ΓΥΑΛΙΑ: Ο Θεός αλλάζει κάθε μέρα τα νερά...

 

(Το ταξιδιωτικό κείμενο που ακολουθεί γράφτηκε από τον σκηνοθέτη Παντελή Βούλγαρη και δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 24 Ιουλίου 1996. Δηλαδή πριν 25 χρόνια. Το βρήκε ο φιλέρευνος συνεργάτης Ι.Π. Άλκης και το μετέγραψε σε ηλεκτρονική μορφή. Το δημοσιεύουμε ως αναφορά στην Άνδρο και σε ανθρώπους μιας εποχής που ζούσαν εδώ κάποτε και σε ανθρώπους που ήρθαν κι έζησαν εδώ τότε. Κάποιοι από αυτούς έφυγαν, κάποιοι άλλοι πέθαναν. Η ζωή συνεχίζει στο νησί. Όμως αξίζει τον κόπο να θυμόμαστε ανθρώπους και εποχές. Είναι όλα καμμάτια ενός παζλ που απάρτισαν κάποτε την Άνδρο. Όπως μέρος του παζλ είναι και η εμπειρία κάποιου που ήρθε ως επισκέπτης κι έμεινε αποκτώντας ρίζα στην Άνδρο. Εν προκειμένω το σημερινό οδοιπορικό αφορά τον Παντελή Βούλγαρη. Ας δούμε τον τρόπο που είδε και βιώσε αυτός το νησί και πως το περιέγραψε τότε... ΕΝ ΑΝΔΡΩ.)

Γράφει ο Παντελής Βούλγαρης

ΘΑ ΠΡΕΠΕΙ να φαντασθεί κανείς το  ταξίδι μακριά από τους επικίνδυνους μήνες.     

      Επικίνδυνοι μήνες – Ιούλιος, Αύγουστος.   

      Είναι καλύτερα να τους περνάς  σπίτι σου με κλειστές γρίλιες, βιβλία και μαυρόασπρες ταινίες στο βίντεο.   

      Μην ξεχνάς ότι Ιούλιο, Αύγουστο θα πρέπει να στριμωχθείς – αν είσαι τυχερός μπορεί  να καθίσεις – σε κάποια γωνιά κάποιου πλοίου. Ακόμα και με μαύρα γυαλιά δεν μπορείς ν’ αποφύγεις την ασχήμια που νομιμοποιεί το θέρος.

       Κοντές τριχωτές γάμπες -  κοιλιές, που τεντώνουν τη φάτσα του Μάικλ Τζόρνταν σε τι-σερτ. Ταξιδιώτες από την επαρχία  για προσκύνημα στη Μεγαλόχαρη της Τήνου. Υστερικές μαμάδες απλωμένες  σε πέντε πλαστικές πολυθρόνες  εκάστη.  Καταναλωτές  που σαρώνουν τις πάστες από τα ψυγεία του πλοίου. Δήθεν θαρραλέοι που φιλιούνται άνοστα με τις ώρες.

      Με την αγωνία ότι εγκαίρως  θα κατέβουν  οι οδηγοί στο αμπάρι βγαίνεις απ’ το σκοτάδι στο δυνατό φως της Άνδρου.

      Γαύριο. Τίποτε το ιδιαίτερο.

      Εκτός από τις υπέροχες τυρόπιτες, άκρη αριστερά στο λιμάνι.

      Μην ξεχάσω στην επιστροφή να αγοράσω γόπες από τις τράτες.

      Άγιος Πέτρος. Υπέροχη αμμουδιά.

      Ψηλά στο χωριό Ρικάκη-Καστανιώτης - Νίκος Θέμελης, που διακοπές έτσι όπως έχει μπλέξει με τη φροντίδα του Σημίτη.

      Δαρδανός ο πιο παλιός, φιλοξενεί συχνά τον αειθαλή Φλωράκη.

      Κολτσιδοπούλου – Ντουφεξής αν δεν τρέχουν σε κάποια παράσταση.

      Μπατσί. Γέμισε ενοικιαζόμενα. Αλλοδαποί που προσπαθούν  να χάσουν  κιλά, κάνοντας χιλιόμετρα με ποδήλατο.

      Παλαιόπολη. Οπωσδήποτε στάση στο σκιερό καφενεδάκι. Υφίσταται σοβαρός λόγος.

      Μικρό φεστιβάλ  με γλυκά του κουταλιού  χειροποίητα. Σταφύλι – καρυδάκι – βύσσινο – τελευταία γεύση βερίκοκο.

      Πολύ κοντά η υπέροχη αυλή του Κώστα Ρεσβάνη και της Μαρλένας  Πολιτοπούλου.

      Στην επιστροφή για Αθήνα, οπωσδήποτε αγορά ανδριώτικων κρεμμυδιών.

      Πατάω γκάζι στην ανηφόρα. Δεξιά στο υπέροχο μπλέ του Αιγαίου, το πλοίο της γραμμής με πρόφτασε. Συνεχίζει για Τήνο.

      Μολυβί γκρι βράχοι αριστερά. Μάντρες με πλάκες, μάθημα αισθητικής. Λαϊκοί καλλιτέχνες τα’ φτιαξαν με τα χέρια τους, προσπαθώντας  να συγκρατήσουν το χώμα ή για να μαντρώσουν τα κατσίκια τους.

      Στη ‘’Σταυροπέδα’’ στροφή αριστερά.  Στο βάθος η Χώρα. Γραμμή για το χωριό μου. Το τοπίο αλλάζει. Η πράσινη Άνδρος.

      Αριστερά Μεσαθούρι. Στραμπουριές εδώ, η ταβέρνα του Περτέση με τη βεράντα, που αγναντεύει  κανείς σούρουπο  τη Χώρα της Άνδρου να φωτίζεται σιγά-σιγά. Εδώ το σπίτι της Ειρήνης Λεβίδι και του Λευτέρη Βογιατζή. Φτάνεις στη βεράντα τους , ανεβαίνοντας 420 σκαλιά.

      Δεξιά σ’ όλη τη διαδρομή το βουνό της Άνδρου. Κυρίαρχο κτίσμα η μονή της Παναχράντου, χιλίων ετών επί Νικηφόρου Φωκά.

      Οικοδεσπότης ο μοναχός Ευδόκιμος.

      Θαυμάσιος αφηγητής απ’ αυτούς που ονόμαζε ο Τσαρούχης ‘’Στάρ της Ζωής’’.

      Στα κέφια του, για φίλους σερβίρει  μακαρονάδα με μυστική συνταγή σάλτσας.

      Στα πρώρα σπίτια της Χώρας δεξιά το σπίτι του Βαγγέλη Λουκίσα. Να θυμηθώ να  ρωτήσω αν ξεχρέωσε την αγορά της μηχανής προβολής για χειμωνιάτικες προβολές.

      Τους χειμωνιάτικους μήνες , που κυκλοφορούν  γάτες στους έρημους άσπρους δρόμους.

      Να προσπεράσω το φορτηγό που ανεβαίνει να φορτώσει νερό της Σάριζας, να δω καθαρό το τοπίο του χωριού μου.

      Στενιές.

      Τετρακόσια πέτρινα ανέγγιχτα κάτασπρα σπίτια. Βαθύ πράσινο  από οπωροφόρα και ψηλά κυπαρίσσια. Φυσικός φράχτης κυπαρισσιών  που συγκρατούν  τον αέρα.

      Κατηφορίζοντας τον στενό δρόμο πάνω στη θάλασσα το ταβερνάκι της Φραγκούλας. Ίσως οι ωραιότερες μελιτζάνες με τυρί που δοκίμασα ποτέ. Μόνη παραφωνία η καινούργια τέντα της με το διαφημιστικό της ΔΕΛΤΑ.

      Έχεις την εντύπωση ότι ο Θεός αλλάζει κάθε μέρα τα νερά αυτής της μικρής παραλίας. ‘’Γυάλια’’ και με τα πόδια ή κολυμπώντας τα "πίσω Γυάλια’’. Εδώ ξεθάρρεψαν με το νερό τα παιδιά μου και ‘γώ ο ίδιος.

      Αδενοπαθής της Κατοχής μεγάλωσα μακριά από τη θάλασσα, κάτω από τα πεύκα της Πεντέλης. Έμαθα να επιπλέω  στα 36 μου στη Γιάρο και μάλιστα ήθελα να δραπετεύσω  … κολυμπώντας.

      Ανεβαίνω προς τον Σταθμό για παρκάρισμα. Από τα ‘’ενοικιαζόμενα’’ καλωσορίσματα από τους ντόπιους.

      Στο καφενεδάκι του Παναγιώτη και της Άννας. Τρατάρισμα η δροσερή  ντόπια λεμονάδα του Ζανάκι. Φίρμα ‘’Ζαν’’. Τα τελευταία νέα του χωριού.

      Φορτωμένες λεμονιές στα κατηφορικά περιβόλια. Δεξιά το μικρό  ρυάκι απ’ την πηγή για πότισμα. Κάποιος παλιός κώδικάς έχει ρυθμίσει τη χρήση του νερού σε μέρες και ώρες.

      Πριν από χρόνια νύχτα ένας περίεργος θόρυβος-φύσημα φιδιού, πανικόβαλε την Ιωάννα και μένα. Ήχος απειλητικός, που μας κυνηγούσε. Όταν σταματήσαμε από το τρέξιμο, είδαμε στο φως του φεγγαριού τη μεταλλική όψη μιας σακούλας από πατατάκια που κατηφόριζε με το νερό !

      Αριστερά στην πρώτη καμάρα το πατρικό σπίτι του Γιάννη Παλιόκρασά, σκεπασμένο από μοβ μπουκαμβίλια. Σημάδι ότι παραθερίζει, οι άσπρες πάνινες  πολυθρόνες στο βεραντάκι.

     Στην πεντάβρυσο στάση. Το μικρό παντοπωλείο της κυρίας Αθηνάς. Πέντε βρύσες με νερό της πηγής πόσιμο. Στις μαρμάρινες σκάφες συχνά γυναίκες πλένουν ρούχα. Μόνο ξεχνούν να βάλουν τα δοχεία  της χλωρίνης στους κάδους απορριμμάτων. Εύκολη λύση το υπέροχο ρέμα …

      Λίγα μέτρα πιο πάνω, στην πλατεία του χωριού ηλικιωμένοι καπετάνιοι διηγούνται ταξίδια με μποφόρ  σε άλλες θάλασσες μακρινές.

      Το σχολείο κλειστό πια, αφού το χωριό ερημώνει το χειμώνα. Ζωντανεύει η αυλή κάτω από την μπασκέτα, από τα εγγόνια  των ναυτικών, μόνο το καλοκαίρι.

      Κλειστό και το καφενεδάκι  της γιαγιάς  Ευτυχούλας, πέθανε πέρυσι.

      Πίσω από της κλειστές πόρτες του καφενείου το δάπεδο σκουπισμένο. Σειρά τα ξύλινα  τραπέζια, ο μακρύς καναπές. Στα ράφια  μπουκάλια παλιά από ηδύποτα. Στην αυλή μου ξεκουφισμένα ρόδια. Δρόσιζαν τα ποντίκια.

     Στρώμα κίτρινα σαν χάρτινα τα γιασεμιά. Στη βεράντα βαθιά ανάσα.

     Μακριά ο κινηματογράφος και τα προβλήματά του. Μπροστά το ευλογημένο τοπίο, έτσι όπως το διατήρησαν οι απλοί άνθρωποι.

      Στην κάτω αυλή, ο κυρ-Μιχάλης  φροντίζει τις φασολιές του σαν να στολίζει νύφη.

      Στο αντικρυνό μπαλκόνι, η Χρυσούλα καθισμένη παρακολουθεί την κίνηση  μακριά με τα κιάλια, συνήθεια  του καπετάνιου άντρα της.

      Ξεχασμένες μυρωδιές, ήχοι  πουλιών, οι γερακίνες  κάτι έχουν επισημάνει πάνω από το ερειπωμένο μακαρονάδικο, θαύμα αρχιτεκτονικής.

      Μικρή Ελλάδα των ανθρώπων, των ιστοριών, των ήχων και των γεύσεων.

      Έζησα μία ταινία πριν από τρία χρόνια.

      Νύχτα χειμωνιάτικη στο τελευταίο χωριό, στους Κατακαλέους, χαμένο στα σύννεφα.

      Με τους φίλους Πομώνηδες και Δημητρίου και άλλους λάτρεις του τραγουδιού χτυπήσαμε ακάλεστοι στης Ερατώς και Αντώνη  Πολέμη.  Φύγαμε χαράματα μεθυσμένοι από κρασί, τραγούδι και το θεατρικό ρεπερτόριο του Αντώνη Πολέμη.

      Πως μπορείς  να ζεις σε μια πόλη σαν την Αθήνα και η ψυχή σου να είναι αλλού;

      Κάθε φορά που κλείνω τα παντζούρια και κλειδώνω την εξώπορτα  για την επιστροφή έχω έναν κόμπο στον λαιμό.

      Παρ’ όλο που ζω μόνο πέντε καλοκαίρια  στις Στενιές, νιώθω ότι γεννήθηκα εδώ.

      Εξάλλου, οι γείτονες  έχουν γίνει λίγο συγγενείς, θερμοί συγγενείς.

      Ακόμα και τώρα, που πιο συχνά οι ξένοι επισκέπτες επισκέπτονται  την Άνδρο, ιδιαίτερα τα μουσεία της, οι άνθρωποι εξακολουθούν  να κρατούν τους δικούς τους  ρυθμούς ζωής.

      Τα υπέροχα γλυκά του Γαλανού και του Λυγίζου βγαίνουν σε συγκεκριμένες ώρες και ποσότητες.

     Το μεσημέρι είναι ιερή ώρα για τους Ανδριώτες.   Η αγορά ζωντανεύει αργά το απόγευμα.  Πολλοί , μάλιστα, Ανδριώτες εξαφανίζονται το καλοκαίρι και εμφανίζονται αρχές Σεπτεμβρίου.

      Αυτές τις  σοβαρές  αρχές  ζωής σέβομαι και εκτιμώ. Μέσα μου μια βαθιά επιθυμία  να επιστρέψω σ’ αυτές τις αρχές, έτσι όπως τις βίωσα στα παιδικά μου χρόνια.

 

  

  

                

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet
This comment was minimized by the moderator on the site

Στο υπέροχο κείμενο που αναρτήσατε στο Εν Άνδρω,στις 23 Μαίου 2021 με τίτλο
"1878 Η εις Άνδρον περιήγησίς μου" του Εμμανουήλ Γενεράλη,στη Δευτέρα περιήγηση,αναφέρει την επίσκεψή του στις Στενιές και στα Αποίκια, διαβάζουμε λοιπόν:
Μετά Μεσημβρίαν ανεχωρήσαμεν δια Μεσσαριάν,όπου εφτάσαμεν περι τας 8 αφού πρώτον διήλθομεν δια της αλευρομηχανής του Κ.Εμπειρίκου, και δια των Αιγιαλίων ( όρμου μικρου ) όπου εκολυμβήσαμεν. Ενταύθα σταθμέυουσι πάντοτε πλοία.
Είναι προφανές απο αυτή την πολύ σημαντική γραπτή ιστορική πηγή ότι η ονομασία "Γιάλια" προέρχεται απο το Αιγιαλός. Μάλιστα για πρώτη φορά μαθαίνουμε ότι, επειδή οι παραλίες είναι δύο: μπρός Γιάλια και πίσω Γιάλια λέγονταν στα παλιά τα χρόνια "Αιγιάλια",γι'αυτό ο Γενεράλης γράφει "των Αιγιαλίων" (γενική).
Επίσης μια πολύ σημαντική πληροφορία που λαμβάνουμε είναι ότι στον όρμο των Γιαλιών σταθμέυανε πλοία,αυτό γιατί ο κάβος του Περιστεριώνα (Γιαλιών) κόβει τον καιρό (βοριάς) πιό καλά απο οποιοδήποτε σημείο στη Χώρα.
Ειδικά στα πίσω Γιάλια είναι απάνεμα.Ίσως τα πλόια το 1878 να αγκυροβολούσαν στον όρμο των Γιαλιών όταν ο καιρός δεν ήταν καλός προτού πάνε στη Χώρα για να φορτώσουν ή να ξεφορτώσουν εμπορεύματα. Επίσης θα πρέπει απο εκεί να φορτώνανε και την παραγωγή των καρπών του κάμπου των Γιαλιών.

This comment was minimized by the moderator on the site

Γυάλια ή Γιάλια; Ποιά η ρίζα της λέξης; Άραγε από το αιγιαλός ή το γυαλί;