Ο καθρέφτης και οι όροι των εκλογών

Του Πάνου Σταθόπουλου

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ - ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ

 

Ο πολιτικός αναλυτής Πάνος Σταθόπουλος σε ομιλία του στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο όπου ανέλυσε τα διαλυτικά φαινόμενα των εκλογών του 1950 και του 2012 στην Ελλάδα.

Σύμφωνα µε τις συνταγματικές προθεσμίες ο παραγωγικός χρόνος της τρέχουσας κοινοβουλευτικής περιόδου οδεύει στη λήξη του, με αντίστροφη μέτρηση για τη διεξαγωγή εκλογών. Όλα αυτά όμως συνδέονται πλέον με ένα από τα τραγικότερα δυστυχήματα που γνωρίσαμε σε αυτή τη χώρα, αναδεικνύοντας ξανά τις χρόνιες παθογένειές μας. Η όποια κανονικότητα ανατρέπεται και οι εκλογές θα διεξαχθούν σε ένα ιδιαίτερα φορτισμένο πλαίσιο, που μας υποχρεώνει όλους να κοιταχτούμε στον καθρέφτη. 

Η συγκυρία ξεπερνάει τις τετριμμένες αντιπαραθέσεις και ορίζει με δραματικό τόνο μια ευκαιρία επαναπροσδιορισμού της συνολικής λειτουργίας του πολιτικού μας συστήματος. Δεν είναι άλλωστε η πρώτη φορά που οι εκλογές θα διεξαχθούν σε απρόοπτα έκτακτο περιβάλλον. Έχει συμβεί, για διάφορους κάθε φορά λόγους, σε όλες τις έξι πρόσφατες εκλογές από το 2009, όπως και παλαιότερα (ιδίως στην περίοδο 1989-’93 λόγω εφαρμογής του τότε συστήματος αναλογικής), χωρίς φυσικά να αγνοούνται και οι πολλές περιπτώσεις στις οποίες οι εκλογές διεξήχθησαν αιφνιδιαστικά –πρόωρα–, με μόνο τρεις φορές να έχει εξαντληθεί η τετραετία: το 1981, στις πρώτες εκλογές του 1989 και το 2004, με κοινό όμως χαρακτηριστικό ότι η τρέχουσα κυβέρνηση δεν ανέμενε να κερδίσει τις εκλογές και επομένως δεν είχε λόγο να τις επισπεύσει.

Το συμπέρασμα ασφαλώς δεν μας ενθουσιάζει. Παρότι δεν φθάσαμε στα ακραία πολιτικά πάθη και μοιραίες καταστάσεις του προ-μεταπολιτευτικού παρελθόντος, είναι δυσάρεστο στη μεταπολιτευτική περίοδο (που δικαιολογημένα αξιολογείται ως η καλύτερη της πολιτικής μας Ιστορίας), εκτός των άλλων, να μην υπάρχει ούτε μία περίπτωση εξάντλησης της τετραετίας χωρίς το κυβερνών κόμμα να αναμένει την ήττα. Μοναδική αναίρεση του συμπεράσματος είναι η σημερινή, με το κυβερνών κόμμα να διεκδικεί την επανεκλογή του στο τέλος της τετραετίας, χωρίς να αιφνιδιάζει κανέναν, απέναντι όμως σε ένα ακραία αναλογικό εκλογικό σύστημα που για άλλη μια φορά μπερδεύει περαιτέρω τα πράγματα. Στη συζήτηση μπαίνει επομένως και η παράμετρος του εκλογικού νόμου.

Η ΑΝΑΛΟΓΙΚΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

Πάνελ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, Βρυξέλες Δεκέμβριος 2013. Συζήτηση για την πολιτική κρίση στην Ελλάδα. Συμμετείχαν οι Διαμαντής Μπασαντής, Αντώνης Παπαγιαννίδης, Νίκος Χρυσόγελος, Ντανιέλ Κον Μπετιτ, Στράτος Φαναράς και Πάνος Σταθόπουλος. 

H αναλογική εφαρμόστηκε στην Ελλάδα για πρώτη φορά στην ταραγμένη περίοδο του Μεσοπολέμου (1926, 1932, 1936), σε διαρκή εναλλαγή όμως με το πλειοψηφικό (1928, 1933,1935), σε μια δεκαετία συνεχών εκλογών και πανσπερμίας προσωρινών κυβερνήσεων, που έφθασε τελικά στη δικτατορία Μεταξά. Επαναλήφθηκε στις πρώτες μεταπολεμικές εκλογές του 1946, 1950 με συμφωνία των πολιτικών δυνάμεων που είχαν την ευθύνη να διαχειριστούν τον εμφύλιο πόλεμο και έκτοτε εγκαταλείφθηκε. Εμφανίστηκε ξανά ύστερα από τέσσερις δεκαετίες (το 1989) ως επιλογή που διεκδικεί τον χαρακτηρισμό της πιο αθέμιτης διατάραξης των «όρων του παιχνιδιού» (χωρίς φυσικά να εμποδίσει την πολιτική δυναμική της εποχής και την αυτοδυναμία του προπορευόμενου κόμματος, μετά όμως από τρεις εκλογές αντί για μία) και ξαφνικά υπάρχει πάλι μπροστά μας έπειτα από άλλες τρεις δεκαετίες.

Η ελληνική εμπειρία βεβαιώνει ότι η αναλογική «δεν δουλεύει», δημιουργώντας και όχι επιλύοντας προβλήματα στο ζητούμενο της αποτελεσματικής διακυβέρνησης. Ανατρέχοντας άλλωστε στα εκλογικά συστήματα που εφαρμόζονται παντού στον κόσμο, η αναλογική είναι σαφώς λιγότερο διαδεδομένη από τα πλειοψηφικά και πλειοψηφικής κλίσης συστήματα, ενώ και η σχετική επιστημονική βιβλιογραφία προσδιορίζει με σαφήνεια ότι κανένα εκλογικό σύστημα δεν μπορεί να θεωρηθεί υπέρτερο του άλλου. Το καλύτερο εκλογικό σύστημα για κάθε χώρα είναι αυτό που ταιριάζει καλύτερα στις δικές της συνθήκες, ανάλογα με το κομματικό της σύστημα και την παράδοση που συνοψίζει η εν γένει πολιτική της κουλτούρα.

Σε ένα πολυκομματικό σύστημα είναι λογικό να εφαρμόζεται αναλογική και να υπάρχουν κυβερνήσεις συνεργασίας. Σε ένα ολιγάριθμο όμως σύστημα κομμάτων και ιδίως ιδιαίτερα πολωμένο, όπως είναι το δικό μας, η αναλογική δεν κάνει τίποτε άλλο παρά να εκβιάζει τις συνεργασίες ανάμεσα σε λίγα –ανταγωνιζόμενα– κόμματα, που είναι απρόθυμα ουσιαστικά να συνεργαστούν. Ένα σύστημα πλειοψηφικής κλίσης που θα έδινε και τη δυνατότητα της αυτοδυναμίας, ή και μιας πιο προσιτής συνεργασίας, ανάλογα φυσικά με τη λαϊκή ψήφο, είναι ασφαλώς προτιμότερο.