O «τρίτος δρόμος» για το Ξενία της Άνδρου: Να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί όπως ήταν!...

Γράφει ο Ανδρέας Γιακουμακάτος

Καθηγητής Αρχιτεκτονικής στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών, μέλος της Accademia delle Arti del Disegno της Φλωρεντίας

ΑΝΑΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗ : ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ "ΤΟ ΒΗΜΑ"

 

Το Ξενία όπως ήταν. H αρχιτεκτονική παρτιτούρα μπορεί να υλοποιηθεί σε άλλη εποχή, από άλλους μηχανικούς, με τα ίδια υλικά και με το ίδιο αποτέλεσμα. Με άλλα λόγια: μπορεί να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί όπως ήταν!!!

Πρόσφατα συζητείται και πάλι η τύχη του ξενοδοχείου Ξενία στην Άνδρο. Αφορμή είναι η νέα προσπάθεια παραχώρησης του κτιρίου από την Εταιρεία Ακινήτων Δημοσίου στον Δήμο Ανδρου, με προοπτική τη διάσωση ή την κατεδάφισή του.

Τα ελληνικά Ξενία εκφράζουν τον μεταπολεμικό μύθο του εξευρωπαϊσμού και της αναγέννησης της χώρας. Είναι σύμβολο της αποκάλυψης της νέας ευμάρειας και ευζωίας προσιτής σε Ελληνες και ξένους· της απόλαυσης της φύσης και της ελληνικής υπαίθρου σε κλίμα ακμής και αισιοδοξίας. Είναι σύμβολο του καλού γούστου και μιας αυθεντικής ελληνικής αισθητικής.

Από το 1957 και μετά, όταν τη διεύθυνση της Υπηρεσίας Μελετών του ΕΟΤ αναλαμβάνει ο Αρης Κωνσταντινίδης, τα Ξενία γίνονται πιστοί φορείς των ιδεών αυτού του μεγάλου αρχιτέκτονα του ελληνικού 20ού αιώνα. Το πρώτο Ξενία του, στην Ανδρο, είναι ένα μανιφέστο τεκτονικής δωρικότητας, αρχετυπικής μορφοπλασίας και αξεπέραστης περιβαλλοντικής ένταξης, έτσι όπως συνδιαλέγεται και εναρμονίζεται με την εικονογραφία του παραδοσιακού οικισμού.

 

Το Ξενία όπως είναι. Η πρόταση: να γκρεμιστεί και να ξαναχτιστεί εντασσόμενο και πάλι στον αρχιτεκτονικό ιστό της πόλης της Άνδρου

Το κτίριο κηρύχθηκε διατηρητέο από το ΥΠΠΟΑ το 2011, λόγω της ιδιαίτερης αρχιτεκτονικής και κοινωνικής σημασίας του. Πολύ αργά βέβαια, γιατί ο χρόνος είχε ήδη παρέμβει ολέθρια, όπως και σε άλλα σπουδαία Ξενία της ίδιας περιόδου. Σήμερα η συζητούμενη κατεδάφισή του, εκτός του ότι αποτελεί βαριά πολιτισμική ήττα, δεν είναι τόσο απλή γιατί προϋποθέτει θεσμοθετημένη διαδικασία και απόφαση της υπουργού Πολιτισμού.

Υπάρχει όμως και μια τρίτη δυνατότητα: η κατεδάφιση και ανακατασκευή του κτιρίου. Αυτή είναι μια προσέγγιση που αφορά κτίρια του 20ού αιώνα και έχει βρει επανειλημμένα εφαρμογή διεθνώς. Είναι επιστημονικά τεκμηριωμένη και αποδεκτή, εφόσον βεβαίως η ανακατασκευή είναι «φιλολογική», αναπαράγει δηλαδή το έργο ακριβώς όπως εκείνο που χάθηκε. Τα παραδείγματα είναι πολλά και αφορούν έργα των Λε Κορμπιζιέ, Μις βαν ντερ Ρόε, Φ. Λ. Ράιτ και άλλων.

Το βασικό «φιλοσοφικό» ζήτημα είναι ότι σε ένα μοντέρνο κτίριο δεν στοχεύουμε στη διάσωση της ύλης αλλά της εικόνας του· δεν μας απασχολεί η αυθεντική αλλά η πρωτότυπη μορφή του. Δεν έχουμε να κάνουμε με τον Παρθενώνα, όπου η διατήρηση της ύλης είναι απαράβατη αρχή, ενώ οι μεταγενέστερες σωστικές επεμβάσεις είναι σαφώς διακριτές. Έχουμε να κάνουμε με ένα νεότερο κτίριο υλοποιημένο στη βάση αρχιτεκτονικών σχεδίων τα οποία συνιστούν την «παρτιτούρα» του έργου. Με αυτή την έννοια η αρχιτεκτονική παρτιτούρα μπορεί να υλοποιηθεί σε άλλη εποχή, από άλλους μηχανικούς, με τα ίδια υλικά και με το ίδιο αποτέλεσμα.

Η προσέγγιση αυτή είναι μεταξύ άλλων πιο οικονομική από την επισκευή ενός ερειπίου, και τεχνικά αρτιότερη. Η ενδεχόμενη, εκτεταμένη επισκευή του Ξενία είναι βέβαιο ότι θα προκαλέσει σοβαρές αλλοιώσεις στις διαστάσεις και στη μορφή των δομικών στοιχείων, βλάπτοντας την εικόνα του που είναι η ανεκτίμητη αξία του. Στην περίπτωση της Ανδρου, επειδή το κτίριο υπάρχει ακόμη, εκτός από τα γνωστά σχέδια του Κωνσταντινίδη μπορούμε να προσφύγουμε και στην ακριβή αποτύπωση και μελέτη των λεπτομερειών και των χρωματικών τονικοτήτων, έτσι ώστε η ανακατασκευή να είναι ευχερέστερη και ακόμα πιο πιστή.

Υπάρχει βέβαια ο αντίλογος για τη σημασία της «υλικότητας» του κτιρίου. Η υλικότητα είναι μια υπαρκτή αρχιτεκτονική αξία, αλλά σε αυτό το έργο έχει σχεδόν χαθεί. Στο πασίγνωστο Γερμανικό Περίπτερο της Βαρκελώνης (1929) έχουμε τη βεβαιότητα ότι βρισκόμαστε μπροστά στο αριστούργημα του Βαν ντερ Ρόε ενώ ταυτόχρονα γνωρίζουμε ότι πρόκειται για πλήρη ανακατασκευή (1986).

Και εκεί υπάρχει «υλικότητα» που αναπαράχθηκε με σχολαστική μεθοδικότητα και επιμέλεια, παρά το γεγονός ότι επρόκειτο για ένα κτίριο κατεδαφισμένο και τεκμηριωμένο μόνο από ασπρόμαυρες φωτογραφίες. Το Ξενία της Ανδρου αποτελεί μια θεσμική και αρχιτεκτονική πρόκληση, και είναι στο χέρι όλων να αποδείξουμε ότι η αναγέννησή του είναι δυνατή.

* Ο κ. Ανδρέας Γιακουμακάτος είναι ομότιμος καθηγητής