ΤΑΤΟΪ: Ένα "ανάκτορο" που δεν θυμίζει... ανάκτορο! Μια ιστορία καταστροφών, ανοικοδόμήσεων και... πανωσηκωμάτων!.

Απροσδιορίστου αρχιτεκτονικού στιλ το "παλάτι" του Τατοΐου. Βίλα "ελληνοελβετικού ρυθμού" την είπε ο Τσίλερ μην μπορώντας να την προσδιορίσει κι ο ίδιος μετά από τις μετατροπές που έκανε στο οικοδόμημα για οικονομία ο Γεωργιος ο Α'.

ΠΡΩΤΕΣ ΕΝΤΥΠΩΣΕΙΣ

Το Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2023 βρεθήκαμε - με φίλο που διαμένει κοντά στο Τατόϊ και συνηθίζει να περπατά τακτικά στην περιοχή – στο πρώην βασιλικό κτήμα Τατοΐου και ειδικότερα στο κεντρικό τμήμα του που έχει έκταση 1.600 στρεμμάτων και περιλαμβάνει τα κτίρια της κατοικίας της βασιλικής οικογένειας Γλύξμπουργκ, που βασίλεψε στην Ελλάδα από το 1864 μέχρι το 1973. Το κίνητρο της «εκδρομής» ήταν το ενδιαφέρον που προκλήθηκε από τον εστιασμό των ΜΜΕ στην κηδεία και στην ταφή του στο βασιλικό νεκροταφείο του κτήματος του τέως βασιλιά Κωνσταντίνου στις 16 Ιανουαρίου 2023.

Ούτε ένα μπαλκόνι ή κάποιο αέτωμα δεν ταιριάζει με το άλλο. Και ο τρίτος όροφος που εικονίζεται εδώ είναι προσθήκη επί  Κωνσταντίνου του Β΄. Το μπαλκόνι αριστερά δεν υπήρχε στο αρχικό κτίσμα! Ο "εξελληνισμός" του "παλατιού" ξεκινά λοιπόν πολύ νωρίς επό Κωνσταντίνου του Α' με νεοελληνικές προσθήκες και... πανωσήκωμα!...

Η μέρα ήταν ηλιόλουστη. Αλκυονίδες γαρ. Το τοπίο από την πρώτη στιγμή εντυπωσιακό. Το κτήμα στις πρόποδες της Πάρνηθας ήταν πανέμορφο. Όμως, η απογοήτευση καθώς πλησιάσαμε το κτίριο των κάποτε βασιλικών ανακτόρων διπλή και μεγάλη. Η πρώτη μεγάλη απογοήτευση αναφέρεται στη γνωστή εγκατάλειψη του χώρου και του κτιρίων του. Επί 45 ολόκληρα χρόνια ο χώρος και τα κτίρια έχουν πλήρως εγκαταλειφθεί να ρημάζουν. Το ίδιο και το κάποτε βασιλικό παλάτι. 

Βασιλική Έπαυλις - Τατόϊ. Καρτ ποστάλ που εκδόθηκε από την εταιρεία Ασπιώτη το 1915 περίπου. Το "παλάτι" όπως ήταν πριν την μεγάλη πυρκαγιά του 1916 που κατέστρεψε το κτήμα για πρώτη φορά. 

Η δεύτερη απογοήτευση μεγαλύτερη. Το κτίριο, από όποια μεριά κι αν το δει κανείς μόνο παλάτι δεν θυμίζει. Κάτι σαν μια μεγάλη βίλα με απροσδιόριστο αρχιτεκτονικό σχέδιο. Κι όμως αρχιτέκτων του κτιρίου είναι ο γνωστός διάσημος Ερνέστος Τσίλερ. Ατυχώς όπως αναφέρει στις αναμνήσεις του ο Τσίλερ πως έκτισε για τον βασιλέα Γεώργιο στο Τατόι μια βίλλα «Ελληνοελβετικού» ρυθμού. Χωρίς να εξηγήσει – όπως σημειώνουν οι ιστορικές αναφορές -  τι ακριβώς σημαίνει αυτό το «Ελληνοελβετικού ρυθμού».

Λεπτομέρεια από την παραπάνω κάρτ-ποστάλ.

Μάλλον η απροσδιόριστη ονομασία του διάσημου αρχιτέκτονα έχει να κάνει με το γεγονός πως τα μεγαλεπήβολα σχέδια του Τσίλλερ για τα κτίρια δεν υλοποιήθηκαν ποτέ. Κατά διαταγή του Γεώργιου Α’ οικοδομήθηκαν μόνο τα «απαραίτητα» και δόθηκε έμφαση στην ανάπτυξη του φυσικού περιβάλλοντος. Έτσι φτάσαμε στη δήλωση του μεγάλου αρχιτέκτονα για μια «προσωρινή» κατοικία, "ελληνοελβετικού ρυθμού"!!!

Για να καταλάβετε, σύμφωνα με τους ιστορικούς, το αρχικό κτίριο επρόκειτο για ένα διώροφο σπίτι πάνω σε ένα αρκετά υψηλό βάθρο, με έξη ανοίγματα στη μακρά του πλευρά και τρία στη στενή, αέτωμα κοσμημένο με ζωγραφικές παραστάσεις, καθώς και ανθέμια και ακροκέραμα στη δίρριχτη στέγη του. Στα ανατολικά της κεντρικής σκάλας που οδηγούσε στον εξώστη της κυρίας εισόδου, τοποθετήθηκε το μαρμάρινο άγαλμα του «Ψαρά» του γλύπτη Δημητρίου Φιλιππότη.

Ειδυλλιακή άποψη των Ανακτόρων περί τα τέλη του 19ου αιώνα. Περιοδικό Εστία του 1893. Το "παλάτι" όπως ήταν επί Γεωργίου του Α΄.

Τα εγκαίνια της επαύλεως πραγματοποιήθηκαν την Κυριακή 7 Απριλίου 1874. Παρόλο που το οίκημα προοριζόταν για «ξενώνας», χρησιμοποιήθηκε από τον Γεώργιο Α’ ως θερινή κατοικία του μέχρι το 1889, έτος που κατοικήθηκε το κυρίως «παλάτι». Στη παλιά έπαυλη εγκαταστάθηκε τότε ο διάδοχος Κωνσταντίνος, ο οποίος την ίδια χρονιά παντρεύτηκε την πριγκίπισσα Σοφία της Πρωσίας.

Στο διάστημα αυτό, το κτήριο αναμορφώθηκε με την προσθήκη ενός χαμηλού τρίτου ορόφου (πανωσήκωμα επί το ελληνικότερο), χάνοντας μέρος του νεοκλασικού εξωτερικού του διακόσμου, καθώς και τις αρμονικές αρχικές αναλογίες του. Λόγω του μικρού του μεγέθους, οι τελετές και τα επίσημα γεύματα εκτυλίσσονταν στην ευρύχωρη αυλή μπροστά του. 

Κατά τη διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνα, ανεγέρθηκαν οι πέτρινοι στρατώνες, ενώ κατά την περίοδο μεταξύ 1913-14, επί βασιλείας Κωνσταντίνου Α΄, ανεγέρθηκε το κτίριο του προσωπικού. Άξιο προσοχής και συνάδει με τις παραπάνω δικές μας παρατηρήσεις είναι είναι το γεγονός πως παράλληλα με τον εξελληνισμό της ελληνικής βασιλικής δυναστείας, το Τατόι κτιριακά "εξελληνίστηκε" κι αυτό και απώλεσε την αρχική αισθητική του ομοιογένεια και τον βόρειο χαρακτήρα του.

ΤΟ ΒΑΣΙΛΙΚΟ ΚΟΙΜΗΤΗΡΙΟ

 

Το βασιλικό κοιμητήριο. Γενική άποψη. Μπροστά ο τάφος του Γεωργίου του Α΄. Η "εκκλησία" είναι οι τάφοι του Κωνσταντίνου του Α', της συζύγου του Σοφίας και του γιού του Αλέξανδρου, που βασίλεψε ελάχιστα. Αριστερά, απόμακρος διακρίνεται ο τάφος του πρίγκηπα Ανδρέα, που ηγήθηκε στο Μικρασιατικό μέτωπο κι επιχείρησε την τρελή πορεία της καταστροφής προς Άγκυρα.  

Ο τάφος του πρίγκηπα Ανδρέα. Καταδικάστηκε σε θάνατο για την Μικρασιατική καταστροφή. Έφυγε από την Ελλάδα με βρετανικό πλοίο. Γιός του υπήρξε ο Φίλιππος του Εδιμβούργου, σύζυγος της βασίλισσας Ελισάβετ της Αγγλίας, που πέθανε πρόσφατα.  

Στις 6 Αυγούστου 1899, με πρωτοβουλία της Βασίλισσας Όλγας, θεμελιώθηκε, σε σχέδια του αρχιτέκτονα Αναστασίου Μεταξά, ο ναός της Αναστάσεως του Κυρίου στον λόφο που φέρει την ονομασία "Παληόκαστρο" και που είχε ενταφιαστεί η πριγκίπισσα Όλγα. Από τότε όλα τα μέλη της βασιλικής οικογένειας ενταφιάζονται σε εκείνο τον χώρο σε λιτούς μαρμάρινους τάφος. Εξαίρεση αποτελεί το νεκρικό παρεκκλήσι του Κωνσταντίνου και της Σοφίας, το οποίο σχεδιάστηκε από τον Εμμανουήλ Λαζαρίδη. 

Ο τάφος των Κωνσταντίνου Α', της συζύγου του Σοφίας της Πρωσίας και του γιού τους Αλέξανδρου.

Οι τάφοι του Παύλου του Α' και της συζύγου του Φρειδερίκης του Ανοβέρου. Γιός τους ο Κωνσταντίνος ο Β' που πέθανε πρόσφατα.

Στο βασιλικό κοιμητήριο έχουν ενταφιασθεί:

ΤΟ "ΠΑΛΑΤΙ", ΤΟ ΚΤΗΜΑ ΚΑΙ Η ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΟΥ

Η μαρμάρινη επιβλητική σκάλα που κατέβαινε στον χώρο της πισίνας.

Η συγκεκριμένη περιοχή είναι ιστορικά ένα στρατηγικό σημείο. Σε αυτό το σημείο οι Σπαρτιάτες οχυρώθηκαν για να αποκλείσουν την Αθήνα στον Πελοποννησιακό πόλεμο. Το όνομα Τατόι δεν είναι ελληνικό. Ανήκει στον αρβανιτοβλάχο φύλαρχο Τατόη, ο οποίος είχε εγκατασταθεί στην περιοχή με την εκτεταμένη του οικογένεια και τα κοπάδια του. Ο Τατόης έδωσε το όνομά του όχι μόνο στη φάρα του, αλλά και στην περιοχή, που επί τουρκοκρατίας αποτέλεσε ένα τεράστιο τιμάριο, κοινώς τσιφλίκι. 

Η αγορά από την βασιλική οικογένεια του Τατόϊου οφείλεται στον σπουδαίο Ερνστ Τσίλλερ. Ο Τσίλλερ – όπως γράφουν οι ιστορικοί του κτήματος - έκανε συχνές εκδρομές στην περιοχή κι όταν στις αρχές της δεκαετίας του 1870 ο βασιλιάς Γεώργιος Α’ αναζητούσε ένα μέρος για να χτίσει το θερινό του ανάκτορο. Ο Τσίλερ τον έπεισε να αγοράσει το Τατόι από τον Σούτσο. Το κύριο αβαντάζ κατά τον Τσίλλερ ήταν ότι πρόκειται για μια περιοχή που βρίσκεται πολύ κοντά στην Αθήνα, αλλά όταν βρίσκεσαι εκεί έχεις την αίσθηση ότι βρίσκεσαι πολύ μακριά. 

Το συμβόλαιο πράγματι υπογράφηκε το 1872, με (υψηλότατο για την εποχή) αντίτιμο 300.000 δραχμές. Μάλιστα υπήρξε ειδική ρύθμιση να καταβάλλει η βασιλική οικογένεια το ποσό σε 4 δόσεις (!) σε διάστημα ενός χρόνου. Οι βασιλιάδες έγιναν κύριοι μιας περιοχής περίπου 16.000 στρεμμάτων, την οποία φρόντισαν να επεκτείνουν με όλους τους τρόπους: Το 1877 με απόφαση της Βουλής παραχωρήθηκε το γειτονικό Μπάφι (γνωστό σήμερα για το ορειβατικό καταφύγιο), άλλα κτήματα αγοράστηκαν κι άλλα προστέθηκαν με δωρεές. Το 1891 το κτήμα απέκτησε τα σημερινά του όρια, στα 47.427 στρέμματα. 

Γενική άποψη του κεντρικού πυρήνα του κτήματος Τατοΐου από το ύψος του κοιμητήριου. Διακρίνονται τα βοηθητικά κτίρια και στο βάθος το "ανάκτορο"...

Για τις επόμενες δεκαετίες το κτήμα ακολούθησε την ιστορία της βασιλικής οικογένειας, αλλά πέρασε και τις δικές του δοκιμασίες. Η κυριότερη από τις οποίες ήταν η φωτιά της 30ης Ιουνίου 1916. Ο Κωνσταντίνος ο Α΄ εξακολούθησε να το κατοικεί έως την μεγάλη πυρκαγιά της 30ης Ιουνίου 1916, που σηματοδοτεί το τέλος της "χρυσής εποχής" του, καθώς κάηκαν τα 3/4 του κτήματος και το μεγαλύτερο μέρος του δάσους. Μαζί κάηκαν εκατοντάδες ελάφια που είχε εισαγάγει ο Γεώργιος ο Α΄από την Ουγγαρία, οι ανακτορικοί στάβλοι, ο ναός του Προφήτη Ηλία, το μουσείο, καθώς και το παλιό ανάκτορο.

Για το μικρό διάστημα που η Ελλάδα άλλαξε το πολίτευμά της σε αβασίλευτη δημοκρατία (1924-1935) το κτήμα όχι μόνο δεν αφέθηκε στην τύχη του, όπως θα ήταν αναμενόμενο λόγω συμβολισμού, αλλά αξιοποιήθηκε. Τότε ανέλαβε διευθυντής του ο βενιζελικός δασολόγος Βασίλειος Δρούβας. Χάρη στις δικές του προσπάθειες έγιναν εκτεταμένες δεντροφυτεύσεις, δημιουργήθηκαν αντιπυρικές ζώνες και υπήρξε μεγάλη προσπάθεια οικονομικής εκμετάλλευσης της έκτασης, η οποία απέφερε καρπούς: Για πρώτη φορά στα χρονικά το 1930 η συντήρηση του κτήματος παρουσιάζει κέρδη και όχι ζημιές. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Δρούβας, αν και σφόδρα αντιβασιλικός, έμεινε στο πόστο του και μετά την επάνοδο του Γεώργιου Β’ στο θρόνο.

Με την επάνοδό του ο Γεώργιος Β’ αποφάσισε μια εκτεταμένη ανοικοδόμηση στο κτήμα, κυρίως σε βοηθητικούς χώρους, αυτούς που βλέπουμε και σήμερα. Αποφάσισε, όμως, και «για λόγους ασφαλείας» να απαγορευτεί η διέλευση του κοινού μέσα από το κτήμα, το οποίο ουσιαστικά αποκόπηκε από τους γύρω οικισμούς και το χωριό. Τη διετία 1937-39 έγιναν μεγάλες αλλαγές και στο ίδιο το ανάκτορο, το οποίο απέκτησε τη μορφή που σώζεται μέχρι σήμερα. 

 

Οι χώροι κουζίνας των "ανακτόρων". Μετά την συντήρηση τους. 

Η βασιλική οικογένεια εγκατέλειψε μαζικά το Τατόϊ με την κατάρρευση του μετώπου από τη γερμανική επίθεση, τον Απρίλιο του 1941, όμως ο Δρούβας έμεινε. Οι δυνάμεις κατοχής χρησιμοποίησαν μόνο μερικά από τα δευτερεύοντα κτίρια ως υπνωτήρια της φρουράς και ο Δρούβας ανέλαβε δράση να επεκτείνει τις καλλιέργειες και να αυξήσει κατακόρυφα τα έσοδα του κτήματος, αφού τα γεωργικά προϊόντα είχαν εξαιρετικά υψηλές τιμές στην Αθήνα.

Στα τέλη του 1943 ξεκινούν οι παρασκηνιακές επαφές της διοίκησης του κτήματος με τους αντάρτες του ΕΑΜ, οι οποίοι είχαν υπό τον έλεγχό τους την γύρω ορεινή περιοχή της Πάρνηθας. Οι αντάρτες δεν έκαναν καμία προσπάθεια να καταστρέψουν τα κτίρια, έστω συμβολικά, απλά προμηθεύονταν τρόφιμα. Η παρουσία τους, όμως, ήταν αρκετή για να χωρίσει στα δύο το πολυπληθές προσωπικό του κτήματος, με τους νεότερους να παίρνουν το μέρος των ανταρτών και τους παλαιότερους του παλαιού καθεστώτος. 

Ο αστυνομικός σταθμός αριστερά. Στο βάθος το ξενοδοχείο που είχε κτίσει ο Γεώργιος ο Α΄ για να διαμένουν ταξιδιώτες, καθώς ο δρόμος για Χαλκίδα τον 19ο αιώνα περνούσε μέσα από το κτήμα.

Στα γεγονότα που ακολούθησαν τους επόμενους μήνες τα κτίρια λεηλατήθηκαν δύο φορές και τρεις εργαζόμενοι βρήκαν τραγικό θάνατο. Δεύτερη μεγάλη φωτιά, μεταξύ 1 με 3 Αυγούστου 1945, κατακαίει όλη τη γύρω περιοχή, αλλά αφήνει άθικτα τα κτίρια. Όλοι οι εργαζόμενοι, όμως, στην περιοχή αποφασίζουν να φύγουν, δεδομένου ότι δεν υπήρχε πια καλλιεργήσιμη γη. 

Ως αποτέλεσμα, το 1946, το κτήμα του Τατοΐου Τατόι υποχρεώθηκε σε πλήρη επανεκκίνηση εκ του μηδενός. Με απώτερο σκοπό την αντιστάθμιση της απώλειας εσόδων, η οποία και προήλθε από την καταστροφή του δάσους, ο Δρούβας έδωσε έμφαση στην παραγωγή κρασιού, καθώς και γαλακτοκομικών προϊόντων. Το 1952, ανεγέρθηκε το κομψής αρχιτεκτονικής νέο βουστάσιο, τα προϊόντα του οποίου, όπως, συνολικά, τα προϊόντα του κτήματος, διατίθονταν προς πώληση σε ξενοδοχεία, νοσοκομεία, ιδρύματα, καθώς και στρατόπεδα. Αρχιτέκτονες του κτήματος κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης περιόδου ήταν οι Κ. Γκίνης και Αλ. Μπαλτατζής.

Τα τέλη του 1948, η βασιλική οικογένεια εγκαταστάθηκε σε μόνιμη βάση στην έπαυλη, παραμένοντας εντός αυτής έως πρωινό της 13ης Δεκεμβρίου 1967, ημέρας του Αντικινήματος κατά της ΧούνταςΓια το κοινό άνοιξε μόνο μια φορά, το φθινόπωρο του 1964, όταν τις παραμονές του γάμου του Κωνσταντίνου Β’ με την Άννα-Μαρία αποφασίστηκε να δοθούν τρεις γαμήλιες δεξιώσεις «στας οποίας εκπροσωπήθησαν άπασες αι κοινωνικαί τάξεις», όπως μας πληροφορούν δημοσιεύματα της εποχής.

ΑΠΟ "ΒΑΣΙΛΙΚΟ" ΣΕ "ΙΔΙΩΤΙΚΟ"

Υπάρχουν 63 κτίρια στον χώρο του κτήματος. Άλλα σε καλή και άλλα σε κακή κατάσταση.

Η 13η Δεκεμβρίου 1967, ημέρα της εκδήλωσης του λεγόμενου βασιλικού αντι-κινήματος εναντίον της στρατιωτικής χούντας, ήταν και η τελευταία ημέρα που το Τατόι χρησιμοποιήθηκε ως βασιλική κατοικία. Ο Κωνσταντίνος, με την εκδήλωση του αντι-κινήματος, είχε σκοπό να κινητοποιήσει στρατιωτικές δυνάμεις από τη Θεσσαλονίκη. Αντ’ αυτού, «διέφυγε κρυπτόμενος από χωρίου εις χωρίον», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στην χουντική ανακοίνωση και τελικά βρέθηκε στη Ρώμη, και μετά στο Λονδίνο.

Την 1η Ιουνίου 1973 η χούντα κατέλυσε και τυπικά τη βασιλεία. Τα κτήρια του Τατοϊου ανήκαν πλέον στο υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και η γη στο υπουργείο Γεωργίας. Με νομοθετικό διάταγμα στις 5 Οκτωβρίου απαλλοτριώθηκε αναγκαστικά το σύνολο της βασιλικής περιουσίας και έγινε λεπτομερής απαρίθμηση όλων των φορητών αντικειμένων που υπήρχαν μέσα στα κτίρια. Αυτές οι 400 σελίδες είναι και το μοναδικό αρχείο που υπάρχει για ό,τι βρισκόταν μέσα στα ανάκτορα τότε.

Μετά την αποκατάσταση της δημοκρατίας στην Ελλάδα το Τατόι αναγνωρίστηκε ως ιδιωτική περιουσία της τέως βασιλικής οικογένειας και της επιστράφηκαν οι τίτλοι ιδιοκτησίας, αλλά και φορητά κειμήλια. Από το 1984 ως το 1993 γίνονταν διαπραγματεύσεις για την τύχη του κτήματος. Η συμφωνία που έκλεισε επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Μητσοτάκη προέβλεπε ότι η τέως βασιλική οικογένεια διατηρούσε υπό την κυριότητά της μια έκταση περίπου 4.000 στεμμάτων, στην οποία περιλαμβάνονταν όλα τα κτήρια, καθώς και το κοιμητήριο.

Τα κτίρια των βοηθητικών υπηρεσιών (βουστάσια, στάβλοι κλπ) είναι πετρόκτιστα σε βιομηχανικό στιλ του 19ου αιώνα.

Όσο για την κινητή περιουσία, αυτή σημαδεύτηκε από τα γεγονότα της 17ης Φεβρουαρίου 1991, τελευταίας Κυριακής της Αποκριάς. Τότε με τη σύμφωνη γνώμη της κυβέρνησης στο Τατόι μπαίνουν 9 τεράστιες νταλίκες-κοντέινερ, οι οποίες με την παρουσία της αστυνομίας γεμίζουν ασφυκτικά από αντικείμενα μεγάλης αξίας, πίνακες ζωγραφικής και γλυπτά. Τι ακριβώς απομακρύνθηκε από το Τατόι είναι αδύνατο να αποσαφηνιστεί, δεδομένου ότι δεν υπήρξε κανένας έλεγχος. Το μόνο επίσημο στοιχείο γύρω από τα αντικείμενα έγινε γνωστό τον Ιανουάριο του 2007. Στις 24 και τις 25 του μήνα ο πασίγνωστος οίκος δημοπρασιών Christie’s δημοπράτησε 850 αντικείμενα της συλλογής της βασιλικής οικογένειας από τα χιλιάδες που απομακρύνθηκαν τότε από το Τατόι. Το ποσό που συγκεντρώθηκε ξεπέρασε τα 14,1 εκατομμύρια ευρώ. Ανάμεσα στα έργα που αγνοούνται ακόμα είναι και διάσημοι ζωγραφικοί πίνακες, όπως η «Δόξα» του Νικόλαου Γύζη.

Η συμφωνία του 1993 ανακλήθηκε με το νόμο 2215/94, επί πρωθυπουργίας Ανδρέα Παπανδρέου. Στην ουσία το κτήμα, μαζί με την υπόλοιπη βασιλική περιουσία, περιήλθε πάλι σε καθεστώς απαλλοτρίωσης, και μάλιστα με αυτόν τα μέλη της τέως βασιλικής οικογένειας έχασαν την ελληνική ιθαγένεια. Ο Κωνσταντίνος προσέφυγε στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, το οποίο αναγνώρισε το δικαίωμα πλήρους ιδιοκτησίας επί του Τατοΐου, καθώς και του Μον Ρεπό στην Κέρκυρα και του κτήματος Πολυδένδρι. Η απόφαση επέβαλλε στους διάδικους να προχωρήσουν σε εκτίμηση της κινητής και ακίνητης περιουσίας με σκοπό την καταβολή αποζημίωσης. Στις 28 Νοεμβρίου 2002 το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο όρισε την αποζημίωση στα 13,2 εκατομμύρια ευρώ. Επισήμως το ελληνικό κράτος έγινε κύριος του κτήματος τον Μάρτιο του 2003.

Ολόκληρος ο χώρος έμεινε ερμητικά κλειστός επί δεκαετίες. Τα κτίρια και όλες οι υποδομές αφέθηκαν να ρημάξουν, δεδομένου ότι ο συμβολισμός της περιοχής και η σχέση του με τη βασιλική οικογένεια ήταν ισχυρότατος. Προτιμήθηκε, λοιπόν, να αφεθεί στην τύχη του το κτήμα από το να γίνει μια έστω περιορισμένη προσπάθεια αξιοποίησης.

Η ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΣΕΛΙΔΑ 

Στις 3 Αυγούστου 2021 ξέσπασε πυρκαγιά στην Άνω Βαρυμπόμπη, η οποία πήρε γρήγορα διαστάσεις και άρχισε να κατακαίει το κτήμα. Προκλήθηκαν εκτεταμένες ζημιές σε επτά κτίρια, εντούτοις η υπουργός Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη δήλωσε ότι δεν δημιούργησαν περισσότερα προβλήματα απ’ αυτά που είχαν ήδη τα κτίρια. Τα 100.000 αντικείμενα που συντηρούνται και καταγράφονται από την Υπηρεσία Συντήρησης Αρχαίων και Νεότερων Μνημείων και είχαν αποθηκευτεί σε κοντέινερ έμειναν άθικτα.

Η υπουργός διαβεβαίωσε ακόμα ότι έχει ήδη ανατεθεί η μελέτη για τη συστηματική και σωστή αναδάσωση του ιστορικού πυρήνα και στην πολύ στενή του έννοια, των 1.600 στρεμμάτων, αλλά και στην ευρύτερη των 6.000 στρεμμάτων. Για πρώτη φορά μετά από δεκαετίες υπήρξε πολιτική βούληση για αξιοποίηση της περιοχής, αλλά ακόμα δεν έχει αποσαφηνιστεί ούτε ο τρόπος, ούτε το πώς ακριβώς θα γίνει η ανάπλαση.

ΠΗΓΕΣ: WIKIPEDIA, TATOI.ORG, KTIMA TATOI.

ΣΥΝΘΕΣΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΜΑΤΟΣ "ΕΝ ΑΝΔΡΩ"