Μιχάλης Τόμπρος Ένας ανδριώτης στην πρωτοπορία της ελληνικής γλυπτικής του 20ου αιώνα

Της Δανάης Α. Μπασαντή

Αφανής Ναύτης, έργο του Μιχάλη Τόμπρου (1958)

Στην άκρη της ανεμοδαρμένης χερσονήσου της Χώρας στην Άνδρο ο Αφανής Ναύτης, ένα γλυπτό μεγάλων διαστάσεων από χαλκό και γρανίτη, ατενίζει την θάλασσα. Στην πλάτη του έχει ένα ναυτικό σάκο και το χέρι του είναι σηκωμένο ψηλά χαιρετώντας. Κοιτά προς την θάλασσα και προχωρά εμπρός σε μια αέναη αναχώρηση.

Δημιουργός αυτού του επιβλητικού γλυπτού που έγινε σήμα κατατεθέν της ναυτικής Άνδρου για πάνω από μισό αιώνα είναι ένας από τους σημαντικότερους έλληνες γλύπτες του 20ου αιώνα και της μεγάλης γενιάς του ΄30, ο ανδριώτης Μιχάλης Τόμπρος.

Ο Μιχάλης Τόμπρος (όρθιος τρίτη σειρά τρίτος από δεξιά) σε προετοιμασία έκθεσης του κατά τον μεσοπόλεμο. Στην άκρη ο Ανδρέας Εμπερίκος (όρθιος τρίτη σειρά πρώτος από δεξιά) - από το αρχείο του Λεωνίδα Εμπειρίκου

Ο Μιχάλης Τόμπρος γεννήθηκε το 1889 στην Αθήνα. Καταγόταν από το Κόρθι της Άνδρου, από οικογένεια μαρμαρογλυπτών. Σπούδασε στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Αθήνα δίπλα σε κλασικιστές δασκάλους, τους Γεώργιο Βρούτο και Λάζαρο Σώχο. Το 1910 άνοιξε το δικό του εργαστήριο στην Αθήνα. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1914 κέρδισε μια υποτροφία του κληροδοτήματος Γ. Αβέρωφ για να συνεχίσει τις σπουδές του στο Παρίσι. Εκεί μαθήτευσε στην Ακαδημία Ζυλιάν. Η επαφή του με τα πρωτοποριακά κινήματα της τέχνης στο Παρίσι ήταν καθοριστική για τον ίδιο και το έργο του.

Οι δύο φίλες, Εθνική Πινακοθήκη, έργο του 1929

Το 1919 που επέστρεψε στην Ελλάδα, ο γλύπτης ανέλαβε, με εντολή του Ελευθερίου Βενιζέλου, να αντιγράψει και να σμικρύνει στο ένα τρίτο του μεγέθους της τη Νίκη του Παιωνίου, που είχε βγει στην επιφάνεια κατά τις ανασκαφές του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, για να χυτευτεί σε ορείχαλκο στο Παρίσι, προκειμένου να την προσφέρει ο Βενιζέλος το 1920 στον συνομιλητή του, τον Γάλλο αρχιστράτηγο των Συμμαχικών Δυνάμεων Λουί-Φρανσέ ντ' Eσπερέ. Το γύψινο πρόπλασμα της Νίκης του Πανιωνίου από τον Τόμπρο – ο οποίος επηρεάστηκε από αυτήν και σε δικά του έργα– εκτίθεται στο Μουσείο Ολυμπίας (1).

Από το 1919 άρχισε να διδάσκει Γλυπτική στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Πολυτεχνείου, ως έκτακτος καθηγητής, ενώ ταξίδευε συνεχώς εκτελώντας παραγγελίες έργων. Το 1923 παραιτήθηκε από το Ε.Μ.Π. λόγω αντιδράσεων που προκάλεσε η στάση του κατά της ίδρυσης του Πολεμικού Μουσείου. Το 1925 επισκέφθηκε για τέταρτη φορά το Παρίσι, όπου παρέμεινε ως το 1928. Η παραμονή του αυτή στη γαλλική πρωτεύουσα υπήρξε ιδιαίτερα γόνιμη και πλούσια σε εκθεσιακή δραστηριότητα. Δούλεψε εντατικά σε δικό του εργαστήριο στο Μονπαρνάς, γνώρισε σημαντικές προσωπικότητες όπως ο Μπρακ και ο Πικάσο, ενώ σχετίστηκε και με άλλους Έλληνες που ζούσαν ή είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό και επηρεάστηκε βαθειά.

Ταφικό μνημείο - Α' Νεκροταφείο -έργο του 1971

Εκείνη την εποχή, στις μεγάλες πόλεις τις Ευρώπης αλλά κυρίως στο Παρίσι, συνέβαινανανατρεπτικές αλλαγές στην τέχνη, με την ανάπτυξη μοντέρνων κινημάτων που είχαν σαν αποτέλεσμα την ριζική αλλαγή και την ανανέωσή της. Βασικό γνώρισμα αυτής της ανανέωσης στην τέχνη ήταν η κυριαρχία της νόησης πάνω στην αίσθηση, που εκδηλώθηκε με ισχυρές σχηματοποιήσεις στη σύνθεση και στο σχέδιο, ενώ και το χρώμα απομακρύνθηκε από την αναπαράσταση της φύσης και έγινε πιο πνευματικό (2).

Στην Ελλάδα η επίδραση των μοντέρνων κινημάτων έφτασε μέσα από τους πιο κοσμοπολίτες Έλληνες της διασποράς και τους σπουδαγμένους στην Ευρώπη καλλιτέχνες. Έτσι βρέθηκαν να συνυπάρχουν, τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, διαφορετικά πνευματικά ρεύματα, ισχυρές παραδόσεις και ένα διεθνούς πνευματικής εμβέλειας δυναμικό. Στην προσπάθεια τους οι άνθρωποι της τέχνης να καθορίσουν την στάση τους μέσα από αυτές τις επιρροές, στράφηκαν στην αναζήτηση και τον προσδιορισμό των βασικών στοιχείων της Ελληνικότητας. Στοιχεία της αναζήτησαν στον αρχαίο πολιτισμό, στο βυζαντινό πολιτισμό και στην λαϊκή παράδοση.  Κύριος αντίπαλος της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα, στην οποία ανήκε ο Μιχάλης Τόμπρος, ήταν ο στείρος ακαδημαϊκός συντηρητισμός και η κρατική αδιαφορία.

Η χορεύτρια έργο του 1927

Σε έκθεση που έγινε το 1928, αμέσως μετά την επιστροφή του στην Ελλάδα από το Παρίσι, ο Μιχάλης Τόμπρος παρουσίασε στην Αθήνα τα έργα Χορεύτρια και Κορμός Χορεύτριας σε ορείχαλκο. Και στα δύο, η επίδραση της Νίκης του Παιωνίου, την οποία ο Τόμπρος είχε αντιγράψει για το Αρχαιολογικό Μουσείο Ολυμπίας, μπορεί να αναγνωριστεί, στην οργάνωση των αξόνων των άκρων, στη γυμνότητα του αριστερού στήθους και στον χιτώνα με το ιμάτιο. Το 1929, πραγματοποίησε το έργο Δύο φίλες σε μάρμαρο, το οποίο μετέφερε σε ορείχαλκο τον επόμενο χρόνο. Στη σύνθεση αυτή οι δύο γυναίκες υλοποιούν το νόημα της φιλίας. Εδώ ο Τόμπρος στηρίχθηκε σε ένα σπάνιο μοτίβο των υστεροελληνιστικών χρόνων  (Σύμπλεγμα νέας γυναίκας και κοριτσιού, 1ος αιώνας π.Χ., που βρίσκεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Σμύρνης). Το 1932 ο γλύπτης πραγματοποίησε στροφή προς την  ελληνική παράδοση με την προτομή της Μεγαρίτισσας σε ορείχαλκο, που έχει ως πρότυπο την Κόρη του Ευθυδίκου. 

Αντίγραφο της Νίκης του Παιωνίου από τον Μιχάλη Τόμπρο για λογαριασμό του Ελευθερίου Βενιζέλου έργο του 1919

Έχοντας επεξεργαστεί και ενσωματώσει στο έργο του τις νέες ιδέες, βρέθηκε στην πρωτοπορία της ελληνικής γλυπτικής, με διάθεση να συμβάλλει μαχητικά σε εξελίξεις σ’ αυτό το χώρο και ως γλύπτης αλλά και ως θεωρητικός και εκπαιδευτικός. Έτσι εξέδωσε στην Αθήνα το καλλιτεχνικό περιοδικό «20ος ΑΙΩΝΑΣ», ακολουθώντας το παράδειγμα του φίλου του Χριστιάν Ζερβού, που ήταν εκδότης του περιοδικό «Καγιέ ντ’ Αρτς» (Τετράδια για την Τέχνη), στο κέντρο των εξελίξεων της εποχής που ήταν το Παρίσι. Το περιοδικό του Μιχάλη Τόμπρου ήταν μια μεγάλου μεγέθους ακριβή ασπρόμαυρη έκδοση με χρωματιστό εξώφυλλο. Κυκλοφόρησε από το 1933 έως το 1934. Ήταν το πρώτο αμιγώς εικαστικό περιοδικό στην Ελλάδα, με θεματολογία διεθνούς εμβέλειας και κείμενα παρουσίασης, κριτικής αλλά και πολεμικής, από διακεκριμένους καλλιτέχνες και διανοούμενους, Έλληνες και Γάλλους. Μερικοί από αυτούς ήταν ο Λε Κορμπυζιέ, ο Φερνάντ Λεζέ, ο Χριστιάν Ζερβός, ο Νίκος Χατζηκυριάκος-Γκίκας, ο Ζαχαρίας Παπαντωνίου κ.α.  

"20ος αιώνας", ένα από τα σπουδαιότερα περιοδικά της καλλιτεχνικής πρωτοπορίας στην Ελλάδα 1933-1934

Μέσα από τις σελίδες του περιοδικού του, ο Τόμπρος άσκησε έντονη πολεμική υπέρ της αναβάθμισης και της στροφής προς τα νέα κινήματα, της διδασκαλίας της γλυπτικής τέχνης στην Ελλάδα. Στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών της εποχής του, ο ακαδημαϊσμός ήταν ακόμα το κυρίαρχο ρεύμα στη Γλυπτική, σε αντίθεση με τη Ζωγραφική, όπου υπήρξαν αρκετοί καλλιτέχνες που μπόρεσαν να διαμορφώσουν ένα ισχυρό ρεύμα προς την ενσωμάτωση του μοντερνισμού στην διδασκαλία της ζωγραφικής, όπως ο Κωνσταντίνος Παρθένης. Επιπλέον δεν μπορούσε να δεχτεί ότι λειτουργούσε μόνο το ένα εργαστήριο για τη Γλυπτική, το Α΄,  ενώ το Β’ παρέμενε ανενεργό, αφού ο υπεύθυνος καθηγητής ήταν μονίμως απών. Και παρά το ότι επιδίωκε να τον διαδεχθεί δεν δίστασε να το καταγγείλει ονομαστικά. Στο στόχαστρο  όμως του εκδότη του περιοδικού μπήκε και ο Πρωθυπουργός και ο Υπουργός Παιδείας της εποχής του προς τους οποίους απήυθυνε ως εκδότης ανυπόγραφη επιστολή. Λόγο αυτής της στάσης του κατηγορήθηκε για προσπάθεια αυτοπροβολής και προκάλεσε αρκετές αντιδράσεις.  

Με διδακτικό τόνο ο Μιχάλης Τόμπρος, από τις σελίδες του περιοδικού του,  υποστηρίζει πως: «δεν μπορούμε κάθε τι νατουραλιστικό με γνώμονα τον αρχαϊσμό μας να το βαπτίζουμε μεγάλη τέχνη. Αυτό θα φανέρωνε μόνο τον τοπικισμό και την άγνοια μας..»Από τις στήλες του τελευταίου τεύχους του περιοδικού του ο «20ος ΑΙΩΝΑΣ» αποδοκίμασε βίαια την πρώτη ελληνική συμμετοχή, το 1934, στη 19η  Μπιενάλε της Βενετίας.

Η κριτική του δεν επικεντρώθηκε μόνο στην αισθητική του περιπτέρου μας, το οποίο υπάρχει ως σήμερα, αλλά στην κακή διοργάνωση, στον μεγάλο αριθμό εκθεμάτων, λόγω του οποίου η ελληνική συμμετοχή πέρασε απαρατήρητη κι έγιναν ελάχιστες πωλήσεις έργων και στην προτίμηση σε  συντηρητικών τάσεων καλλιτέχνες. Σε γενικές γραμμές και όπως επισήμανε ο καθηγητής Δημήτρης Παυλόπουλος, στο βιβλίο του «Ζητήματα Νεοελληνικής Γλυπτικής» που εκδόθηκε στην Αθήνα το 1998, το περιοδικό του Τόμπρου «κάνει πολλά βήματα μπροστά από τα λογοτεχνικά έντυπα της περιόδου αυτής, τα οποία ακροθιγώς μιλούν για την καλλιτεχνική ζωή. Μονόπλευρα αλλά σταθερά, πληροφορεί κατατοπιστικά το ελληνικό κοινό σε ζητήματα της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης» .  

Το 1937, ο Μιχάλης Τόμπρος συμμετείχε στην Διεθνή Έκθεση Τέχνης και Τεχνικής στο Παρίσι και απέσπασε το Μεγάλο Βραβείο για τρία πρωτοποριακά έργα του. Η διάκρισή του τράβηξε την προσοχή στην Ελλάδα και με παρέμβαση του Ι. Μεταξά, το 1938 διορίστηκε τακτικός καθηγητής στο Β΄ εργαστήριο γλυπτικής της Σχολής Καλών Τεχνών. Την ίδια χρονιά εκπροσώπησε την Ελλάδα στην Μπιενάλε της Βενετίας.

Αμερικανίδαω αθλήτρια - Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης Γουλανδρή Άνδρος - έργο του 1928

Στη σχολή Καλών Τεχνών δίδαξε ως το 1960. Από το 1957 ως το 1959 διετέλεσε διευθυντής της. Το 1943, στο μέσο της Κατοχής, ανέλαβε τη διεύθυνση Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας. Το 1967 η Ακαδημία Αθηνών του απένειμε το Αριστείο Καλών Τεχνών και τον επόμενο χρόνο τον εξέλεξε μέλος της. Δεν σταμάτησε ωστόσο να δουλεύει εντατικά και με τον καιρό δεχόταν όλο και περισσότερες παραγγελίες, για ηρώα σε δημόσιους χώρους.

Ως καλλιτέχνης είχε άρτια τεχνική κατάρτιση και γνώση των κανόνων της πλαστικής τέχνης. Επιδόθηκε ιδιαίτερα σε προτομές, ανδριάντες και μνημειακά σύνολα. Ο Τόμπρος διαμόρφωσε την εικαστική του γλώσσα στη γλυπτική την περίοδο του Μεσοπολέμου και ήταν από τους πρώτους που επιχείρησαν το συγκερασμό του ελληνικού με το ευρωπαϊκό στοιχείο. Από το 1950 και μετά έγινε σαφής η πορεία του προς το μοντερνισμό και τη δημιουργία αφαιρετικών συμβολικών συνθέσεων.

Ο Μιχάλης Τόμπρος σε φωτογραφία από το αρχείο της ΑΣΚΤ 

Χαρακτηρίζεται ως ένας καλλιτέχνης πρωτοπόρος και μοντέρνος εξαιτίας των νεωτεριστικών στοιχείων που εισήγαγε στην ελληνική γλυπτική. Χωρίς να αμφισβητεί το μάθημα του Rodin, αποκατέστησε τις γέφυρες με την κλασική τέχνη, που ουσιαστικά είχαν διακοπεί από τους ακαδημαϊκούς, έδειξε την εκτίμησή του προς τον προ-κλασικό εικαστικό κόσμο και σεβάστηκε τη λαϊκή παράδοση και κληρονομιά. Θα μπορούσε ειπωθεί  πως υπήρξε ο πρώτος Έλληνας γλύπτης που σηματοδότησε τη μετάβαση της εγχώριας πλαστικής τέχνης από το Μόναχο και τον Κλασικισμό, στο Παρίσι και τα κινήματα της ανεξάρτητης πρωτοπορίας.

Ο Τόμπρος έφυγε από τη ζωή στις 28 Μαΐου 1974. Η προσφορά του στη νεοελληνική γλυπτική υπήρξε σημαντική. Το έργο του, σε μάρμαρο, μπρούτζο, γύψο ή πηλό, είναι σημαντικό και μεγάλο. Τα γλυπτά που έκανε κατά παραγγελία (προτομές, ανδριάντες και ηρώα) έχουν ρεαλιστικό ή κλασικό/ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Αντιθέτως, οι ελεύθερες συνθέσεις του έχουν τον αέρα των νεωτεριστικών κινημάτων του Παρισιού της εποχής του Μεσοπολέμου. Η επιθυμία συμπόρευσης με τα ρεύματα της πρωτοπορίας τον οδήγησε σε κάθε είδους πειραματισμούς. Με την έκδοση του περιοδικού "20ος ΑΙΩΝΑΣ", τη δημοσίευση πλήθους άρθρων στον ημερήσιο και περιοδικό τύπο, αλλά και με τη διδασκαλία του στη Σχολή Καλών Τεχνών, συνέβαλε στην εξέλιξη της γλυπτικής τέχνης και τη διάδοση των πρωτοποριακών ρευμάτων στην Ελλάδα.

 

 Σημείωση: Η Δανάη Μπασαντή κατάγεται από την Άνδρο και είναι φοιτήτρια 4ου έτους του Ιστορικού & Αρχαιολογικού Τμήματος του Πανεπιστημίου Αθηνών.