ΕΥΔΟΚΙΜΟΣ ΖΩΣΑ ΠΟΙΗΣΗ...

Του Διαμαντή Μπασαντή

 

Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που με την παρουσία τους γεμίζουν τις ζωές μας χωρίς να το καταλαβαίνουμε. Υπάρχουν άνθρωποι γύρω μας που είναι ποιητές της ζωής. Ζουν με τον τρόπο τους ποιητικά. Μετατρέπουν με τη δύναμη της παρουσίας τους την καθημερινότητα μας σε μια ποιητική διαδρομή. Όμως σπάνια το αντιλαμβανόμαστε. Είναι η απουσία τους, όταν συμβαίνει, που αποκαλύπτει μια άλλη διάσταση που δίνουν στις ζωές μας: είναι η απουσία που αποκαλύπτει την παρουσία... 

Ποίηση και ποιητές

Ο Γιάννης Ρίτσος έγραφε πως οι αισθήσεις και οι εικόνες «πρέπει να χαθούν για να αρχίσουν να αξιώνουν μια θέση στο στίχο. Κ’ εμείς: να τις σώσουμε για να σωθούμε. Η αιώνια ιστορία – αυταπάτη και απάτη, μαρτύριο και παρηγορία». Πριν πολλά χρόνια μιλούσα με τον ποιητή Τίτο Πατρίκιο για την ποίηση της ζωής και το ποιητικό βίωμα. Κάποια στιγμή γυρνά σκεφτικός και λέει:

-      -  Μερικές φορές νομίζω πως δεν έχω φαντασία. Ότι έγραψα το έχω ζήσει. Όμως, μερικά από τα καλύτερα ποιήματα μου είναι για ότι θα ήθελα να ζήσω και δεν έζησα. Αν το είχα ζήσει ίσως δεν θα τα είχα γράψει ποτέ!

Υπάρχει η επιθυμία να γράψεις γι’ αυτό που έχασες λέει ο Γιάννης Ρίτσος! Υπάρχει η επιθυμία να γράψεις γι’ αυτό που δεν έζησες λέει ο Τίτος Πατρίκιος. Το να γράφεις έλεγε ο Αλμπέρ Καμύ σημαίνει πως ζεις δύο φορές! Γράφοντας ξαναφτιάχνουμε τον κόσμο! Ίσως να τον εξωραϊζουμε και να τον φτιάχνουμε καλύτερο από αυτό που ζήσαμε. Δεν και τόση έχει σημασία. Σημασία είναι πως γράφοντας τον ξαναζούμε! Αυτός είναι ο ρόλος της ποίησης και ο ρόλος των ποιητών: να ξαναφτιάχνουν τον κόσμο...

Ευτύχισα να γνωρίσω ποιητές της γραφής. Ευτύχισα να γνωρίσω και ποιητές της ζωής. Οι πρώτοι επηρέασαν την σκέψη και τις διαδρομές μου. Οι δεύτεροι με έμαθαν να ζω την καθημερινότητα με ξεχωριστό τρόπο. Η ποίηση: κάτι ανάμεσα στην πραγματικότητα και στην επιθυμία, κάτι ανάμεσα στην ζωή και στις μνήμες της ζωής. Και οι ποιητές της ζωής: κάτι ανάμεσα σε ότι ζήσαμε μαζί τους και σε ότι προσπαθούμε να διασώσουμε μετά από αυτούς...

Ο Ευδόκιμος είναι ποιητής της ζωής. Τον γνώρισα πριν χρόνια. Είχε έναν τρόπο μοναδικό τρόπο να μιλά σκορπίζοντας γύρω του ζωή. Μιλούσε με την απλότητα του πατέρας μου. Αλλά επιπλέον ήταν εγκάρδιος, φιλικός, προσηνής, αυθόρμητος, παρορμητικός, δημιουργικός. Μερικές φορές πηγαίος και ασταμάτητος. Άλλες με εκλάμψεις, εντάσεις, μεταπτώσεις. Όμως πάντα ο εαυτός του: στα σοβαρά και στα αστεία, στα χαρούμενα και στα λυπημένα, στα μεγάλα και στα μικρά. Είχε και έχει το μοναδικό χάρισμα να κάνει τα σπουδαία απλά και τα καθημερινά ξεχωριστά. Με τρόπο εξαιρετικό άπλωσε γύρω μας λέξεις, φράσεις, κινήσεις, που έχουν κάτι από τον απόηχο των σελίδων του γέρο-Μακρυγιάννη.

Τέσσερις εικόνες

Η πρώτη. Ήταν Κυριακή. Μεγάλη αθηναϊκή εφημερίδα τον είχε πρωτοσέλιδο στο ένθετο περιοδικό της. Θέμα: η μοναστηριακή μαγειρική. Ήταν σαρακοστή και περίμενε να φάμε παρέα. Μιλήσαμε στο τηλέφωνο:

-      -  Καλά, πάρε την εφημερίδα. Φέρε και τον μικρό. Θα φάμε μαζί. Δεν θέλω να κάτσω μόνος στο τραπέζι.

Έφτασα καθυστερημένος. Του έδωσα την εφημερίδα και το περιοδικό. Είχα μεγάλη περιέργεια να δούμε τι έγραφαν γι’ αυτόν. Δεν είχε καμία περιέργεια! Έριξε μια φευγαλέα ματιά στο εξώφυλλο με την φωτογραφία του. Χαμογέλασε. Και άφησε το περιοδικό στην άκρη: λες και αφορούσε κάποιον άλλον:

-      -  Άργησες. Το περιοδικό θα το δούμε μετά! Σερβίρω για να μην κρυώσει το φαγητό!

Στην διάρκεια του γεύματος εξηγούσε με κέφι τα της μαγειρικής του. Όταν αποφάγαμε μάζεψε το τραπέζι. Καθάρισε τον χώρο. Μετά κάθισε στο σκεπαστό μπαλκονάκι της τραπεζαρίας. Έβαλε χαμογελαστός τα γυαλιά του λέγοντας:

-      -  Για να δούμε τώρα τι γράφει ο Χατζηνικολάου…

Σε τρία λεπτά δίπλωσε, χαμογελώντας, το περιοδικό, συμπληρώνοντας:

-      -  Ωραία. Τα υπόλοιπα θα τα διαβάσω το βράδυ στο δωμάτιο μου. Τώρα να τα πούμε λίγο!!!

Ελάχιστα απασχολήθηκε με τον εαυτό του. Ξόδεψε τον χρόνο του απλόχερα μαζί μου. Δεν ξέρω πολλούς από εμάς να προσπερνάμε με τέτοια άνεση μια επιτυχία μας και να μετατρέπουμε μια δική μας ξεχωριστή στιγμή σε ξεχωριστή στιγμή για τους άλλους. Αυτός είναι ο Ευδόκιμος…

Η δεύτερη. Ήταν παραμονές Μεγάλης Εβδομάδας. Ήξερα πως ήταν στενοχωρημένος από ένα δυσάρεστο προσωπικό γεγονός. Πήγα να τον δω. Να πούμε δύο λόγια. Μόλις με είδε το πρόσωπο του φωτίστηκε. Σηκώθηκε λέγοντας:

-       - Καλά έκανες και ήρθες. Κάτσε να μαγειρέψουμε σαλιγκάρια…

Κάθισα και τον έβλεπα με σβέλτες κινήσεις να τα πλένει, να τα βάζει στο ξύδι, να τα αλατίζει, να τα ψήνει λίγο, να βάζει ντομάτα, να….

Μιλούσε συνέχεια εξηγώντας το τι κάνει και γιατί το κάνει. Τα σαλιγκάρια δεν κατάφερα ποτέ στη ζωή μου να τα δοκιμάσω! Ούτε όταν βρέθηκα ένα χρόνο στα Χανιά, όπου οι «χοχλιοί» είναι το τοπικό έδεσμα. Όμως ο τρόπος που τα μαγείρευε ο Ευδόκιμος, ο τρόπος που περιέγραφε την διαδικασία, οι έντονες κινήσεις του, η παραστατικότητα του, όλα απέπνεαν μια αίσθηση μοναδική που με άφησε άφωνο.

Ήταν σαν θεατρική παράσταση για έναν ρόλο που παρακολουθούσα μαγεμένος. Σχεδόν ένοιωθα στο στόμα μου την γεύση των καρυκευμάτων. Ολοκλήρωσε την ποιητική της μαγειρικής του βάζοντας τα σαλιγκάρια σε μια μικρή κατσαρόλα λέγοντας:

-     -  Τώρα είναι έτοιμα. Αύριο θα τα μαγειρέψω. Να έρθεις να τα φάμε παρέα…

Δεν πήγα. Δεν δοκίμασα ποτέ εκείνα τα σαλιγκάρια. Όμως ακόμα έχω στο στόμα μου την γεύση τους!

Είχε τελικά δίκιο ο φίλος Τίτος Πατρίκιος: η ποίηση γίνεται με απλά υλικά. Υλικά που είδες, άγγιξες, γεύτηκες. Αλλά και υλικά επιθυμιών που δεν άγγιξες και δεν γεύτηκες...

Ο Ευδόκιμος στην μικρή μαγική καθημερινότητα του, μαγειρεύοντας σαλιγκάρια, είχε δημιουργήσει εκ του μηδενός μια ποιητική κατάσταση. Αλήθεια, πόσοι έχουν την χάρη να μετατρέπουν τις μικρές τετριμμένες στιγμές της ζωής σε ποίηση;

Η τρίτη. Όμως τον θυμάμαι και στις κακές του. Μια φορά είχε θυμώσει πολύ με ένα άδικο δημοσίευμα για το μοναστήρι. Έκανε σαν μικρό παιδί: νευριασμένος, μουρμούραγε, έπαιρνε τηλέφωνα. Μετά καταλάγιαζε. Μετά επανερχόταν. Στις κορυφώσεις μου θύμιζε έντονα τον πατέρα μου. Στο τέλος κατέληξε σε ένα μεγάλο παιδικό «γιατί». Προσπαθούσε να καταλάβει γιατί κάποιοι που φιλοξένησε, με τόση χαρά, στράφηκαν απροσδόκητα εναντίον του και εναντίον μοναστηριού του. Έκανε καιρό να το ξεπεράσει. Ανθρώπινο. Αυτός είναι ο Ευδόκιμος...

Η τέταρτη. Ήταν φθινοπωρινό απομεσήμερο. Συζητάγαμε. Ξαφνικά άνοιξε η πόρτα της μικρής τραπεζαρίας και μπήκαν δύο νεαροί ασιάτες:

-        Παππού έχει φάμε, είπαν με σπαστά ελληνικά…

-        Έχει, έχει, καθίστε… 

Σηκώνεται βάζει δύο πιάτα στο τραπέζι, σερβίρει και γυρνά λέγοντας:

-       Όσο έχω θα βάζω και σε αυτούς. Παιδιά του Θεού είναι και αυτά. Έχουν κι αυτοί γονείς και οικογένειες στις χώρες τους. Έρχονται εδώ  με τα πόδια από τα γύρω χωριά και το Κόρθι. Τους βοηθάω να νοιώσουν καλά…

Τον κοίταγα να κινείται, να συζητά, να ενδιαφέρεται και για αυτούς και για άλλους. Μια φιγούρα που λες και ξέφυγε από τις σελίδες του Καζαντζάκη. Αυτός ο  Κρητικομηλιός, που έμεινε για πάντα στην Άνδρο, μοίραζε και μοιράζει αφειδώλευτα και χωρίς διάκριση σε όλους ότι έχει...

Ποίηση και ζωή...

Δεν είχα ποτέ σκεφτεί να γράψω κάτι για τον Ευδόκιμο. Όμως μια μέρα που σκαρφάλωσα από το παλιό μονοπάτι μέχρι το μοναστήρι, με την Λέσχη Ανάγνωσης Άνδρου, ο Ευδόκιμος ήταν εκεί και μας υποδέχτηκε χαρούμενος. Πριν μας περάσει στην τραπεζαρία για την κλασική μακαρονάδα είπε δύο λόγια: για το μοναστήρι και την ζωή του. Τα του μοναστηριού τα ήξερα και τα παρακολουθούσα αφηρημένος. Ξαφνικά ο Ευδόκιμος ξέφυγε και άρχισε να μιλά ως «ξεναγός της ζωής» καταλήγοντας σε μια ποιητική φράση που με αφύπνισε:

-      Ακούστε, ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία, έχει ζωή… Το ξέρω πως είμαι μεγάλος. Μπορεί να με πείτε και γέρο. Όμως νοιώθω ζωντανός. Είμαι εδώ, ζω και κινούμαι. Αυτό φτάνει. Είμαι, λοιπόν, μια χαρά. Όλα τα άλλα είναι λεπτομέρειες…  

Και επανέλαβε θυμόσοφα:

-      Ο άνθρωπος δεν έχει ηλικία, έχει ζωή…

Έμεινα έκπληκτος. Κάτι αντίστοιχο είχε αποτυπώσει σε ένα ποίημα του ο σπουδαίος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης που έγραψε:

     Ο άνθρωπος όσο ζει είναι αθάνατος…

Και αργότερα τον συμπλήρωσε με ένα άλλο στίχο του:

-      Κι η νιότη μου/ που φεύγει, όλο φεύγει χωρίς να μ’ εγκαταλείπει ποτέ…

Με ξάφνιασε αυτό το κοινό εγκώμιο στην αθανασία της θνητότητας. Αυτό η κοινή κατάληξη στην αιώνια νεότητα. Δύο άνθρωποι με εντελώς διαφορετική αφετηρία και εντελώς άλλη ζωή, κατέληγαν, απροσδόκητα, μέσα από άλλα μονοπάτια και δρόμους στο ίδιο ποιητικό συμπέρασμα. Ο μοναχός Ευδόκιμος, ένας ποιητής της ζωής, «συναντούσε» αιφνιδίως τον άγνωστο σε αυτόν μοναχικό Τάσο Λειβαδίτη, από τους κορυφαίους ποιητές της γενιάς του! Ήταν μια «συνάντηση» πολύ πέρα από τα συμβατικά όρια. Ήταν μια «συνάντηση» πέρα από τον χρόνο και τον χώρο! Η αυθεντική ποίηση κάποιες στιγμές καταλήγει μόνη της σε κοινά μονοπάτια…

Τότε ήταν που σκέφτηκα να κρατήσω μερικές σημειώσεις. Να αποτυπώσω μερικές από τις αυτοσχέδιες διαλέξεις του στους επισκέπτες του. Αλλά και κάποιες από τις μοναδικές στιγμές του που σκόρπιζε απλόχερα στους γύρω του σαν «αντίδωρο». Αποτυπώσεις μιας κοινωνίας του νησιού μας που πέρασε ανεπιστρεπτί. Αλλά και κατασταλάγματα ζωής. Κατασταλάγματα λαϊκής σοφίας. 

Πέρα από τις συμβάσεις της εποχής...

Ζούμε σε μια εποχή που κυριαρχούν τα τεχνολογικά κουτάκια. Στην προηγούμενη εποχή κυριάρχησαν τα κοινωνικά στερεότυπα. Ο Ευδόκιμος, ένας απλός μοναχός, ξεφυγε με την απλότητα του από τα στερεότυπα της προηγουμένης και με την θυμόσοφη στάση του συχνά πηγαίνει πιο πέρα από τις τετραγωνισμένες προβολές του σήμερα. Τα κατάφερε με τον πηγαίο αυθορμητισμό του, τον απροσποίητο χαρακτήρα του, την μοναδική εκρηκτικότητα του. Κάθε μέρα τη ζει με τρόπο μοναδικό. Κάθε πρωί ξεκινά από την αρχή τις διαδρομές μιας καθημερινότητας που όσο κι αν μοιάζει ίδια ποτέ δεν είναι γιατί την πλάθει με άλλο τρόπο. Κάνει καθημερινά πράξη τον στίχο του μεγάλου ισπανού ποιητή Αντόνιο Ματσάδο: «ταξιδιώτη δεν υπάρχει δρόμος, ο δρόμος χαράζεται καθώς περπατάμε»! Περπατώντας για χρόνια μόνος του ή με λίγους συνοδοιπόρους φίλιωσε με τον εαυτό του σωρεύοντας μέσα του πείρα ζωής και λαϊκή σοφία. Και κατέληξε σε μια φωτισμένη απλότητα που ελάχιστοι έχουν στη ζωή τους.

 

O επίσκοπος Ησαΐας, Ντένβερ, Κολοράντο, άνοιξη 2006.

Αυτή την φιλόξενη απλότητα έπρεπε να φτάσω κάποτε χιλιάδες μίλια μακριά για να την ξανασυναντήσω. Ήταν ένα κουρασμένο πρωινό μετά από μακρύ ταξίδι. Έφτασα από το Κάνσας Σίτι στο Ντένβερ του Κολοράντο. Εκεί συνάντησα τον πατέρα-Ησαΐα, τον ορθόδοξο αρχιεπίσκοπο των Μεσοδυτικών Πολιτειών Με το που συστήθηκα, σαν να με ήξερε χρόνια, έβαλε το μπρίκι για καφέ. Σχολίασα:

-        Ένα καφεδάκι από τον αρχιεπίσκοπο των μεσοδυτικών πολιτειών; Σίγουρα θα έχει άλλη γεύση!

Βάλαμε τα γέλια. Έφερε κουλουράκια. Και πιάσαμε κουβέντα. Για την Ελλάδα. Και για μένα. Στη συνέχεια είπε για τον εαυτό του. Ο παπά-Ησαΐας είχε κάνει στα νιάτα του… πεζοναύτης! Μετά… μοτοσυκλετόβιος: με μια Χάρλεϋ – Ντάβιντσον! Στο τέλος έγινε παπάς κι αρχιεπίσκοπος! Ένας απίστευτος κύκλος ζωής ώσπου να βρει αυτό που ήθελε…

Κάπως έτσι απλά και απροσποίητα συνάντησα την ρώτη φορά τον Ευδόκιμο. Πάνε χρόνια. Καλοκαίρι. Φτάσαμε κουρασμένοι στο μοναστήρι ντυμένοι ατημέλητα. Τον βρήκαμε μόνο δίπλα στην πηγή να δροσίζεται. Χάρηκε. Αγνόησε το ατημέλητο της εμφάνισης μας και σηκώθηκε να βάλει για καφέ. Ρώτησε γι’ εμάς. Και μετά είπε για τον εαυτό του. Μια μοναδική διαδρομή ζωής...

Πόσοι άνθρωποι, άραγε, μπορούν με απλότητα και αμεσότητα να «αγγίξουν» από την πρώτη στιγμή τον άλλον, όπως ο παπά-Ησαΐας ή ο γέροντας Ευδόκιμος;

 Απλός με όλους...

Με τον Ευδόκιμο ξεκινήσαμε αρκετές φορές συζητήσεις. Ταξιδέψαμε παρέα παλιές διαδρομές από την Μήλο στην Άνδρο και από την Άνδρο στη Ρωσία και στον κόσμο. Διασχίσαμε μακρινές αποστάσεις ζωής. Και κάθε φορά ακάματος τα κατάφερενε και γεφύρωνε με τις αφηγησεις του τις αποστάσεις γύρω και μέσα μας…

Κάπως έτσι αγαπήθηκε στην Άνδρο και στην Ελλάδα. Και τον αγάπησαν οι απλοί άνθρωποι από τα γειτονικά χωριά, αλλά και πολλά γνωστά ονόματα της κοινωνικής ζωής από την Ελλάδα. Ολοένα και περισσότεροι τον ξεχωρίζουν και τον αγαπούν. Κι αυτός είναι πάντα εκεί και τους καλοδέχεται όλους.

Αυτά τα χαρίσματα τον έκανε άξονα αναφοράς σε όλο το νησί. Καταφύγιο και παρηγορία για επισκέπτες, φίλους, γνωστούς, άγνωστους, έλληνες και μετανάστες. Για όλους έχει ένα καλό λόγο και μια κίνηση στήριξης. Για όλους έχει πάντα κατι να προσφέρει.

Καθόλου τυχαίο πως με τον τρόπο του "συναντιέται" ακόμα μια με την ποίηση του Τάσου Λειβαδίτη που γράφει:

Ευλογία

Καλότυχοι εκείνοι που δε γνώρισαν τον εαυτό τους
ανδρείοι εκείνοι που αποσιώπησαν την αθωότητά τους
μα ευλογημένοι αυτοί που τα δώσανε όλα κι ύστερα κοίταξαν έν’ άστρο
σαν τη μόνη ανταπόδοση.

(Βιολέτες για μια εποχή)

Αυτός είναι ο Ευδόκιμος: ένας ευλογημένος. Σκόρπισε και σκορπίζει γύρω του απλόχερα ζωή κοιτάζοντας ψηλά ένα αστέρι σαν μόνη ανταπόδοση…

Άνδρος 2016

 

Σημείωση: Φωτογραφίες copyright-Εν Άνδρω