Άνδρος: Στον απόηχο/κακόηχο των ανδριώτικων πανηγυριών ή η παραδοσιακή μουσική εκπέμπει SOS

 Του Ιωάννη Ξανθού

Στο διάστημα των μηνών  από τα μέσα Ιουλίου  έως τέλη Σεπτεμβρίου  κάθε χρόνο (από της Αγίας Μαρίνας έως τη μετάσταση του ‘Αη Γιάννη του Θεολόγου),  διοργανώνεται στην Άνδρο, κυρίως από  τους Πολιτιστικούς - Εξωραϊστικούς Συλλόγους των χωριών, μεγάλος αριθμός ετήσιων χορών, χαρακτηριζόμενων και ως «παραδοσιακών πανηγυριών», με χρήση νησιώτικης μουσικής για την διασκέδαση των  συμμετεχόντων.

Το κριτήριο για πολλούς ώστε  να χαρακτηρισθεί επιτυχημένος ένας «χορός»  ή «πανηγύρι», συνήθως είναι το «μέγα πλήθος και μέγα πάθος» των προσερχομένων, η παρουσία νέων ανθρώπων, ο αριθμός των σουβλακιών και οι μπύρες  που καταναλώθηκαν, η οικονομική του επιτυχία, το άψογο της οργάνωσης.

Για την διασκέδαση, χρησιμοποιούνται κατά κύριο λόγο τοπικά σχήματα ή εισαγόμενα, εκτός της ‘Άνδρου, που αποτελούνται από  βιολί-ανδρική φωνή και συνοδεύεται κάποιες φορές από λαούτο (συνήθως διακοσμητικό ως προς το παίξιμο), σχεδόν πάντα από αρμόνιο ή συνθεσάϊερ, μπουζούκι για το λαϊκό πρόγραμμα, φωνή γυναικεία και κάποιες φορές υπάρχει και ντράμερ. Η χρήση του συνθεσάιζερ   κρίνεται αναγκαία από τους βιολιτζήδες γιατί, εν αντιθέσει με  αυτούς, υπάρχουν ελάχιστοι –δύο έως τρείς - λαουτιέρηδες  στην Άνδρο  που μπορούν να παίξουν και να ακομπανιάρουν.

Το είδος της μουσικής που ακούγεται είναι ένα είδος «ντισκονησιώτικου», με το πολύ γρήγορο τέμπο-κονσέρβα  που δίνουν τα αρμόνια-συνθεσάϊζερ. Οι «χορευτές» ακολουθούν ή αναγκάζονται να ακολουθήσουν ένα πολύ γρήγορο ρυθμό, που απαιτεί καλή φυσική κατάσταση και  σχεδόν τρέχουν για να προλάβουν - τι άραγε; - μάλλον μη μείνουν πίσω . Η ένταση της μουσικής  στη διαπασών, να ξεκουφαίνει, με πολλά μπάσα. Τα ακούσματα που παίζονται είναι αυτά του «νεονησιώτικου», εισαγόμενου στην Άνδρο τραγουδιού, «της σχολής Ματθ. Γιαννούλη» που σε καμία περίπτωση δεν είναι η παραδοσιακή Ανδριώτικη μουσική.

Οι συγκεντρώσεις αυτές - χοροί, χοροεσπερίδες - απέχουν πολύ από το να χαρακτηρισθούν «πανηγύρια» και μάλιστα «παραδοσιακά». Παραδοσιακά πανηγύρια που διατηρούν ακόμη λίγη από την  αυθεντικότητα της παλιάς εποχής, είναι αυτά που γίνονται στα Τρομάρχια κατά την επομένη ημέρα του Πάσχα, της Ζωοδόχου Πηγής στα  Φλετρά, στον Άη Γιώργη τον Φαράλη, στην Αγία Μονή στο Στενό και στον Άη Γιάννη στις «Κρομμύδες», όλα στην  περιοχή της Δ.Ε. Κορθίου  και αυτό δεν πρέπει να είναι τυχαίο, αλλά δείχνει ότι οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, διατηρούν και σέβονται ακόμη την παράδοση. Χαρακτηριστικό τους είναι το κέφι, ο αυτοσχεδιασμός  στην οργάνωση, τα φαγητά που κουβαλούν μαζί τους  οι οικογένειες. Και κυρίως καλύτερη επιλογή  στη μουσική και στις παραγγελιές τους.

Στον αντίλογο, υπάρχει η απάντηση  λ.χ. «μα αυτά θέλει ο κόσμος» ή «αυτά θέλουν οι νέοι»  ή «μα έτσι έχει οικονομική επιτυχία ο χορός μας».

Ποιος όμως έμαθε τους νέους ή τον κόσμο να θέλει αυτά ή να χορεύει και να διασκεδάζει έτσι; Ποια είναι η ευθύνη των παλαιότερων και των παρουσών γενεών ή των  Συλλόγων  σ’ αυτό το «τουρλουμπούκι» που  θέλει να αυτοχαρακτηρίζεται ως παραδοσιακό πανηγύρι και η μουσική ως «παραδοσιακή»;

Στους Συλλόγους  που διοργανώνουν  τους χορούς αυτούς, κανείς δεν μπορεί να χρεώσει κακές προθέσεις. Αντίθετα  τα μέλη τους, αφιερώνουν πάρα πολύ χρόνο και διαθέτουν την προσωπική τους εργασία και πολύ κόπο για να οργανώσουν την εκδήλωση και με τα χρήματα που θα εξοικονομήσουν , θα τα διαθέσουν για τις ανάγκες  του Συλλόγου  ή σε έργα κοινής ωφελείας και εξωραϊσμού για το χωριό τους, καλύπτοντας   ή συμπληρώνοντας τα κενά των Τοπικών Κοινοτήτων τους.

Ούτε  επίσης μπορεί κανένας να χρεώσει στους οργανοπαίχτες την ευθύνη για το μουσικό αποτέλεσα. Αντίθετα, οι περισσότεροι από αυτούς έχουν μαθητεύσει δίπλα στον μεγάλο παραδοσιακό μας οργανοπαίχτη Βαγγέλη  Ζαγοραίο, είναι πολύ καλοί μουσικοί, για κάποιους είναι η αποκλειστική δουλειά τους αλλά αναγκάζονται και παρασύρονται μέσα  στο  γενικό κλίμα και δεν παίζουν μόνο αυτά  που διδάχθηκαν από  τους δασκάλους τους  και  βάζουν  στο ρεπερτόριό του και άλλα ξενόφερτα και μη  υποφερτά    ακούσματα .  

Σήμερα στο νησί, δεν είναι υπερβολή ότι τα παραδοσιακά σχήματα που σέβονται, δεν προσβάλλουν  και ακολουθούν την μουσική μας  παράδοση, δεν ξεπερνούν τα πέντε.

Παλιότερα, υπήρχαν οργανοπαίχτες στην Άνδρο που σταματούσαν το χορό που είχε παραγγείλει κάποιος αν δεν χόρευε καλά και όπως ήθελαν, ακολουθούσαν  ανάλογα τα βήματα του χορευτή και έπαιζαν το σκοπό. Αντίθετα, στους σύγχρονους «χορούς» στην ‘Ανδρο, το τέμπο που δίνει η κονσέρβα του συνθεσάιερ, δίνει το ρυθμό στον βιολιτζή και στους χορευτές. 

Σε κάθε τόπο στην Ελλάδα, η μουσική, ο χορός και το τραγούδι, αποτελούν  μέρος της ταυτότητάς του και της πολιτιστικής του κληρονομιάς. Υπάρχουν τόποι όπου είναι άρρηκτα δεμένοι με την μουσική, το χορό, τα πανηγύρια και τα γλέντια  και τους χαρακτηρίζουν όπως είναι λ.χ. η Ικαρία  , η Κρήτη, η Αμοργός, η Νάξος, η Τζιά, η Κύθνος  που  έχουν τη δική τους   χαρακτηριστική μουσική ταυτότητα.

Η Άνδρος διαθέτει  σημαντική μουσική και χορευτική ταυτότητα και παράδοση που τείνει όμως σε δραματικό ρυθμό να αλλοιωθεί και να εξαφανισθεί.

Οι σκοποί της, οι ρυθμοί και οι χοροί της  είναι αργοί, μερακλίδικοι, διακριτικοί, όχι χοροπηδηχτοί. Ο σωστός Ανδριώτης χορευτής,  άνδρας ή γυναίκα χορεύει, ο καθένας με το δικό του ξεχωριστό τρόπο, με τα «γαρμπέτα» (κομψότητα) και τις φιγούρες που κάνει, έχει χάρη,  δεν πηδάει σαν κατσίκι, ούτε τρέχει, δεν κάνει τζόκιν.

Οι μελωδίες που παίζονται  στην Άνδρο προέρχονται κυρίως από την Μικρά Ασία και την Πόλη,  επειδή  ήταν προσανατολισμένη  μουσικά  προς τα μέρη εκείνα και όχι προς το κεντρικό και νότιο  Αιγαίο (Νάξο, Πάρο, Αμοργό).

Αυτό εξηγείται γιατί υπήρχαν εμπορικές συναλλαγές  και επικοινωνία των  Ανδριωτών με την Σμύρνη και την Πόλη, καΐκια μετέφεραν το λεμόνι και άλλα προϊόντα του νησιά  στα μέρη αυτά, αρκετοί Ανδριώτες και Ανδριώτισσες  εργάζονταν εκεί ως κτιστάδες, εργάτες, υπηρετικό προσωπικό , παραμάνες  κλπ.

Από  την δεκαετία του ’60  αγαπήθηκε ιδιαίτερα  στην ‘Άνδρο η  Ειρήνη Κονιτοπούλου-Λεγάκη και η επίδραση των Κονιτοπουλαίων ήταν εμφανής,  μέσα από  την δισκογραφία τους αλλά και από τις εμφανίσεις τους στην ‘Άνδρο, στο Νειμποριό, κατά το πανηγύρι της Αναλήψεως στου Ρεγκούκου (Ψωμά).  Τα τραγούδια τους  και οι σκοποί που έπαιζαν  ήταν το Φανταράκι, το Αρμενάκι (Σεφαραδίτικος σκοπός των Εβραίων της Θεσσαλονίκης), το Καναρίνι μου Γλυκό, ο Ποταμός, το Συρτό Πολίτικο, το  Συλληβριανό, η Κορθιανή και άλλα  που έπαιζαν και τραγουδούσαν, ήταν ιδιαίτερα αγαπητά στην Άνδρο και παιζόταν σε κάθε γλέντι, γάμο ή πανηγύρι.  Βέβαια οι σκοποί και τα τραγούδια που έπαιζαν  παρέπεμπαν  και πάλι στα  γνώριμα και οικεία  για τους Ανδριώτες ακούσματα της  Σμύρνης και της Πόλης και δεν βρήκαν  απήχηση  οι άλλοι ναξιώτικοι χοροί (Βλάχες, καλαματιανά, κοτσάκια).

Αργότερα, «αστικοποιήθηκε» με τα νησιώτικα  και τη φωνή του Γιάννη Πάριου που είχαν  εξαιρετικό ήχο από  πολύ καλούς μουσικούς και μπήκε σε κάθε σπίτι  στην Άνδρο και στην Ελλάδα.

Μεγάλη κι αρνητική επίδραση για  την νησιώτικη μουσική στην Άνδρο, κατά τα τελευταία 20 χρόνια περίπου, είχαν οι Μ. Γιαννούλης και οι όμοιοί του με τα «τσιφτετελονησιώτικα» που εισήγαγαν, οι οποίοι δυστυχώς βρήκαν πολλούς  μιμητές  στην ‘Ανδρο, σε μουσικούς και  γλεντηστές. Και δώστου  «η πιτσιρίκα»,  «το 4 Χ4»,  «γιατί με λένε μόρτη» , «δεν τη πετώ τη βέργα μου», «ο ναξιώτης με το μωρό στην κούνια», ναξιώτικα ακούσματα  χωρίς καμία σχέση με την ανδριώτικη μουσική παράδοση.

Τα τελευταία χρόνια, παρατηρείται στην Άνδρο, ευτυχώς  τουλάχιστον,  μία ανεκτή  ηχητικά  στροφή  προς «την σχολή» του Νίκου Οικονομίδη » που είναι εξαιρετικός παραδοσιακός οργανοπαίχτης και γνώστης της παραδοσιακής μουσικής και οι Αμοργιανοί και άλλοι σκοποί του, παραπέμπουν στους βυζαντινούς ήχους και ψαλμούς  που εισήγαγε η Μονή της Χοζοβιώτισσας και είναι κοντά στα δικά μας  αργά και μερακλίδικα ακούσματα.

Οι  παραδοσιακοί σκοποί που χορεύονταν   στην ‘Ανδρο ήταν το   Συρτό Πολίτικο, ο Συλιβριανός, ο Ποταμός , της  Ωριάς το Κάστρο, ο Αργείτικος, του Κίτσου η μάνα, Καλαματιανά (οι τρείς τελευταία  δηλαδή στεριανοί  δηλαδή σκοποί που ήλθαν στην Άνδρο), οι Μπάλλοι (από όλες τις κλίμακες), οι σούστες, σκοποί  με την τσαμπούνα και άλλοι.

Ονομαστός  βιολιτζής που επηρέασε την  παραδοσιακή μουσική στην ‘Ανδρο ήταν ο  «Σπυροκώτσος», Κοραχάης  στο επώνυμο,  από την Μεσσαριά,  ο οποίος μαθήτευσε στην  Σμύρνη  πριν την Μικρασιατική καταστροφή απ’ όπου μετέφερε στην Άνδρο το Σμυρναίϊκο άκουσμα. Επίσης ο Βαλμάς στο σαντούρι που έπαιζε την μπαγκέτα  με ένα κομμένο χέρι, ο Δημ. Ραπτάκης στο σαντούρι,  ο Μιχαήλος Ραπτάκης στο σαντούρι που ήρθε από την Πόλη και ήταν δάσκαλος του Κόρου,  ο Πατήρης στο ακορντεόν  και στο σαντούρι με το κομμένο πόδι μετά από ατύχημα,  ο Καμπεράκης-Ζούρας  και άλλοι.   Μαθητής του Καμπεράκη, είναι ο παραδοσιακός οργανοπαίχτης   Σταύρος Λαρίος που έχει δημιουργήσει  την δική του  ομάδα μαθητών του στη ΒΔ Άνδρο.

Στα γλέντια μπορούσε να ακούσει κανείς και Ευρωπαϊκές μελωδίες τύπου Φοξ Εγκλέ και Πόλκες, Ταγκό, Βαλς, καντρίλιες  και φυσικά τα γνωστά Λαϊκά, τις Ρούμπες, τα Χασάπικα και τα Ζεϊμπέκικα.  Στην κεντρική Άνδρο (Χώρα)  τα  Ευρωπαϊκά, συνοδεύονταν  και από ακορντεόν, χωρίς όμως να μπορεί να θεωρηθεί  ως παραδοσιακό όργανο, αλλά παρέπεμπε στις Εστουδιαντίνες της Σμύρνης.

Καθαρά Ανδριώτικα τραγούδια, υπό την έννοια του τραγουδιού, χωρίς να αναφέρουμε τα δίστιχα στους Μπάλλους, ακούγονται λίγα. Τα πιο χαρακτηριστικά είναι τα τραγούδια «Πράσινες τομάτες», «Βλέπω καράβια κι έρχονται» και άλλα, γνωστά από άλλες περιοχές της Ελλάδος ,  με παραλλαγή Ανδριώτικη, όπως το «Στης Mαντζουράνας τον ανθό».

Τα μουσικά όργανα που παραδοσιακά παίζονταν στην Άνδρο, ήταν το βιολί, το λαούτο, το σαντούρι και η τσαμπούνα ή σαμπούνα  που είναι μουσικό όργανο κυρίως της Βόρειας και Βορειοδυτικής Άνδρου που συνοδεύεται από το τουμπί/

Οι Χοροί της Άνδρου είναι:  

O Συρτός

Χορεύεται σε όλη την Άνδρο. Στην παλιότερη του μορφή χορεύονταν από δύο άνδρες, σήμερα χορεύεται από όλους τους χορευτές. Παίζεται από βιολί, λαούτο και αν υπάρχει,  και σαντούρι, ενώ στη βόρεια Άνδρο παίζεται και από τσαμπούνα και τουμπί. Ο βηματισμός δεν είναι έντονος όπως σε άλλα νησιά των Κυκλάδων, αντιθέτως είναι αρκετά βαρύς και μερακλίδικος, γι’ αυτό και χορεύονταν μόνο από άνδρες, οι οποίοι όταν ήταν παραπάνω από δύο πιάνονταν από τους ώμους.

Ο Μπάλλος

Ακολουθεί πάντα το Συρτό και χορεύεται σε όλη την Άνδρο. Λέγεται ότι είναι ξενόφερτος χορός  (ballo =  χορός), Βενετσιάνικης προέλευσης  και γι’ αυτό πάντα στα πανηγύρια παίζονταν πρώτα ο Συρτός (ως καθαρά τοπικός) και μετά ο μπάλλος.  Η παράδοση και η ιστορία αναφέρει ότι η Βασίλισσα Αμαλία όταν επισκέφθηκε την Άνδρο, ενθουσιάσθηκε   με τον χορό αυτό γι’ αυτό και τον ενέταξε  στο χορευτικό  πρόγραμμα των Ανακτόρων.

Στη σημερινή εποχή, που ο συρτός χορεύεται μικτά από άνδρες και γυναίκες, όταν ο μουσικός «γυρίσει» από το Συρτό στο Μπάλλο , τα ζευγάρια δημιουργούνται αυτοστιγμεί από τον κύκλο. Στην παλιότερη του μορφή, όταν δηλαδή ο συρτός χορεύονταν μόνο από δύο άνδρες, όταν «γύριζε» ο Μπάλλος οι δύο άνδρες ή έστω ο πρωτοχορευτής ,καλούσε προσφέροντας ή πετώντας το μαντήλι του μια ντάμα από την παρέα του. Αφού τη χόρευε (ή τις χόρευαν αν παρέμεναν και οι δύο) όσο ήθελε την γύριζε πίσω στο τραπέζι και έπαιρνε άλλη ντάμα με τον ίδιο τρόπο πάλι όμως από την παρέα του, μέχρι να χορέψει όλες τις ντάμες της παρέας του. Αυτός ήταν ο λεγόμενος «γυναικείος μπάλλος».

Σε μια ακόμα παλιότερη μορφή οι δύο άνδρες που χόρευαν με το γύρισμα του Μπάλλου καλούσαν, πάλι με το μαντήλι, δύο γυναίκες από την παρέα τις τοποθετούσαν ανάμεσά τους και χόρευαν Μπάλλο αλλά όλοι πιασμένοι σαν σε συρτό.
Χαρακτηριστικό του Μπάλλου στην Άνδρο είναι ότι δεν χορεύεται από το ζευγάρι αντικριστά αλλά κυρίως πλάι -πλάι. Το βήμα όπως και στο συρτό είναι βαρύ και μερακλίδικο για τον άνδρα χωρίς έντονες κινήσεις ενώ για την γυναίκα στο ίδιο ύφος και με διακριτικό βήμα και βλέμμα  η οποία κρατάει το μαντήλι  στα δυό της χέρια .  Χαρακτηριστικές φιγούρες στοn Μπάλλο είναι οι στροφές του ζευγαριού στο ίδιο ύφος του χορού και το περπατητό βήμα των χορευτών όταν η μουσική γύριζε σε «αμανέ».  Το ύφος του χορού δεν έχει μια διακριτική ερωτική διάθεση εφ’ όσoν ο άνδρας τείνει με το χορό του περισσότερο να αναδείξει την ομορφιά και τη χάρη της ντάμας του παρά να την πλησιάσει ερωτικά, αντίθετα δηλαδή με ό,τι συμβαίνει στον Ναξιώτικο μπάλλο.  
Οι πιο δεξιοτέχνες χορευτές του Μπάλλου στο νησί, προέρχονται κυρίως από τα χωριά του Κορθίου της Νοτίου Άνδρου,  όπου  πολλά  σημερινά επώνυμα  είναι ιταλικής ή ενετικής προέλευσης αλλά και από τα χωριά της Κεντρικής Άνδρου (Χώρας).

Ας ακούσουμε όμως πώς περιγράφει τον  Ανδριώτικο Μπάλλο ο λαϊκός οργανοπαίχτης και  ζωγράφος Σωκράτης Φραγκέτης:

«Ο Ανδριώτικος Μπάλλος παίζεται κάπως πιο αργά  και σε κλίμακες «ρεμπέτικου» ύφους  στο Ντο μινόρε και ματζόρε, στο  Σολ Ματζόρε και μινόρε (λ.χ. σαν το Αρμενάκι), στο Σι ματζόρε, στο Ρε ματζόρε, στο Λα ματζόρε και μινόρε και από την κλίμακα αυτή με ανάλογη στροφή καταλήγει και πάλι στο Ντο ματζόρε και συνεχίζεται.
Πως χορεύεται ο Μπάλλος:  Πριν παιχθεί ο κυρίως Μπάλλος, παίζεται  ένας  Συρτός, ‘Ενας από τον «Πολίτικο», «Συλλιβριανό», «Ποταμό», «Του Κίτσου η Μάννα», «Της Γρηάς το Κάστρο»,  τον «Αζιζιέ», σύμφωνα με την παραγγελία  που θα δώσουν οι χορευτές, (δύο άνδρες), στους οργανοπαίκτες. Αφού χορέψουν λίγη ώρα, καλούν δύο γυναίκες, τις «ντάμες», όπως λέγονται στην ‘Ανδρο, οι οποίες κρατούμενες με μαντήλι, παίρνουν θέση ανάμεσα στους δύο «καβαλιέρους». Ο ένας σύρει το χορό  κρατώντας με μαντήλι τη διπλανή του «ντάμα», η οποία κρατεί τη δεύτερη  «ντάμα» και εν συνεχεία κρατιέται ο 2ος «καβαλιέρος που  είναι ο τελευταίος  της σειράς. Με τη διάταξη αυτή  των χορευτών παίζεται ο «Γυναικείος Μπάλλος» επί 10-15 λεπτά ή κτουμπί. Χορεύεται από άνδρες πιασμένους από τους ώμους. Ο βηματισμός είναι πηδηχτός και με «τριαράκια». Χαρακτηριστικό του χορού είναι ότι ο πρώτος για να κάνει φιγούρες αφήνει τον κύκλο.

Σούστα (Βόρεια Άνδρος)

Χορός της βόρειας Άνδρου. Παίζεται με τσαμπούνα και τουμπί. Χορεύεται μικτά από άνδρες και γυναίκες πιασμένοι από τους ώμους σε κύκλο με κοφτά τριαράκια δεξιά κι αριστερά.

Ο Αργείτικος

Χορός της νότιας Άνδρου και συγκεκριμένα της περιοχής του Κορθίου. Παίζονταν με βιολί λαούτο και σαντούρι και η μελωδία, όπως φαίνεται και από το όνομα του χορού, είναι του Αργείτικου καλαματιανού της Πελλοπονήσου. Χορεύεται από άνδρες πιασμένους από τους ώμους και εδώ, όπως και στο συρτό.

Ο Σέρβικος ή Σούστα (Νότια Άνδρος)

Αντικριστός χορός πάνω σε μελωδία χασαποσέρβικου που χορευόταν από άνδρες και γυναίκες. Προφανώς ξενόφερτος χορός φερμένος μαζί με τις μελωδίες των χασαποσέρβικων από τη Μικρά Ασία. Ο βηματισμός είναι έντονος και χαρούμενος με τριαράκια αντικριστά και στροφές του ζευγαριού πολλές φορές πιασμένοι και από τα χέρια σταυρωτά.

Το Φοξ Αγκλέ

Ζευγαρωτός αγκαλιαστός χορός φερμένος από την Ευρώπη. Χορεύονταν από άντρες και γυναίκες με μελωδίες ευρωπαϊκές από βιολί λαούτο και σαντούρι. 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑ

Όμως τι δέον γενέσθαι για να σωθεί η παραδοσιακή μας μουσική και να αποκτήσουν παραδοσιακό χρώμα τα πανηγύρια μας;

  1. Πρώτα- πρώτα είναι επιτακτική πλέον η ανάγκη της δημιουργίας  ΣΧΟΛΗΣ ΕΚΜΑΘΗΣΗΣ ΠΑΡΑΔΟΣΙΑΚΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΣΤΗΝ ΑΝΔΡΟ, (Βιολί, λαούτο, σαντούρι,  τσαμπούνα) , από δασκάλους-γνώστες του  αντικειμένου σε συνεργασία με τους παραδοσιακούς οργανοπαίχτες που υπάρχουν στο νησί  για να μεταδώσουν τις γνώσεις τους στους νεώτερους.
  2. Δημιουργία ηχοοπτικοακουστικού αρχείου καταγραφής της παραδοσιακής μας μουσικής (τραγούδια,σκοποί, παιξίματα, χοροί)
  3. Μέχρι τότε «αντίσταση» στο γενικό συρμό που τείνει να επικρατήσει και να εξοβελίσει την παραδοσιακή μας μουσική , αντίσταση σε ατομικό και συλλογικό επίπεδο, με τις επιλογές  και τη στάση  του καθενός  μας  με άρνηση συμμετοχής στη φθηνή, εύπεπτη και περιστασιακή νησιώτικη μουσική.

Άνδρος, 22 Σεπτεμβρίου 2019

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1. Τα περισσότερα από τα  στοιχεία για τους παραδοσιακούς χορούς και τα παραδοσιακά όργανα στην Άνδρο, έχουν ληφθεί κατά βάση από την σχετική  έρευνα  που έχει διενεργήσει και μου έχει εμπιστευθεί ο  Θανάσης Καρπούζης, από το Γιαννισαίο,  παραδοσιακός οργανοπαίχτης (σαντούρι, βιολί, λαούτο, τουμπί) με αφορμή την εισήγηση που έκανα στο 5ο  Φεστιβάλ Παραδοσιακής Μουσικής  της Δωδεκανήσου τον Μάιο  2016 που διοργάνωσε ο Σύλλογος ΑΡΤΕΜΙΣ  στην Λέρο για λογαριασμό του Συλλόγου Γυναικών 'Ανδρου.

2. Η φωτογραφία   με τον γκαϊτατζή στο Γιαννισαίο, προέρχεται από το αρχείο του Δημητρίου Αντωνέλλου.

3. Οι  φωτογραφίες των παραδοσιακών οργανοπαιχτών προέρχονται από άλμπουμ μου φωτογραφικών παραδοσιακών οργανοπαιχτών του Ι. Ξανθού που έχει συλλέξει από  διάφορες πηγές προέλευσης (Beato Eftixios κλπ)