Ναύπλιο, η Αίγινα, ο Πόρος. Εκδότες του διετέλεσαν οι Θεόκλητος Φαρμακίδης (1825-1827), Γεώργιος Χρυσίδης (1827-1831), Ιωάννης Γαλιάτσας (1831-1832).

Η εφημερίδα απηχώντας τις ιδέες του Διαφωτισμού, προβάλει, με γλώσσα απλή, τις αρχές της ελευθεροτυπίας και το αγαθό της παιδείας. Ττον Μάρτιο του 1832 θα κλείσει οριστικά για να τη διαδεχθεί η Εθνική Εφημερίς ως επίσημο φύλλο των ελληνικών κυβερνήσεων.

ΠΗΓΗ: Wikipedia