Άνδρος 25η Μαρτίου 2016: Οι μνήμες του σήμερα…

 Του Διαμαντή Μπασαντή

 

Περιμένοντας την παρέλαση...

(α) ΜΕΡΙΚΕΣ ΣΚΗΝΕΣ ΑΠ' ΤΗΝ ΠΑΡΕΛΑΣΗ ΣΤΗΝ ΧΩΡΑ

Η μέρα ξεκίνησε λαμπερή. Μέρα γιορτής. Μέρα παρέλασης. Μια ακόμα 25η Μαρτίου στη ζωή μας. Η Άνδρος την γιόρτασε κι αυτή με την γνώριμη παρέλαση. Και την πιο γνώριμη Φιλαρμονική που για μια ακόμα φορά έδωσε τον τόνο και χρωμάτισε την μέρα. 

Βολτάροντας πριν την παρέλαση...

 

Τι θα ήταν η παρέλαση χωρίς την Φιλαρμονική;

 

Η παρέλαση τέλειωσε...

(β) ΜΕΡΑ ΠΟΥ ΕΙΝΑΙ...

Πάνε πολλά χρόνια μια τέτοια μέρα σ’ ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας, που δεν υπάρχει πια, ένα πιτσιρίκος απάγγειλε το ποίημα που του είχε βάλει ο δάσκαλος εκείνης της μακρινής εποχής. Ήταν ο Ματρόζος του Γεωργίου Στρατήγη. Το σημείο που ένας κόμπος στο λαιμό τον ανάγκασε να σταματήσει την απαγγελία του ήταν οι δύο στίχοι:

…Ἂν οἱ ζητιάνοι σὰν κι ἐμὲ δὲν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σὰν καὶ σὲ δὲν θὰ φοροῦσαν στέμμα!...

Την επόμενη χρονιά ο δάσκαλος του έβαλε  ένα άλλο ποίημα. Ήταν ο Βράχος και το Κύμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Το σημείο που τον συνεπήρε και σήκωσε την φωνή του ήταν οι στίχοι της πρώτης στροφής:

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.
Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,
μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία...

Τα χρόνια πέρασαν. Και χτες ένας άλλος πιτσιρίκος, δεκαετίες, δεκαετίες πολλές μετά τον πρώτο,  απάγγειλε στο δημοτικό σχολείο της Ραφήνας τους στίχους ενός κλέφτικου τραγουδιού «Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης...» ενθουσιασμένος: 

«Ένας αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης/ Από την περηφάνια του κι από την λεβεντιά του/ Δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει...»

Χτες το μεσημέρι καθισμένοι στο τραπέζι της κουζίνας οι δύο «πιτσιρικάδες» (ο ένας μεγάλος, ο άλλος παιδί) απάγγελναν τα ποιήματα τους. Ο πρώτος συγκινημένος. Ο δεύτερος ενθουσιασμένος. Ο πρώτος κόμπιασε και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει πάλι τους δύο στίχους του Στρατήγη. Ο δεύτερος το είπε μονορούφι και κάθισε γελώντας να φάει εξηγώντας σε όλους το νόημα όπως το είχε καταλάβει. Ο πρώτος δεν εξήγησε κανένα νόημα. Σηκώθηκε και βγήκε να περπατήσει. Τα δύο εκείνα ποιήματα των παιδικών χρόνων του είχαν γίνει βιώματα ζωής. Και σκέφτηκε:Ίσως κάποτε μετά από χρόνια να γίνουν βίωμα και στον μικρό κάποιοι στίχοι των παιδικών ποιημάτων του...

(γ) 195 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΤΟ 1821

Ανάμεσα στις μνήμες μικρών και μεγάλων ξετυλίγονται αθόρυβα οι μνήμες της Ιστορίας, η οποία όταν γράφτηκε ήταν κι αυτή μνήμες μικρών και μεγάλων που τράνεψαν με τα χρόνια όπως βλέπουμε από τις αφηγήσεις του Μακρυγιάννη και του Κολοκοτρώνη που ακολουθούν παρακάτω. Ποιος ξέρει λοιπόν πόσο θα τρανέψουν ή θα μικρύνουν οι σημερινές ή οι αυριανές μνήμες μας;

Αντι επιλόγου δύο αποσπάσματα που έστειλε αναγνώστης μας

ΑΠΟΜΝΗΜΟΜΕΥΜΑΤΑ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ

...Του λέγει ο Βασιλέας•

- Ψέµατα θέλεις να σου ειπώ ή αλήθεια;

- Εγώ, µου λέγει, ποτές "δεν ακώ ψεύµατα• όλο αλήθειες.

- Του λέγω, εγώ έχω γιοµάτες δυο τζέπες µίαν µε ψέµατα, την άλλη µ' αλήθειες. Τώρα τι αγαπάς η Μεγαλειότη σου;

-  Αλήθεια, µου λέγει.

Γυρίζω τα µάτια µου εις τον ουρανόν και ορκίζοµαι "εις το όνοµα του Θεού" να ειπώ την αλήθεια γυµνή εµπροστά εις τονΒασιλέα της πατρίδος µου.

Του λέγω: ""Η αλήθεια είναι πικρή και θα µε πάρης πίσου εις την οργή σου. 'Οµως δια πάντα να είµαι εις την οργή σου, την αλήθεια θα σου λέγω, ότ' είναι του Θεού• το ψέµα του διαβόλου. Και δεν είναι καιρός να κρύβεται η αλήθεια.

ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ ΚΟΛΟΚΟΤΡΩΝΗ

Ο κόσμος μας έλεγε τρελούς. Ημείς αν δεν είμεθα τρελοί δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθεί πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογιαριάσει την δύναμιν την ειδική μας, την τούρκικη δύναμη. Τώρα οπού ενικήσαμεν, οπού ετελειώσαμεν με καλά τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινόμεθα. Αν δεν ευτυχούσαμεν ηθέλαμεν τρώγει κατάρες, αναθέματα. Ομοιάζομεν σαν να είναι εις ένα λιμένα πενήντα εξήντα καράβια φορτωμένα  ένα από αυτά ξεκόβει, κάνει πανιά, πηγαίνει εις την δουλειά του με μια μεγάλη φορτούνα, με μεγάλο άνεμο, πηγαίνει, πουλεί, κερδίζει, γυρίζει οπίσω σώον. Τότε ακούς όλα τα επίλοιπα καράβια και λέγουν: «Ιδού άνθρωπος, ιδού παλικάρια, ιδιού φρόνιμος και όχι σαν εμεις οπού καθόμεθα έτσι δειλοί, χαϊμένοι» και κατηγορούνται οι καπετανάιοι ως άναξιοι. Αν δεν ευδοκιμούσε το καράβι ήθελε ειπούν: «Μα τι τρελός να σηκωθεί με τέτοια φορτούνα, με τέτοιο άνεμο! Να χαθεί ο παλιάνθρωπος, επήρε τον κόσμο εις το λαιμό του».