Δύο αγκαλιές για μια σωτηρία

Του Δημήτρη Ασλάνογλου

 

Νέτα η πλώρη, ακούστηκε η φωνή από το walkie talkie. Ήταν η φωνή του καπετάνιου, που έδινε το πέρας των επιχειρήσεων απόδεσης, τουλάχιστον σε ότι αφορά τη πόστα της πλώρης. Ο υποπλοίαρχος, δίνοντας τις τελευταίες του οδηγίες στο ναύκληρο, τραβoύσε προς τη πρύμη, στο ακομοντέσιο, γιά να ξεκουραστεί. Το ξενύχτι του βούρλιζε τα μάτια και το μυαλό άρχισε να νερώνει τόσο, που το ένοιωθε να βράζει μέσα στο κεφάλι του, σαν κακαβιά του ψαρά σε λεβέτι γανωμένο. Όταν η κούραση κυριεύει το πνεύμα και το σώμα, ότι κι αν ακούσεις σαν κοιμάσαι, κρύβει μέσα του την αμφισβήτηση. Το τηλέφωνο κτύπησε, αλλά τα πρώτα του κουδουνίσματα δεν υπήρξαν ποτέ για τον κουρασμένου υποπλοίαρχο, που μετά το άνοιγμα των ματιών, έκανε πολλές σκέψεις μέσα σε κλάσματα δευτερολέπτου.

Βλέποντας από το φιλιστρίνι, είδε το κυματοθραύστη του λιμανιού, να στέκει ακίνητος στη πλευρά του βαποριού και το μυαλό του άστραψε αμέσως. 

-        Μήπως έγινε κάτι και το καράβι σταμάτησε το ταξίδι, προτού βγει απ’ το λιμάνι;

Μετά από τις αστραπιαίες σκέψεις του, σηκώνει το τηλέφωνο κι ακούει τη φωνή του καπετάνιου, με μια ηρεμία χαρακτηριστικά περίεργη, να του ζητά να ανέβη στη γέφυρα. Του επισήμανε δε, ότι, μην βιαστεί, με την ηρεμία του, να ντυθεί και να ανέβη. Δεν συνέβη κάτι με το καράβι, απλά θέλει να του μιλήσει.

Ο υποπλοίαρχος έριξε λίγο νερό στο πρόσωπο, ντύθηκε κι ανέβηκε τις σκάλες για τη γέφυρα. Δεν συνάντησε κανέναν στο διάβα του. Ανοίγει τη πόρτα της γέφυρας, περνάει μέσα και ψάχνει με το βλέμμα του το καπετάνιο. Μόλις μπήκε, βλέπει το ναύτη και τον ανθυποπλοίαρχο της βάρδιας, να βγαίνουν έξω στη βαρδιόλα, λες και κάποιος τους το ζήτησε. Αντιλαμβάνεται ότι το πλοίο ήταν αγκυροβολημένο, λίγο πριν από τη είσοδο του λιμανιού, ίσα που το έπαιρνε ο χώρος. Ο πλοηγός είχε φύγει κι ο καπετάνιος στεκόταν στο τελευταίο φιλιστρίνι της γέφυρας κοιτώντας, με ανεξήγητη ηρεμία, το κατάστρωμα.

Ενώ αντιλαμβάνεται την είσοδο του υποπλοιάρχου στη γέφυρα, μένει ατάραχος και συνεχίζει να αγναντεύει τη κουβέρτα. Ο υποπλοίαρχος τον πλησιάζει και τον ρωτάει:

-        -       Έγινε κάτι Κάπταιν; γιατί φουντάραμε; αλλάξανε οι οδηγίες του ταξιδιού;

Ο καπετάνιος συνέχισε ατάραχος να κοιτάζει το κατάστρωμα, σίγουρα είχε ακούσει τις ερωτήσεις του υποπλοιάρχου και σίγουρα κάτι τον εμπόδιζε να αποκριθεί μονομιάς.

-         -         Μας πήρανε τηλέφωνο από το γραφείο, άρχισε να λέει και ζητήσανε να επικοινωνήσεις με το σπίτι σου. Δεν μας είπανε άλλα, μπες στον ασύρματο και

πάρε σπίτι τηλέφωνο.

Τα ‘λεγε και προσπαθούσε όσο γίνεται καλύτερα να μην δείχνει ότι μασάει κάτι από τα λόγια του.

-         -       Καλά τι έγινε, εμείς γιατί φουντάραμε, τι σχέση έχει το τηλεφώνημα στο σπίτι μου με το φουντάρισμα;

O υποπλοίαρχος, προσπάθησε να φτιάξει μέσα του τη αιτία του σταματήματος του πλοίου και να την απομονώσει από την αιτία του τηλεφωνήματος, που πρέπει να γίνει στο σπίτι του.

-        -       Πάρε τηλέφωνο, του λέει ο καπετάνιος και μετά θα τα πούμε γιατί

φουντάραμε, δεν έχει και μεγάλη σημασία αυτό, αυτή τη στιγμή.

Η απάντηση του καπετάνιου, άρχισε να του δένει κόμπους στο λαιμό, μιας και δεν μπόρεσε να του ξεδιαλύνει και να απομονώσει το γεγονός του φουντάγιου με το τηλεφώνημα, που έπρεπε να γίνει. Μόλις o υποπλοίαρχος, ξεκίνησε για να μπει στον ασύρματο, ένοιωσε το χνώτο του καπετάνιου, να τον ακολουθεί. Ήθελε κι αυτός να μπει στον ασύρματο, να ‘ναι μπροστά στο τηλεφώνημα. Πλοίαρχος και Υποπλοίαρχος κι οι δύο φίλοι από παιδιά, μαζί μεγαλωμένα σ’ ένα νησί, που άλλο δεν άκουγες, από ναυτικές ιστορίες και ταξίδια. Ταξίδια για φουρτούνες και για μπονάτσες. Ταξίδια βουτηγμένα στο πόνο, στο δάκρυ αλλά και στη χαρά και στο γέλιο. Τώρα άραγε, σκέφτηκε ο υποπλοίαρχος, θα ‘ταν φουρτούνα ή μπονάτσα η ιστορία, που θ’ ακουστεί;

Ήξερε ότι τις μπονάτσες, αλλά και τις φουρτούνες, τις νοιώθεις σαν το γλάρο, που πριν τη μπονάτσα πετάει ψηλά, λες και πετάει απ’ τη χαρά του και πριν τις φουρτούνες, πετάει χαμηλά σκούζοντας, σαν να κλαίει από τη θλίψη του. Εκείνη τη στιγμή οι καρδιές τους έδειχναν να πετάνε χαμηλά, κάτι έλεγε μέσα τους ότι έρχεται φουρτούνα.

Μόλις σηκώνει το τηλέφωνο, νοιώθει το χέρι του καπετάνιου να τον ακουμπά στον ώμο. Στρέφει να τον δει κι εκείνος κλείνοντας τα μάτια του λέει:

-         -       Πάρε τηλέφωνο, εγώ είμαι εδώ κοντά σου, μην το ξεχνάς.

Το ακουστικό μονομιάς ζύγισε πάνω από εκατό κιλά, τα χέρια με το ζόρι ακουμπούσαν στο καντράν και σχημάτιζαν το νούμερο του τηλεφώνου. Η αναμονή, μέχρι κάποιος να το σηκώσει ήταν μεγαλύτερη από ένα αιώνα, η αγωνία, για το ποιος θα απαντούσε, πιρούνιαζε τα σωθικά και έσφιγγε το μυαλό, σαν μέγγενη, που θέλει να συντρίψει, το όποιο  μέταλλο προσπαθεί να ξεφύγει από τα σαγόνια της.

-         -     Έλα ποιός είναι, από το καράβι παίρνω, λέει με όση φωνή του έμενε στα στήθη.

-        --     Έλα ο θείος είμαι, του απαντάει μια φωνή, πρέπει να γυρίσεις σπίτι κάτι έπαθε το παιδί και πρέπει να είσαι εδώ. Δεν μπορώ να σου πω άλλα, έχουν ειδοποιηθεί όλοι και στο γραφείο σου και στο καράβι, θα πάρεις το πρώτο αεροπλάνο και θα ‘ρθεις εδώ. Τα υπόλοιπα θα τα πούμε από κοντά, δεν λέγονται από το τηλέφωνο. Η γυναίκα σου είναι κοντά στο παιδί, δεν μπορεί να σου μιλήσει.

-         -      Τι έγινε θείε, του απαντά, πες μου τι έπαθε το παιδί; χτύπησε; αρρώστησε; Πες μου δύο λόγια να ξέρω.

-         -      Δεν έχει νόημα να τα λέμε από το τηλέφωνο, προσπάθησε να με καταλάβεις κι εγώ δεν ξέρω πολλά πράγματα, είμαι εδώ για να σου πω να γυρίσεις. Κατάλαβέ με δεν ξέρω άλλα.

Το τηλέφωνο έπεσε από τα χέρια του υποπλοιάρχου και το πρόλαβε ο καπετάνιος, που έστεκε δίπλα σε όλη τη διάρκεια του τηλεφωνήματος. Το παίρνει και απαντάει στο θείο.

-         -     Ναι με ακούτε, εντάξει, θα γυρίσει το συντομότερο, αφήστε το σε μένα τώρα.

Και κλείνει το τηλέφωνο.

Ο υποπλοίαρχος, αφημένος σε μια καρέκλα, που βρέθηκε δίπλα του, προσπαθούσε να καταλάβει τι άκουσε και τι μπορεί να συμβαίνει. Ο καπετάνιος από πάνω του, να τον κρατά και να παραμένει αμίλητος. Τότε ο υποπλοίαρχος ξεσπάει, σηκώνεται από τη καρέκλα και φωνάζει:

-        -      Πες μου σε παρακαλώ τι συμβαίνει, εσύ ξέρεις, πες μου τι έγινε, εσένα σου είπανε τι έγινε. Πες μου!

Σφίγγοντας περισσότερο τα χέρια του, στο ώμο του υποπλοιάρχου, ο καπετάνιος αποκρίθηκε:

-        -      Μην ρωτάς άλλα, πάμε κάτω να φύγεις, σε δύο ώρες πετάς, είναι όλα τακτοποιημένα και φεύγεις αμέσως για το αεροδρόμιο. Πήγαινε με το καλό εκεί και προσπάθησε να κάνεις ότι μπορείς.

Δεν μπόρεσε να τελειώσει το λόγο του και ξέσπασε σε λυγμούς. Δεν μπόρεσε να κρυφτεί στο φίλο του, δεν έμαθε να παίζει θέατρο μπροστά στη αλήθεια. Στη σκηνή του θεάτρου οι ηθοποιοί μεταξύ τους λένε αλήθειες, οι άλλοι από κάτω πιστεύουνε ότι παίζουνε θέατρο. Εκείνη τη στιγμή ήταν κι οι δύο στη σκηνή της ζωής, έλεγαν πάντα αλήθειες κι όποτε δεν μπορούσαν να τις πουν, δεν τις έλεγαν καθόλου. Αν δεν έχεις τη δύναμη να πεις την αλήθεια, καλύτερα να μην λες τίποτα. Αυτό έκανε ο καπετάνιος αλλά ο υποπλοίαρχος το κατάλαβε.

-        Δεν μιλάς γιατί δεν μπορείς να πεις την αλήθεια, μίλα, πες μου κάτι, πες μου τι συμβαίνει;

O Καπετάνιος μετά το λυγμό που του βγήκε, σήκωσε το κεφάλι κι ένοιωσε τα χέρια του υποπλοιάρχου, να του κρατούν το πέτο του πουκαμίσου του και να τον τραβούν πέρα-δώθε. Με λόγια πνιγμένα στο δάκρυ λέει στο υποπλοίαρχο:

-        -      Τι θα κάνεις, θα με χτυπήσεις αν δεν μιλήσω; Χτύπαμε λοιπόν, χτύπα, ίσως να ‘ναι καλύτερα, χτύπα δεν μπορώ να σου πω άλλα.

Μετά από τα τραβήγματα του πέτου, ο υποπλοίαρχος τράβηξε προς το μέρος του τον καπετάνιο, τον έσφιξε στη αγκαλιά του κι άρχισε να κλαίει, χωρίς να μπορεί κανείς να καταλάβει εκείνη τι στιγμή, πως δύο άντρες αγκαλιασμένοι, μπορούν να κλαίνε σαν μωρά παιδιά, επειδή ο ένας δεν απαντούσε στις ερωτήσεις  του άλλου.

Έμειναν αγκαλιασμένοι για κάμποση ώρα, η αγκαλιά αυτή ήταν το καλύτερο στιγμιαίο, ηρεμιστικό και για τους δύο. Μια αγκαλιά αξίζει όσο αξίζει μια ανάσα, που αν δεν την έχεις την ώρα που πρέπει, αρχίζεις και σβήνεις. Μια ανάσα, που δεν μπορεί να στη δώσει κανείς άλλος, παρά μόνο μια αγκαλιά. Μετά από μια αγκαλιά το σώμα αρχίζει πάλι να ανασαίνει, τα μάτια αρχίζουν πάλι να βλέπουν και η καρδιά αρχίζει πάλι να χτυπά και να ταΐζει το νου, με σκέψεις ζωής κι ελπίδας.

Αμίλητοι και αποκαμωμένοι, άφησαν ο ένας τον άλλον. Ο καπετάνιος έμεινε πίσω και κάθισε στη καρέκλα, αποσβολωμένος με όσα έγιναν πριν από λίγα δευτερόλεπτα κι ο υποπλοίαρχος έσυρε κατηφορίζοντας τη σκάλα, μέχρι τη καμπίνα του. Εκεί βρήκε ένα καμαρωτάκι, που μόλις είχε τελειώσει να του μαζεύει τα πράγματα σε μια βαλίτσα, αμίλητο κι αυτό, σαν να ‘τανε δασκαλεμένο από το κάποιον, για την συμπεριφορά του. Ο υποπλοίαρχος του χτύπησε τη πλάτη κι άρχισε να μαζεύει τα προσωπικά του χαρτιά, με μηχανικές κινήσεις κι αυτό γιατί τα είχε στείλει ο καπετάνιος με τον ανθυποπλοίαρχο, να υπάρχουν εύκαιρα επάνω στο γραφείο του.

Μετά από αυτό, άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλες για να βρεθεί στο κατάστρωμα. Πάλι δεν συνάντησε κανένα στο διάβα του, παρά μόνο στη πόρτα, που έβγαζε στο κατάστρωμα. Εκεί βλέπει να τον περιμένει ο ανθυποπλοίαρχος, που θα τον συνόδευε μέχρι τη σκάλα αποβίβασης. Μια βάρκα ήδη περίμενε, για να τον βγάλει στη στεριά.

Μόλις κάνανε δέκα βήματα στο κατάστρωμα, ένοιωσε κάποιον να τρέχει από πίσω του. Ήταν ο Πρώτος Μηχανικός. Ο υποπλοίαρχος, γύρισε να τον δει κι ο Πρώτος τον αγκάλιασε με τόση δύναμη, κρύβοντας το πρόσωπό του στο κόρφο του υποπλοιάρχου. Άλλη μια ένεση αγάπης μπήκε στα σωθικά του κι άλλη μια ανάσα στα στήθη του, που ανέπνεαν με το ζόρι. Δεν μπόρεσε να μιλήσει ο Πρώτος, άφησε απότομα τον υποπλοίαρχο κι έτρεξε πάλι πίσω μπαίνοντας στο κομοδέσιο. Η απόσταση μέχρι το πλατύσκαλο, του φάνηκε να ‘ναι πολλά χιλιόμετρα. Μόλις στάθηκε εκεί, ένοιωσε πως χάνει τα πάντα από γύρω του. Οι ενέσεις της αγκαλιάς, έπαψαν να τον επηρεάζουν πλέον και όλα έστρεφαν τόσο γρήγορα μέσα στα μάτια του, σαν καρουσέλ, που γύριζε ανεξέλεγκτο. Μέσα στη σκοτοδίνη του, νοιώθει το χέρι του ανθυποπλοιάρχου να τον τραβάει από το μπράτσο, τόσο δυνατά μέχρι που τον πόνεσε. Ενώ ήταν ακόμα στο πλατύσκαλο, άρχισε να συνέρχεται και να διακρίνει τη φωνή του ανθυποπλοιάρχου να του λέει:

-         -     Τι πας να κάνεις, στάσου, στάσου, γύρνα και κοίταξέ με στα μάτια.

Στη παραζάλη του ο Υποπλοίαρχος, άρχισε να υπακούει στις εντολές του ανθυποπλοιάρχου σαν μικρό παιδί, που το μάλωνε ο πατέρας του. Άκουσε μιά δυνατή και βροντερή φωνή, σαν να του μίλαγε άγγελος στο ύπνο του. Όμως δεν κοιμόταν, ήταν ξύπνιος κι δεν υπήρχε άγγελος, παρά μονάχα ο ανθυποπλοίαρχος δίπλα του, που με βουρκωμένα μάτια αλλά βλοσυρό ύφος, τραβώντας τον από το χέρι του είπε:

-         -    Ένα σου λέω, κοίταξε να φτάσεις σπίτι γερός και δυνατός, στο ταξίδι σου δεν θέλω να σκέφτεσαι τίποτε άλλο, παρά μονάχα τα λόγια μου. Πρέπει να μείνεις γερός, γιατί έχεις άλλα δύο παιδιά, που σε περιμένουν και η ζωή τους είναι στα χέρια σου. Κατέβαινε τώρα τη σκάλα και μην ξανασκεφτείς να κάνεις καμιά τρέλα.

Αυτά που βγήκαν από τα χείλη του ανθυποπλοιάρχου, ήταν ότι πιο δυνατό, πιο βαρυσήμαντο είχε μέχρι τότε στη ζωή του ακούσει, κάτω από τέτοιο βάρος, που του πλάκωνε το στήθος. Τα βήματα πήγαιναν πλέον μηχανικά, αλλά με σιγουριά πλέον. Το ταξίδι μπορεί να ήταν ένα ταξίδι, που δεν θυμάται έως και σήμερα πως πέρασε, αλλά τα λόγια του ανθυποπλοιάρχου, του χάραξαν το υπόλοιπο της ζωής του.

Δύο λόγια, μια χειρονομία κι ένα βλέμμα μπορούν να χαράξουν το ξεκίνημα μιας νέας ζωής. Γιατί μια νέα ζωή ξεκινούσε εκείνη τη στιγμή για τον υποπλοίαρχο, μια ζωή, που στα επόμενα αχνάρια της, θα ήταν μια ζωή θωρακισμένη από κάθε λογής δοκιμασίες, ψυχικές και σωματικές.

 

 

Ναυτική ορολογία

Νέτα = Πέρας/τέλος

Πόστα = η ομάδα που εκτελεί πρόσδεση και απόδεση στο πλοίο

Ακομοδεσιο = το τμήμα του πλοίου που βρίσκονται οι καμπίνες του πληρώματος.

Walkie talkie = φορητός ασύρματος

Βαρδιόλα= το μπαλκόνι έξω από τη γέφυρα

Μπούκα = η είσοδος

Φουντάρισμα = η αγκυροβολία