ΜΙΚΗΣ ΘΕΟΔΩΡΑΚΗΣ: Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ ΚΑΙ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΤΟΝ ΚΟΣΜΟ

Του ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΠΑΣΑΝΤΗ

Η διατύπωση ενός ερωτήματος ήταν η αφετηρία να ασχοληθώ με τον Μίκη Θεοδωράκη και τον Μάνο Χατζιδάκι και τις κορυφαίες στιγμές του ελληνικού πολιτισμού του 20ου αιώνα. Η αρχική διάλεξη στη Μόσχα έγινε βιβλίο στην Αθήνα. Και σήμερα συνέχεια στο μεγάλο αφιέρωμα του Εν Άνδρω στη μνήμη του παγκόσμιου Έλληνα δημιουργού Μίκη Θεοδωράκη. 

Η διάλεξη στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ της Μόσχας και μετά το βιβλίο στην Αθήνα ξεκίνησαν από μια ερώτηση της ρωσίδας καθηγήτριας Ιρίνα Τρεσαρούκοβα, προέδρου του τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Λομονόσωφ της Μόσχας. Ήταν μια σύντομη συνάντηση τον Ιανουάριο του 2013 σε ένα καφέ του αεροδρομίου Ελ. Βενιζέλος. Συζητούσαμε για κάποιες πτυχές του ελληνικού πολιτισμού. Κάποια στιγμή γύρισε και είπε:

  • Πολύ συχνά αναρωτιόμαστε στο πανεπιστήμιο για το φαινόμενο του ελληνικού τραγουδιού. Πώς συνέβη και για πολλά χρόνια οι έλληνες τραγούδησαν σε τόσο μαζική κλίμακα σπουδαία ποίηση γραμμένη από τους μεγάλους ποιητές.

Άρχισα να εξηγώ. Με διέκοψε μετά από λίγα λεπτά και μου είπε:

  • Έχουμε σε λίγους μήνες το 2ο Διεθνές Συνέδριο Ελληνικού Πολιτισμού στο πανεπιστήμιο Λομονόσωφ. Θα ήθελες να ασχοληθείς με το θέμα και να το παρουσιάσεις; Αν το αποφασίσεις στείλε μέχρι τον επόμενο μήνα περίληψη της ανακοίνωσης σου.

Στο πανεπιστήμιο Λομονόσοφ 2013

Δέχτηκα με ενθουσιασμό. Και άρχισα να συλλέγω υλικό. Στα πλαίσια αυτής της έρευνας βρέθηκα να συζητώ με ανθρώπους που είχαν ασχοληθεί συστηματικά με το έντεχνο τραγούδι. Ξεκίνησα με τον Γιώργο Παπαστεφάνου, σημαντικό μουσικό παραγωγό και παλιό γνώριμο από την εποχή που ήμουν επιστημονικός συνεργάτης της ΕΡΤ. Με την βοήθεια του έφτιαξα ένα το πρώτο χρονολογικό πλαίσιο και τοποθέτησα τις πρώτες αναφορές της διαδρομής του έντεχνου τραγουδιού.

Στιγμιότυπα από την διάλεξη

Συνέχισα με τον Πέτρο Δραγουμάνο, έναν μοναδικό ερευνητή της μεταπολεμικής ελληνικής δισκογραφίας, που προσέφερε όλα τα στοιχεία από το ανεξάντλητο αρχείο του. Αρκετές φορές βρεθήκαμε και συζητήσαμε για τις διαδρομές και την απήχηση των σημαντικότερων συνθετών και έργων του εντέχνου. Στόχος να αποτυπωθεί με στοιχεία η σύζευξη ποίησης και τραγουδιού και η επικοινωνιακή εξάπλωση των έντεχνων τραγουδιών στην ελληνική κοινωνία. 

Η πρώτη γραφή ολοκληρώθηκε λίγες μέρες πριν το συνέδριο της  Μόσχας. Παρουσιάστηκε στις 15 Απριλίου 2013 μπροστά σε ένα κοινό διακεκριμένων Ρώσων ελληνιστών. Ήταν η πρώτη μου επίσκεψη στη Ρωσία και στην Μόσχα. Με την επιστροφή επέκτεινα την αρχική εισήγηση στα όρια μιας μονογραφίας με σκοπό να παρουσιαστεί εκ νέου στη Μόσχα τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς με αφορμή μιας συναυλίας έντεχνου τραγουδιού με τον Μανώλη Μητσιά. Η συναυλία δεν έγινε. Όμως η μονογραφία έμεινε. Και σταδιακά προσέθεσα στοιχεία για την «εικόνα» της ελληνικότητας όπως αυτή «αποτυπώθηκε» στην ποίηση από την «γενιά του ‘30» και στη συνέχεια πέρασε με την μελοποίηση στο τραγούδι της πρώτης μεταπολεμικής μουσικής γενιάς.

 

Η πρόεδρος και καθηγήτρια του Τμήματος Νεοελληνικών Σπουδών του Πανεπιστήμιου Λομονόσωφ Ιρίνα Τρεσαρούκοβα. 

Σε αρκετά σημεία στηρίχτηκα στις παρατηρήσεις για τον κομβικό ρόλο της λογοτεχνίας στην επικοινωνιακή έκφραση και αποτύπωση της ελληνικής κοινωνίας από το παλαιότερο βιβλίο μου Βιβλίο και Επικοινωνία. Συγκεκριμένα συμπεριέλαβα όλες τις παλαιθότερες παρατηρήσεις που αποτέλεσαν έρευνα της διδακτορικής μελέτης μου προς την εθνική αυτογνωσία και τον ευρωπαϊκό μοντερνισμό της γενιάς του ’30 και την προσπάθεια της για την ανάδειξη μιας οικουμενικής ελληνικότητας. Μια αντίληψη που επηρέασε σημαντικά τόσο τον Μάνο Χατζιδάκι όσο και τον Μίκη Θεοδωράκη.

Με του Ρώσους κι Έλληνες καθηγητές και καθηγήτριες μετά την ομιλία...

Ιδιαίτερα η μουσική πορεία του Μίκη Θεοδωράκη, στις δεκαετίες του ‘60 και του ’70, συμπεριέλαβε και επέκτεινε πολλές από τις αναφορές και αναζητήσεις της γενιάς του ’30. Ξεχωρίζω τον Θεοδωράκη γιατί αυτός είναι που κυρίως μελοποίησε συστηματικά τους περισσότερους μεγάλους Έλληνες ποιητές Ρίτσο, Σεφέρη και Ελύτη, φέρνοντας με πρωτότυπους τρόπους τους στίχους τους στα χείλη των ευρύτατων κοινωνικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.

Ήταν ο Θεοδωράκης που διατύπωσε πρώτος στη μουσική μας το αξίωμα «εν αρχή ην ο λόγος» χρησιμοποιώντας σε έκταση την ελληνική ποίηση. Επιπλέον ήταν ο Θεοδωράκης που πρώτος κατονόμασε το «έντεχνο ελληνικό τραγούδι». Και διέγραψε μια μοναδική τροχιά συνδέοντας σε τόση έκταση την ελληνική μουσική με την ελληνική ποίηση οδηγώντας αυτή την μίξη στην κορύφωση του νεοελληνικού πολιτισμού κατά το δεύτερο ήμισυ του 20ου αιώνα.

ΑΠΟΣΠΑΣΜΑΤΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΔΙΑΛΕΞΗ ΣΤΗ ΜΟΣΧΑ (2013) ΚΑΙ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ (2017) 

Ο Μίκης Θεοδωράκης και η ελληνική ποίηση 

Όλα αλλάζουν στο ελληνικό τραγούδι με την πληθωρική είσοδο του Μίκη Θεοδωράκη στο ελληνικό μουσικό πεντάγραμμο το 1959. Ο Θεοδωράκης έφερε μια νέα αύρα στα μουσικά πράγματα λόγω του μουσικού ταλέντου και ταπεραμέντου του, της πολιτικής στράτευσης του και της συνειδητής επιδίωξης να διαμορφώσει και να διαδώσει μια νέα κουλτούρα στην ελληνική κοινωνία. «Οχήματα» αυτής της κουλτούρας ήταν η ποίηση και η μουσική. Και με τις δύο αυτές μούσες είχε ενασχόληση από παιδί όταν είχε μελοποιήσει για πρώτη φορά στο σχολείο του ποιητές όπως ο Σολωμός, ο Παλαμάς, ο Δροσίνης και ο Βαλαωρίτης (Μεγάλη Μουσική Εγκυκλοπαίδεια – 80 χρόνια Θεοδωράκης). 

Ο Θεοδωράκης ακολούθησε με μεγάλο ενθουσιασμό και αστείρευτη δημιουργικότητα ακολούθησε το μονοπάτια που είχε ανοίξει νωρίτερα ο Χατζηδάκις. Μόνο που λόγω του ταπεραμέντου του και της πολιτικής του επιχείρησε εξ αρχής να τα μετατρέψει σε δρόμους και λεωφόρους. Επιχείρησε, δηλαδή, να συναντήσει τα μεγάλα ακροατήρια πολύ πέρα από τα περιορισμένα όρια του μέχρι τότε καλλιεργημένου μουσικού ακροατηρίου στο οποίο απευθυνόταν κυρίως ο Χατζηδάκις.

Χρησιμοποίησε εξ αρχής ως «όχημα» της μεγαλόπνοης πολιτιστικής διαδρομής του την σπουδαία ελληνική ποίηση της γενιάς του ΄30. Πήρε τα ποιήματα και τα έντυσε με όλα τα δυναμικά στοιχεία της διαχρονικής ελληνικής μουσικής (δημοτικό τραγούδι, βυζαντινό μέλος, ρεμπέτικη μουσική, λαϊκό τραγούδι). Έτσι, μεταξύ 1957 και 1964 μελοποίησε μερικούς από τους μεγαλύτερους Έλληνες ποιητές του 20ου αιώνα που έτυχαν στην πορεία και μεγάλης διεθνούς αναγνώρισης όπως οι Κώστας Βάρναλης (βραβείο Λένιν 1959), Γιώργος Σεφέρης (βραβείο Νόμπελ 1963), Γιάννης Ρίτσος (βραβείο Λένιν 1977) και Οδυσσέας Ελύτης (βραβείο Νόμπελ 1979).

Η προσπάθεια του είχε ως στόχο να …«εισάγει την ελληνική ποίηση στο “λαϊκό” τραγούδι». Και το επιδίωξε δημιουργώντας «…τον κύκλο τραγουδιών σαν μουσική φόρμα, τον λαϊκό τραγουδιστή και τα λαϊκά όργανα (για πρώτη φορά στο έργο του) όπως και την λαϊκή συναυλία ως νέα μορφή επικοινωνίας με το κοινό του» (Μεγάλη Μουσική Βιβλθιοθήκη της Ελλάδος - Λίλιαν Βουδούρη, 80 χρόνια Θεοδωράκης, www.mmb.org.gr).

Το μεγάλο άνοιγμα – Από τον Επιτάφιο στο Άξιον Εστί

Η μεγάλη διαδρομή του Θεοδωράκη ξεκινά με την μελοποίηση 7 τμημάτων του ποιήματος Επιτάφιος του Γιάννη Ρίτσου. Όντας στο Παρίσι ο Θεοδωράκης στέλνει αυτά τα κομμάτια το 1959 στον Χατζηδάκη. Ο Χατζηδάκης τα ενορχηστρώνει και τα παρουσιάζει για πρώτη φορά το καλοκαίρι του 1960 στο ελληνικό κοινό με την σπουδαία τραγουδίστρια του ελαφρού τραγουδιού Νανά Μούσχουρη. Τα τραγούδια θα κυκλοφορήσουν τις πρώτες μέρες του φθινοπώρου σε δίσκο από την εταιρεία Phillips - Fidelity.

 

Η πρώτη εκτέλεση του Επιταφίου με τη Νανά Μούσχουρη το 1960. Το εξώφυλλο του δίσκου σχεδίασε ο σημαντικός έλληνας ζωγράφος της γενιάς του ’30 Γιάννης Μόραλης.

Με την επιστροφή από το Παρίσι το 1960 ο Θεοδωράκης θα τα ενορχηστρώσει και πάλι όμως σε εντελώς λαϊκό ύφος. Ο δίσκος θα κυκλοφορήσει δύο μήνες αργότερα από την εταιρεία Columbia. Σολίστ ήταν ο Μανώλης Χιώτης με το μπουζούκι του και την ερμηνεία είχε ο λαϊκός τραγουδιστής Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο δίσκος αυτός θεωρήθηκε ως η γενέθλια παρουσία ενός νέου μουσικού είδους που ονομάστηκε από τον Θεοδωράκη "έντεχνο λαϊκό τραγούδι". 

 

Το εξώφυλλο του δίσκου με την εκτέλεση του Θεοδωράκη το 1960.

Σύμφωνα με την περιγραφή του συνθέτη η πρώτη ηχογράφηση του με τη δική του ενορχήστρωση ακούστηκε σε ένα στενό κύκλων φίλων του και προκάλεσε σοκ. Μέχρι τότε το ρεμπέτικο και το λαϊκό τραγούδι θεωρείτο «παρακατιανό» και μουσική του περιθωριακή και δεν ήταν αποδεκτά ούτε από την συντηρητική ούτε από την αριστερή κουλτούρα.

Πηγαίνοντας, λοιπόν, εντελώς κόντρα στο ρεύμα ο Θεοδωράκης μελοποίησε «υψηλή ποίηση» καθιερωμένου ποιητή χρησιμοποιώντας λαϊκούς δρόμους και μοτίβα. Αυτό σόκαρε. Μάλιστα η διαφορά μεταξύ Χατζηδάκι και Θεοδωράκη κατέληξε ακόμα και σε έναν ιδιότυπο μουσικό διαγωνισμό με αφορμή μια κρητική συνεστίαση που καταγράφηκε και στις εφημερίδες της εποχής (Βήμα – 6/10/1960, Η μάχη των Επιταφίων).

Όπως πλέον ξέρουμε σήμερα ο Επιτάφιος του Θεοδωράκη ήταν «ένα έργο που έμελλε να επηρεάσει σοβαρά την εξέλιξη της ελληνικής λαϊκής μουσικής» γιατί υπήρξε το πρώτο της μακριάς σειράς πολλών και πολύ σημαντικών «κύκλων» τραγουδιών που θα ακολουθούσαν στην συνέχεια (Μεγάλη Μουσική βιβλιοθήκη – 80 χρόνια Μίκης Θεοδωράκης, ιστοσελίδα www.mmb.ogr).

 

Οι μπαλάντες του Μαουτχάουσεν. Έργο παγκόσμιας εμβέλειας.

Στην ίδια κατεύθυνση με τον Επιτάφιο ο Θεοδωράκης συνέθεσε στην πορεία και τη «Ρωμιοσύνη» (1964) σε ποίηση του Γιάννη Ρίτσου. Η Ρωμιοσύνη υπήρξε καρπός μιας έμπνευσης  (γράφτηκε σε δύο νύχτες και ηχογραφήθηκε σε 19 ώρες) το οποίο συνέχισε στους δρόμους του Επιταφίου. Μεταξύ των κύκλων του Επιταφίου και της Ρωμιοσύνης ο Θεοδωράκης μελοποίησε αρκετά ποιήματα κορυφαίων Ελλήνων ποιητών όπως ο Σεφέρης, ο Βάρναλης, ο Γκάτσος. 

Όμως την μεγάλη τομή θα την κάνει ο Θεοδωράκης το 1964 όταν κυκλοφόρησε το Άξιον Εστί. Ένα έργο βασισμένο στο ομώνυμο ποίημα του Οδυσσέα Ελύτη. Το έργο γράφτηκε και ενορχηστρώθηκε σταδιακά από την άνοιξη τού 1960 έως τον Δεκέμβριο τού 1963 στην Αθήνα και στο Παρίσι. Ηχογραφήθηκε και κυκλοφόρησε το 1964 (τραγούδι Γρηγόρης Μπιθικώτσης, αφηγητές τους Μάνο Κατράκη και Θόδωρο Δημίτριεφ, χορωδία Θάλειας Βυζαντίου). Το έργο αποτέλεσε την νέα μεγάλη «ρήξη» του Θεοδωράκη με το μουσικό και πολιτιστικό κατεστημένο της εποχής.

 

Άξιον Εστί: με εξώφυλλο του Γιάννη Τσαρούχη.

Ο συνθέτης αποκάλεσε το έργο “λαϊκό ορατόριο” ή “μετασυμφωνική μουσική”. Θέλησε έτσι να περιγράψει τα πολλά νεωτερικά στοιχεία της σύνθεσης, καθώς ενέταξε σε αυτό στοιχεία από τη διαχρονική ελληνική παράδοση και τη δυτική μουσική (βυζαντινό μέλος, δημοτικό τραγούδι, αφηγητής-ψάλτης, λαϊκός τραγουδιστής, λαϊκή και κλασική ορχήστρα). Στόχος της μουσικής σύνθεσης ήταν να αναδείξει την ποίηση. Όπως έγραψε και ο ίδιος: «Εν αρχή ην ο λόγος....η μεγαλύτερή μου φιλοδοξία είναι να υπηρετήσω πιστά την νεοελληνική κυρίως ποίηση» (Σημειώσεις συνθέτη – Μεγάλη Μουσική Βιβλιοθήκη). 

Όπως φαίνεται από τα γραπτά του ίδιου του Θεοδωράκη είναι προφανές πως ο συνθέτης είχε επίγνωση της σταδιακής ωρίμανσης του ακροατηρίου του. Και αυτή την ωρίμανση ο συνθέτης την έβλεπε μέσα από την εξέλιξη του ψυχισμού και της φαντασίας. Ή, όπως σημείωνε χαρακτηριστικά ο ίδιος: "Ο κόσμος δεν ακούει με τα αυτιά του, ακούει με την φαντασία του".

ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ Δ. ΜΠΑΣΑΝΤΗ: Πτυχιούχος Οικονομικών. Διδάκτωρ Επικοινωνίας. Δίδαξε σε Ελλάδα, Κύπρο και Αμερική. Visiting Fellow Princeton University. Aντιπρόεδρος Εθνικού Κέντρου Βιβλίου. Μέλος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Έρευνας Ακροατηρίου (EBU), του Broadcast Education Association (ΗΠΑ), του Popular Culture Association (ΗΠΑ) και του Ινστιτούτου Αμυντικών Αναλύσεων. Έχει συμμετάσχει σε συνέδρια σε Ελλάδα, Ευρώπη, ΗΠΑ, Κίνα και Ρωσία. Αρθρογράφησε στις εφημερίδες Αυγή, Νέα, Ελεύθερος Τύπος, Ακρόπολις, Ελευθεροτυπία, Απογευματινή και στα περιοδικά Τέταρτο, Διαβάζω, Οικονομικός Ταχυδρόμος, Στρατηγική. Έχει γράψει και επιμεληθεί 10 βιβλία περί Πολιτικής, Πολιτισμού και Επικοινωνίας, 4 βιβλία για την Ιστορία της Άνδρου και 3 λογοτεχνικά.  

 

 

 

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet