ΑΝΥΦΑΝΤΡΑ

Της Άννας Φράγκου

Υποψήφιας Δημοτικής Συμβούλου

 

Θα ήθελα να σας διηγηθώ ένα αληθινό παραμύθι για μια παλιά ξεχασμένη τέχνη, την τέχνη της Ανυφάντρας. Το 1920 στο Κοχύλου γεννήθηκε η Αικατερίνη Ασούτη. Ήταν παιδί πολύτεκνης οικογένειας και αναγκάστηκε το 1936 να κλειστεί στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής (Αγίας) πάνω από το Μπατσί. Εκεί έμεινε επί 4–5 χρόνια, χωρίς να πάρει το σχήμα της Μοναχής. Κύριος σκοπός της ήταν, να μάθει την τέχνη του αργαλειού, η οποία διδασκόταν στο μοναστήρι για επαγγελματική σταδιοδρομία των γυναικών. 

Φαίνεται ότι η μοίρα της , ήθελε να την δέσει με αυτή την τέχνη που η Κατερίνα αγάπησε τόσο πολύ, ώστε την υπηρέτησε για μια ζωή. Στέλνει τον επιπλοποιό θείο της, Νικολό Γουλανδρή από τη Χώρα, να αντιγράψει από το μοναστήρι της Αγίας έναν αργαλειό, τον οποίο, της τον κάνει δώρο. Έτσι τον στήνει στο πατρικό της και ξεκινά επαγγελματικά πλέον. Το 1943 όμως παντρεύεται τον Νικόλα Ασούτη (Χασαπονικόλα) και έτσι μεταφέρει τα σύνεργα της υφαντικής τέχνης στα Αηδόνια.

Τα υλικά που χρησιμοποιούσε ήταν βαμβάκι, μαλλί και κουρέλια. Αν ήθελε να φτιάξει πισκίρια (μακρόστενη πετσέτα, παλιό υφαντό του σπιτικού νοικοκυριού), ή σεντόνια, ύφαινε με βαμβάκι, εάν ήθελε κουρελού με κουρέλια και αν ήθελε κουβέρτες ή σκλαβίνες (ολόμαλλες κουβέρτες) ύφαινε με μαλλί. Οι νοικοκυρές της έφερναν το μαλλί σε κούκλες και επέλεγαν το σχέδιο που ήθελαν. Πολλές φορές αναγκαζόταν να βάφει και μαλλί με οικολογικό τρόπο (σε καζάνι με νερό, διαλύοντας φυσικές χρωστικές).

Δυστυχώς το 1972 σταματά, διότι η οικογένειά της φεύγει για λόγους υγείας, στην Αθήνα. Μπορεί ακόμη και σήμερα να υπάρχουν γυναίκες που γνωρίζουν την τέχνη αυτή, μα η τέχνη της καλόγριας της Χασαποκατίνας ήταν ομολογουμένως αμίμητη.

Πόσα σπίτια στα χωριά μας, δεν έχουν ακόμη φυλαγμένο στο μπαούλο, κάποιο χράμι, κουρελού, μεταξωτό, πετσέτα, χαλί, προσόψιο με καλημέρα, τραπεζομάντηλο, σκλαβίνα, πετσετάκι, ταγάρι (τσάντα κρεμαστή), μπαουλοσκέπασμα, φτιαγμένα από τα χέρια της.

Όμως από το 1972 τα εργαλεία της μπήκαν στο χρονοντούλαπο και κατέληξαν στο κατώι, μέχρι ο γιος της Δημήτρης Ασούτης να καταφέρει να δημιουργήσει το Μουσείο Υφαντικής Τέχνης στο συγκρότημα Αγίας Τριάδας, μετά από έγκριση αιτήματός του, από τον αείμνηστο τότε Δήμαρχο Ιωάννη Γλυνό και το Δημοτικό Συμβούλιο.

Όταν όμως εγκαταστάθηκε εκεί το ΚΠΕ, όλα τα εκθέματα επέστρεψαν πάλι στους κληρονόμους. Θα ήταν μεγάλη χαρά για όλους μας, να καταφέρουμε να εγκαινιάσουμε ξανά, έναν τέτοιο μουσειακό χώρο, ώστε να πάρει πάλι σάρκα και οστά, κάτι που μας δένει με τις ρίζες μας, κάτι που μας δένει με το παρελθόν.

ΥΓ. Θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά την κ. Βιολέτα Ασούτη, που μου έδωσε αυτές τις σημαντικές πληροφορίες, από γραπτές σημειώσεις του αποθανόντος συζύγου της, Δημητρίου Ασούτη και της Μαρίας Βασταρδή, ώστε να σας διηγηθώ για μια σπουδαία λαϊκή παραδοσιακή τεχνίτρια και ένα ξεχασμένο και ιδιαίτερα όμορφο επάγγελμα, που κάποτε άνθισε στο αγαπημένο μας Κόρθι.