ΣΤΟ ΑΓΙΟ ΟΡΟΣ - ΠΑΣΧΑ 1958

Εξιστορεί ο Ι.Π. - Άλκης

 

(Όσοι και όσες δεν έχετε πάει, αλλά και όσοι έχετε πάει, αξίζει να διαβάσετε ένα λεπτομερές οδοιπορικό, που δίνει την εικόνα μιας εποχής, αλλά και τις εικόνες της μεσαιωνικής μοναστικής πολιτείας. Μια μοναστική πολιτεία που μέχρι σήμερα ζει σχεδόν ακίνητη στην άκρη του χρόνου. Με την απόσταση 64 χρόνων ένα παιδί, που πήγε τότε, θυμάται την καθημερινότητα, περιγράφει τις διαδρομές και αποτυπώνει πρόσωπα και πράγματα. Μαζί του κι εμείς - μέρες που είναι - ακολουθούμε το οδοιπορικό του στον ακίνητο χρόνο της μοναστικής πολιτείας και του Πάσχα... ΕΝ ΑΝΔΡΩ) 

Το Πάσχα του 1958 οργανώσαμε μια εκδρομή-προσκύνημα στο Άγιο Όρος. Από την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης πήραμε συστατική επιστολή, διαβάσαμε σχετικά βοηθήματα,  και  ξεκινήσαμε την Πέμπτη της Διακαινησίμου, 17 Απριλίου 1958. Από την Θεσσαλονίκη φύγαμε στις 07,00’. Είμασταν 20 άτομα. 7 φοιτητές και 13 μαθητές του 5ου Γυμνασίου αρρένων Θεσσαλονίκης.

1η ημέρα

Στις 07,20’ είδαμε την Λίμνη Λαγκαδά από αρκετά υψηλά ενώ στις 07,40’ περνούσαμε δίπλα της, τρέχοντας πάνω σ’ ένα καταπληκτικά ίσιο δρόμο.  Στις 08,05’ βλέπουμε την Λίμνη Βόλβη και στις 8,40’ την έχουμε περάσει. Στο αναμεταξύ έχουμε δει πλήθος πουλιών και ιδίως πελεκάνων και πελαργών, καθώς και έναν αετό. Στον Σταυρό φθάσαμε στις 09,00’. Στις 11,45’ φύγαμε από τον Σταυρό και στις 1,55, της Πέμπτης φτάσαμε στην παραλία όπου μας περίμενε ο «καπετάνιος» για να μας πάει στο Άγιο Όρος. 

Όμως πάθαμε ταχυπαλμία διότι το καΐκι δεν ήταν ούτε κάν μεγάλη βάρκα. Μπήκαμε επιβιβαζόμενοι ανά δύο. Στις 12,10’ φύγαμε. Όλοι ξαπλώσαμε όπως-όπως στην κουβέρτα της βάρκας, γιατί  δεν είχε  «αμπάρι» . Αν ένας από την δεξιά πλευρά πήγαινε στην αριστερή, ο καπετάνιος έβαζε τις φωνές διότι… χαλούσε η ισορροπία του «πλοίου»!!!

 Κατά τις 13,30’ άρχισε ο «χορός» των κυμάτων. 5 παιδιά κάναν εμετό. Εγώ δεν έκανα, αλλά ζαλίστηκα. Στις 14,30’ συναντήσαμε αντίθετο κύμα και τα νερά άρχισαν να μπαίνουν από μπροστά και από τα πλάγια. Σκεπαστήκαμε με ότι αδιάβροχο πράγμα είχαμε, όμως και πάλι, τα παντελόνια μας γίναν μούσκεμα.  Ήμασταν… να μας κλαίνε.  Ορισμένα κύματα  με τις κορυφές τους σκέπαζαν όλη την κουβέρτα.

Αυτό συνεχίστηκε μέχρι τις 15,40’, οπότε ο καπετάνιος, αναγνωρίζοντας το μάταιο της προσπάθειας έκανε στροφή 180ο και στις 17,00’ μπήκαμε σε έναν υπήνεμο όρμο της Αγιορείτικης Χερσονήσου όπου και αποβιβαστήκαμε.

 Αφού ξεκουραστήκαμε λίγο, φάγαμε, και κατόπιν πήγαμε για εξερεύνηση του «Πόρτο-Ανάληψη» όπως το βαπτίσαμε. Ήταν σε σχήμα δακτυλιδιού χωρίς ανθρώπινη ψυχή. Είχε γύρω-γύρω ένα κομμάτι άμμου, πολύ ψιλής , φάρδους 10-15 μέτρων.  Η θάλασσα πεντακάθαρη.  Γύρω οργίαζε η παρθένα «ζούγκλα». Επί 16’ πηγαίναμε συνεχώς μέσα από λειμώνα, με χόρτα και θάμνους 1,50 m. Αμέσως έφερα στο μυαλό μου τον Ροβινσώνα  ή κάτι αμερικάνικες αποβάσεις στην Ιαπωνία.

Στις 19,00’ είχε κοπάσει λίγο το κύμα και ξανακινήσαμε, αφήνοντας με τις καλύτερες εντυπώσεις το «Πόρτο-Ανάληψη». Είχε τώρα λίγο κύμα. Δεν ζαλίστηκα καθόλου.  Τραγούδια, καλαμπούρια, κλπ  διαδεχόταν το ένα το άλλο, όμως όλοι είμασταν ακίνητοι, διότι θα χαλούσε η ευστάθεια του «πλοίου».

Στις 22,10’ φθάσαμε επιτέλους στην Μονή Βατοπεδίου. Το όνομα «Βατοπέδι» οφείλεται  στον εξής λόγο: Στην παραλία της Μονής είχε ναυαγήσει ένα πλοίο επί του οποίου επέβαινε ένας Βασιλιάς. Αυτός ορκίστηκε ότι θα κτίση μονή αν σωθεί υπό του Θεού, “όπερ εβάδισε επί των κυμάτων και εσώθι” .

Κάτσαμε στο σκάφος και δυο πήγαν να ειδοποιήσουν ότι φθάσαμε.  Όμως όλοι κοιμόταν.  Χτυπούσαν την πόρτα, φώναζαν, έκαναν σήματα με τον φακό,  όμως τίποτε. Τέλος στις 22,45’ άνοιξε μια πόρτα, και είπαν στους δύο που είχαμε στείλει να πάνε στην Αστυνομία για να εξετάσει αυτή αν πράγματι είμασταν… αυτοί που είμασταν!!! 

Στις 22,55’ ξύπνησε ο κυρ-Αστυφύλακας, ο οποίος με πιζάμες, σκουφάκι  και μια δυνατή λάμπα στο χέρι, μας εξέτασε, πήρε ταυτότητες και πάσα. Κατόπιν, σφύριξε κλέφτικα, χτύπησε συνθηματικά ένα καμπανάκι και…  μπήκε μέσα. Μετά περάσαμε και εμείς. Πήγαμε τότε στον ξενώνα.  Κάτσαμε και περιμέναμε έξω, ώσπου να μας ανοίξουν ως τις 23,30’.

Περάσαμε έναν πολυτελή τετράγωνο προθάλαμο, βγήκαμε έξω, περάσαμε έναν διάδρομο,  βγήκαμε πάλι έξω, και τέλος ανεβήκαμε δύο πατώματα και βρεθήκαμε σε μια μεγάλη αίθουσα, το Αρχονταλίκι. Εκεί μας ανέλαβε ο επί της υποδοχής μοναχός που φέρει τον τίτλο του Αρχοντάρη, ο οποίος μας οδήγησε σε μια τεράστια αίθουσα με βαριά έπιπλα, όπου κάτσαμε όλοι γύρω-γύρω, σε πολυθρόνες και καναπέδες. Ο επί της υποδοχής άρχισε κουβέντα για διάφορα ζητήματα. 

Ήταν ένας πολύ μορφωμένος μεσόκοπος μοναχός. Κατόπιν ένας νεαρός καλόγηρος  έφερε έναν μεγάλο δίσκο με ούζο τσίπουρο. Αφού το ήπιαμε, ήρθε ένας άλλος μας πήρε τα ποτηράκια. Ο πρώτος καλόγηρος μας έφερε  κουταλάκια, για να πάρουμε γλυκό, από ένα βάζο κυδώνι ρεντέ. Αφού φάγαμε ήπιαμε και το νερό που μας έφεραν. Κάτσαμε και κουβεντιάζαμε για λίγο  ωσότου να ετοιμαστεί το φαγητό. Τέλος, στις  00,10’ , κάτσαμε στην τραπεζαρία. Μια αίθουσα επιβλητική.

 Μας φέραν κρέας με μακαρόνια και σαλάτα με ελιές. Κατόπιν μας δώσαν και από ένα αυγό. Όλα με θαυμάσιο σύστημα με πιατέλες. Μετά πήγαμε και κοιμηθήκαμε ανά δύο. Η δική μου κρεβατοκάμαρα ήταν μια τεράστια  αίθουσα με 5 κάδρα, 1 ντουλάπα, 1 καθρέπτη, 2 καρέκλες και με θαυμάσια θέα προς το λιμάνι (από το 3ο πάτωμα). Το πρωί με ξύπνησαν στις 5,10’ οπότε μέχρι τις 6,30’ έγραφα τα παρών.

2η μέρα

Στις 07,00’ πήγαμε ομαδικώς στον Ναό της Μονής  (“Ευαγγελισμός”)  όπου είχε Λιτανεία. Η Λιτανεία έκανε – κάνοντας πολλές στάσεις -  τον γύρω της Μονής  που διήρκησε περίπου 1 ώρα. Μετά το τέλος της Λιτανείας επισκεφθήκαμε τον Ναό του Βατοπεδίου, όπου ο Ιερέας μας  παρουσίασε τα λείψανα, ήτοι τον δείκτη της δεξιάς χειρός του Ιωάννου του Βαπτιστού, την Κάρα του Γρηγορίου του Θεολόγου,  τμήμα της Ζώνης της Παναγίας, το μοναδικό κουτάκι με τις εικόνες από έξω και μέσα, διπλή εικόνα δώρο του Ιωάννου Κατακουζηνού, εικόνα του Αγίου Γεωργίου πάνω σε αχάτη, μεγάλο τεμάχιο του Τίμιου Σταυρού, το Τέμπλο ξύλινο σκαλιστό επίχρυσο. Τον Ναό τον έκτισε ο Θεοδόσιος το 467 μΧ, είναι Βυζαντινού Ρυθμού .Εντός αυτού κείνται πολλά ψηφιδωτά – τα μόνα του Αγίου Όρους – εντοιχισμένα . Οι πόρτες  περίφημα  Αραβουργήματα. Κατόπιν πήγαμε σ’ άλλο αρχονταρίκι όπου ήταν το Βιβλίο υπογραφής. Επιβλητικότατη αίθουσα. Μας κέρασαν λουκούμι,  ούζο, καφέ και 2 αυγά. 

Μετά πήγαμε στην Βιβλιοθήκη  της Μονής. Εντός τριών αιθουσών  είδαμε 14.000 τόμους , εξ’ ων 2.000 χειρόγραφα.  Στην πρώτη αίθουσα εντός τεραστίων ορθογωνίων  κάδρων υπήρχαν φιρμάνια  σουλτάνων . Άλλα που είδαμε  ήταν : Ένα δισκοπότηρο από Ίασπι  του 11ου  αιώνα, δώρο  του Μανουήλ Παλαιολόγου. Ένα ψαλτήρι  από τον 11ο αιώνα , δώρο του Κωνσταντίνου του Μονομάχου , Ευαγγέλιο  του 11ου  αιώνα  με εικόνες , καθώς και Παλαιά Διαθήκη  με 160 εικόνες. Ένα παλαιό  Ευαγγέλιο του 6ου και έτερο  του 8ου αιώνα  με κεφαλαία  γράμματα. Μια χειρόγραφη  Γεωγραφία του Στράβωνος (αντίγραφο)  του 9ου  αιώνα. Ένα Παλίμψηστο, τα γράμματα του οποίου  με ειδική  ουσία σβήνουν και φαίνονται  τα από κάτω, κατόπιν όμως αναφαίνονται  τα πρώτα.

Ακόμη μία χειρόγραφη λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου. Ένα χειρόγραφο  του 13ου αιώνα του Ιωάννου Κατακουζηνού, επί κατεργαζόμενου δέρματος.  Δύο βυζαντινά μουσικά βιβλία χειρόγραφα του 1669, των οποίων τα γράμματα έχουν διαβαστεί ενώ η μουσική όχι.   Πολλά αντίγραφα χειρόγραφα αρχαίων κειμένων κλασσικών με κόκκινη και μαύρη μελάτη ( 16ος  αιών ).  Τόμοι από την Βιβλιοθήκη της Μονής χειρόγραφοι μίνι.

Τα χαλιά της Μονής, που καλύπτουν όλους τους διαδρόμους και τις αίθουσες, είχαν ετοιμαστεί  για την αναβληθείσα άφιξη του Κωνσταντίνου το 1912, με  ΙΜΒ, Δικέφαλο και κορώνα. Στον κήπο της Μονής υπάρχουν Παγώνια. Το μεσημέρι φάγαμε στις 12,00’ μαζί με τους μοναχούς. Το φαγητό ήταν μαγειρίτσα, παστίτσιο, φρικασέ, αυγό. Αμήν!!

Φύγαμε στις 12,50’ και ύστερα από περιπετειώδη πορεία 15 χλμ (ανηφόρα – κατηφόρα – προπορευόμενοι) φθάσαμε στις Καρυές – την πρωτεύουσα του Αγ. Όρους - στις 17,00’.  ΚΑΡΥΑΙ.

Από την Διεύθυνση Χωροφυλακής Καρυών πήραμε Υπηρεσιακό Σημείωμα και εν συνεχεία από την Ιερά Επιστασία ατομικά Διαμονητήρια υπογεγραμμένα από τους εκπροσώπους των Μονών. Σύμφωνα με τον Δωρόθεο Μοναχό η ιστορία της θαυματουργής αυτής εικόνας είναι η εξής:

"Το Σάββατο 10 Ιουνίου του 982, ο Αρχάγγελος Γαβριήλ φιλοξενείτε ως μοναχός στο Παντοκρατορικό κελί Κοίμησης της Θεοτόκου. Στην ακολουθία του όρθου της Κυριακής ο υποτακτικός του κελλίου και ο Αρχάγγελος, αφού συνέψαλαν την όλη ακολουθία έφτασαν και στην Θ΄ ωδή, όπου σε κάθε μεγαλυνάριο της Θεοτόκου (βλ. Λουκ. α 46 - 55) επισυνάπτεται ο ειρμός του Κοσμά "Την τιμιωτέραν...". Πριν όμως από τον ειρμό ο Γαβριήλ προσαρμόζει το προοίμιο "Άξιον εστίν..." , ενώ ο υποτακτικός μένει εκστατικός από την αρχαγγελική φωνή με τα πρωτάκουστα για το Άγιο Όρος λόγια. Στη συνέχεια ο Γαβριήλ, κατά παράκληση του υποτακτικού, γράφει με το δάχτυλό του τον ύμνο επάνω σε λίθινη πλάκα και γίνεται άφαντος..."

 

Η ιερά εικόνα μπροστά στην οποία συντελέστηκε το θαύμα, μεταφέρθηκε από το κελί εκείνο στο Πρωτάτο, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα. Η καλυμμένη με χιτώνα αργυρόχρυσο εικόνα αυτή του "Άξιον εστί" της Βρεφοκρατούσης θεωρείται η κοινή εφέστια εικόνα του Αγίου Όρους και με αυτήν γίνεται η μεγάλη λιτανεία της Λαμπροδευτέρας.

Εκεί ψωνίσαμε και είδαμε την Πρωτεύουσα  καθώς και την Μητρόπολη του Αγίου Όρους, το Πρωτάτο που κτίσθηκε το 750. Είδαμε και προσκυνήσαμε την περίφημη  εικόνα  «Αξιον εστί». Η οποία «αδομένου του Αξιον εστί, εκινήτο προς τον άδοντα». Ήταν από χρυσό και ασήμι. Το τέμπλο κρητικής τέχνης  (14ου αιώνα).  Όλος ο ναός ήταν ζωγραφισμένος από τον Πανσέληνο (τα μόνα εναπομείναντα έργα του).  Είδαμε την Οθωνιάδα Σχολή και το Σεράι.

Φύγαμε στις  18,00’ και φθάσαμε στη Μονή Ξηροπόταμου  στις  19,30’ εν μέσω βροχής και ομίχλης. Αρχονταρίκι δεν είχε. Μόνο τραπεζαρία. Φάγαμε δικά μας και ελιές που μας δώσαν.  Κοιμηθήκαμε όλοι μαζί.

3η ημέρα.

Σηκωθήκαμε  στις 06,30’. Ο Ναός, οι «Άγιοι Τεσσαράκοντα» του 1892 ή 1761 είχε στον προθάλαμο ζωγραφική έντονα νέα με αναπαράσταση της Κολάσεως. Το τέμπλο ξύλινο επίχρυσο.  Ο ναός είχε μεγάλο κομμάτι Τίμιου Ξύλου. Λείψανα του Αγ. Ιωάννου Χρυσοστόμου και Προδρόμου, του Μεγάλου Βασιλείου, του Αποστόλου Ανδρέου. Οστά και σάρκες από τους Τεσσαράκοντα Μάρτυρες. Πέντζεχλι (Ίαμα) από οφίτη λίθο. Ευαγγέλιο χειρόγραφο 9ου αιώνα επί μεμβράνης. Η Βιβλιοθήκη  - που ήταν πάνω από την εκκλησία - είχε 3.944 τόμους και 341 χειρόγραφους Κώδικες, 20  περγαμηνές 10-11ου αιώνα. Πατερίτσα (1685) δώρο ενός βοεβόδα από την Μολδαβία σ’ ένα μοναχό, ονόματι Ιωακείμ, από σμάλτο, ήλεκτρο και χρυσό.  Θαυμάσαμε και δύο πίνακες, την «Θεία οικογένεια» του Ραφαήλ και τον «Πρόδρομο» (‘Ιδε ο αμνός του Θεού) του Leonardo da Vinci.  Φάγαμε ρεβίθια και ελιές.

Φύγαμε στις 12,00’ και φθάσαμε στις 12,45’ στην Μονή του Αγίου Παντελεήμωνος  (Ρωσικό). Στην διαδρομή-πεζοπορία προσέξαμε ότι ένας από τους μαθητές της παρέας παραπατούσε, καθυστερούσε στις ανηφοριές, ήταν ζαλισμένος, είχε αλλαγή στην συμπεριφορά  . . . . Κάναμε μια στάση για να λύσουμε το μυστήριο. Τι είχε συμβεί!   Την προηγούμενη ημέρα είχε δυνατό πονόδοντο με πρήξιμο. Ζήτησε από τους Μοναχούς κάποιο φάρμακο για τον πονόδοντο, διότι γιατρός υπήρχε μόνο στις Καρυές, και οι Μοναχοί του έδωσαν  αυτό που και οι ίδιοι χρησιμοποιούσαν: ένα μπουκάλι με δυνατό τσίπουρο για «μπουκώματα»!! Το δοκίμασε ο φίλος μας, είδε αποτέλεσμα, αλλά συγχρόνως του άρεσε.  Οπότε κάθε λίγο έπινε και μια γουλιά!!

Πήγαμε στο καμπαναριό. Η μεγάλη καμπάνα ζύγιζε 12.650 οκάδες (15 τόνους), έγινε εν Ρωσία το 1850. Έχει 65 «κοιμισμένους» - με λίγες εξαιρέσεις – Καλογήρους. Πολύ ενδιαφέρον είχε ο Μοναχός Αμβράκιος μορφωμένος και εξυπηρετικός.  Χειριζόταν  πολλές μικρές καμπάνες  με χέρια, πόδια, πλήκτρα . Είχε 3  δεύτερες. Η μεγάλη ήταν γεμάτη από γράμματα.  Το Ρολόι (1894) χτυπούσε ανά τέταρτο με πολλαπλούς ήχους .

Στην συνέχεια πήγαμε στις 2 μικρές πάνω εκκλησίες , στο 4ο πάτωμα, η δεξιά «Αγία Σκέπη» και η άλλη  των « τριών Ρώσσων ιεραρχών Βλαδίμηρου, Αλεξάνδρου και Όλγας». Όλα με επένδυση χρυσού ή αργύρου. Έγιναν το 1800 και εντεύθεν.  Όλες οι εικόνες ζωντανές, εκφραστικές, καθαρές, λεπτότατα σκαλίσματα, παντού ψεύτικα λουλούδια, όλα «καλυμμένα».

Στις 16,30’ εσπερινός.  Η μεγάλη  καμπάνα πρέπει να χτύπησε 33 φορές.  Φάγαμε διαβαζόμενοι από τον Μοναχό Αμβράκιο , σαλάτα, κρεμμύδι, ριζόσουπα σε κούπες και με ξύλινα κουτάλια, γοβιοί μπαγιάτικοι. Κοιμηθήκαμε στους παραλιακούς ξενώνες. Βρώμα αναρρωτήριου.

4η ημέρα

Φύγαμε στις 09,00’ και φθάσαμε στις 10,30’ στην Μονή Ξενοφώντος, την οποία ίδρυσε ο πρεσβύτερος Ξενοφών το 998. Ο ναός  του Αγ.Γεωργίου απλός, λίγες εικόνες στον προθάλαμο, υψηλός, αζωγράφιστος.  Η εικόνα με αίμα στο σαγόνι του Αγ. Γεωργίου με πλείστες αφιερώσεις (1872 καραβάκι, 1897 μικρό πετράδι) .  Η μονή κατέχει ως μέγα θησαύρισμα  την θαυματουργή εικόνα της Θεοτόκου της Οδηγήτριας,  απλή ωραία καλυμμένη εικόνα.  Το μόνο μαρμάρινο τέμπλο, επιβλητικό.  Άξια ενδιαφέροντος ήταν το παλαιό καθολικό  με τις τοιχογραφίες  της κρητικής σχολής ( 1544 ), το παρεκκλήσι του Αγίου Δημητρίου, καθώς και την τράπεζα που υπάρχουν τοιχογραφίες του 1475.

Ύστερα από 8 ακριβώς χρόνια. Πάσχα 1966...

Υπηρετούσα την θητεία μου σε μονάδα της Θεσσαλονίκης, όταν οι φίλοι μου με ενημέρωσαν ότι οργάνωναν ένα νέο προσκύνημα στο Άγιο Όρος, με ημερομηνία αναχώρησης την Πέμπτη  της Διακαινησίμου, 14 Απριλίου 1966.  Αιφνιδιάστηκα, θέλησα να ακολουθήσω, ζήτησα 4ήμερη άδεια, αλλά δεν μου την  έδωσαν...

Όμως το μεσημέρι της Πέμπτης  – 14 Απριλίου – ο Διοικητής με κάλεσε και μου ανακοίνωσε  ότι ρύθμισε ορισμένες υπηρεσιακές υποχρεώσεις, και  …. μου δίνει την 4ήμερη άδεια!!

Γνωρίζοντας  το γενικό πρόγραμμα της παρέας μου, αποφάσισα να ξεκινήσω την επομένη, και να επιδιώξω να τους προφτάσω…

Έτσι την Παρασκευή 15 Απριλίου ξεκίνησα  υπό βροχή στις 07,40 το πρωί για Ιερισσό, με στολή εργασίας (αδιάβροχη), αρβύλες και σακίδιο με ξηρά τροφή.

Το επόμενο 3ήμερο ήταν ανεπανάληπτο, συγκλονιστικό. Στην προσπάθειά μου να τους προφτάσω δεν ακολουθούσα δασικούς δρόμους ή μονοπάτια, αλλά «έκοβα» δρόμο με βάσει τις οδηγίες που μου έδιναν οι μοναχοί και οι ξυλοκόποι που συναντούσα.  Περπατούσα στην ραχοκοκαλιά της χερσονήσου και όταν έβλεπα ένα μοναστήρι ή ένα κελί,  κατέβαινα  - «κατρακυλούσα»  - και ρωτούσα αν πέρασαν οι φίλοι μου!!

Συνολικά περπάτησα σε βουνά και σε ρουμάνια 41 χλμ, με συνεχή βροχή!!  Χαρτογραφούσα την διαδρομή που έκανα, με σημάδια πηγές, μεγάλα δέντρα, ξέφωτα, διασταυρώσεις, εικονοστάσια, ούτως ώστε αν χαθώ, να επιστρέψω και να ξέρω που βρίσκομε. Την Τρίτη ημέρα αποφάσισα να επιστρέψω, διότι δεν άντεχα...

Έκανα την διαδρομή (με ΠΡΑΣΙΝΟ χρώμα)  Δάφνη – Καρυαί -Μονή Κουτλουμουσίου – Ιερά Μονή Σίμωνος Πέτρας – Ιερά Μονή Οσίου Γρηγορίου – Ιερά Μονή Αγίου Διονυσίου – με καΐκι  στη Δάφνη - Ιερά Μονή  Παντελεήμωνος – με καΐκι στην Ουρανούπολη.                                                                                         

Τελικά δεν τους συνάντησα, διότι τους είχα... προσπεράσει!!