Αργυρώ

Της Ιουλίας Ζαννάκη

Κοιτώ από to φιλιστρίνι. Το πρόσωπο μου καθρεπτίζεται στο θολό τζάμι. Μπροστά από τα  χλωμά φώτα της γέφυρας, τους βλέπω να περνούν αργά στην ομίχλη μια ατέλειωτη  παρέλαση από αέρινα σχήματα.  Τους έχω ξαναδεί, έχω δει στην ανάσα του πελάγου, αμόλυντες σκιές να διαβαίνουν, ιδεατές μορφές,  πλάσματα της φαντασίας αγαλήνευτα, οι δροσουλίτες της θάλασσας.

Οι ψυχές των θαλασσινών που χάθηκαν σε τούτη την αφιλόξενη παγωμένη χώρα. Στις χώρες που δεν είναι η πατρίδα τους. Σκιές ολοδάκρυτες, οι αγουροθάνατοι.  Γίνονται ομίχλη κυκλώνουν τα καράβια, τα κρύβουν. Τρομαχτικοί λαθρεπιβάτες. τρυπώνουν στις κουκέτες, στα αμπάρια, παντού, απαιτούν να  μπαρκάρουν, να  γυρίσουν πίσω στο σπίτι τους .  Ο ναύτης,  όρθιος στο παρατηρητήριο, πάνω στο κατάρτι, νιώθει τα μάτια του να θολώνουν, την υγρή  πνοή τους να νοτίζει το σώμα του. Να τον πνίγει.

Αφουγκράζομαι.  Ο βραχνός ήχος της σφυρίχτρας του πλοίου εκπέμπει τον κίνδυνο. Στην πρύμνη το κύμβαλο και στην πλώρη η καμπάνα  κτυπούν ρυθμικά  Μεγάλη μέρα ατέλειωτη. Αναριγώ. Ξαφνικός ανεξήγητος φόβος. Για να τον ξεγελάσω  με το δάκτυλο προσπαθώ να ζωγραφίσω  στον αχνό της παγωμένης  επιφάνειας, το χωριό, το σπίτι όπως στερνή φορά το είδα.  

Φτιάχνω σκαλιά, πολλά σκαλιά σαν κείνο, το μονοπάτι που οδηγεί στη Σαπιαβρύση, στον αμαξωτό. Εκεί που οι μωρομάνες αβοήθητες αργοσβήνουν.

Κοιτάζω γύρω μου. Εδώ είναι το σπίτι μου. Ναυτολογημένη βοηθός μάγειρα.

Σηκώνομαι πρέπει να κατέβω στην κουζίνα να ετοιμάσω κάτι ζεστό για την πρωινή βάρδια. Έξω από την καμπίνα του καπετάνιου κοντοστέκομαι ακούω τον μικρό γιό του να μιλάει με την μαμά του, ακούω το κλάμα του. Δύο μέρες τώρα έχει πυρετό. Καίγεται. Θέλει να γυρίσουν στο σπίτι τους.  Το σπιτικό του δεν είναι  εδώ. Τους το είπε: «Αυτό δεν είναι σπίτι για παιδιά». Κι ας είναι  ένα σπιτικό γεμάτο πατεράδες, παππούδες, θείους , που το λατρεύουν.  Αυτό το πλασματάκι ανήκει πια σε όλους μας.  Ένα παιδί τεσσάρων χρονών γεμίζει ευτυχία σαρανταδύο ανθρώπους

Κατεβαίνω στην  κουζίνα. Ο άντρας μου  έχει ξεκινήσει να μαγειρεύει.   

-          -     Αργυρώ, φτιάξε κανα ζεστό και πήγαινε το στη γέφυρα. Έχουν γίνει μούσκεμα από το καταραμένο πούσι, βάλε και λίγο ρακί μέσα να τους.. 

 Ένας απαίσιος κρότος, τραντάζει συθέμελα τη σιγουριά μου. Τα πάντα πέφτουν γύρω μας.

-           -    Παναγία μου, φωτιά, φωνάζει ο Νίκος.

Με αρπάζει και τρέχουμε στην σκάλα. Τρέχουμε ανάμεσα στη φωτιά. Αγκαλιασμένοι σαν το στριφτό κερί που φτιάχνει η μάνα μου, την Μεγάλη Βδομάδα  για τον Επιτάφιο.  Γύρω μας σκάνε τα βαρελότα της Λαμπρής που δεν θα γιορτάσουμε.

Το έκοψε στα δυό. Όπως ο εργάτης το ψωμί στο κολατσιό, όπως ο ξυλοκόπος το ξύλο για το τζάκι. Και κείνο έγινε πελώριο  πυροτέχνημα, που γιόρταζε την άφιξη της οδύνης.  Οι μικρές ανθρώπινες φλογίτσες λίγο πριν σβηστούν, φωτίζουν το λιμάνι.

Ο πατέρας , σωριάζεται στο παγκαλάκι. Εδώ είναι το καταφύγιο του. Εδώ μπορεί να θρηνήσει το κοριτσάκι του. Σε αυτή τη βρύση στην άκρη του κήπου τους, την έστελνε να του φέρει νερό. Όχι με την στάμνα αλλά με την πήλινη κανάτα. Αναθεματισμένο χούι. Μέσα στο λαγαρό νερό που του προσφέρει απλόχερα στην χούφτα της η βρύση, βλέπει  το γελαστό του κοριτσάκι με τις κόκκινες μπούκλες να στροβιλίζεται στην κουζίνα, χορεύοντας με μια φανταστική μουσική.  Ώρες-ώρες νοιώθει  το χεράκι της να κρύβεται στη χούφτα του, τρέμοντας από φόβο. Κάτω στο δρόμο, στο γεφυράκι, ένα κοριτσάκι,  τρέχει να  υποδεχθεί τον μπαμπά της. Είναι απόβραδο, όπως τότε, όπως έκανε εκείνο, όταν γύριζε από το χωράφι..  Δεν είναι το δικό του παιδί. Εκείνο το άφαγο που έβαζε στα γόνατα του και προσπαθούσε να το ταΐσει φοβίζοντας το με ξωτικά και βουρδούλακες. Δεν το προφύλαξε το κοριτσάκι του, ανυπεράσπιστο το άφησε στα πραγματικά τέρατα. Ο ένοχος.

 

Στέκει αδύνατο να την θυμηθεί, μεγάλη. Βάζει το χέρι του για αντήλιο. Απέναντι  ο ήλιος  δύει πυρωμένος πίσω από το βουνό, σκοτεινό πέτρινο καράβι μοιάζει  η σκιά του.  Η κόρη του αναδυόμενη μέσα απ’ τις φλόγες, ετοιμάζει με προσάναμμα τα μαλλιά της το γεύμα της πρωινής βάρδιας . Όχι δεν είναι εκείνη.

 Πλησιάζει το πρόσωπο του, στο νερό καθρεφτίζεται θαρρείς πνιγμένο στα δάκρυα το μωρό του. Ακουμπά απαλά τα χείλη του στη μορφή του και κείνη διαλύεται σε κύκλους, ξεμακραίνει.

Αρνείται να το πιστέψει…

Όχι δεν είναι το κοριτσάκι του.

Δεν είναι η Αργυρούλα του.

Στις 31 Ιανουαρίου 1975  στο λιμάνι Μάρκους Χούκ, του ποταμού Ντελαγουέρ στην περιοχή της Φιλαδέλφειας και ενώ το πλήρωμα του ετοιμάζονταν για την εκφόρτωση του φορτίου του, το δεξαμενόπλοιο «ΚΟΡΙΝΘΟΣ» εμβολίστηκε από  το  αμερικάνικο τάνκερ «Ε.Κ. Κουίνι» το οποίο δίχως να ανακόψει ταχύτητα έπεσε με σφοδρότητα στο «Κόρινθος» με άμεσο αποτέλεσμα να συγκλονισθεί ολόκληρο το σκάφος και εν ριπή οφθαλμού να λαμπαδιάσει. Φλόγες ξαπλώθηκαν παντού, ενώ τρομερές εκρήξεις η μία μετά την άλλη ξεσπούσαν στις δεξαμενές και πυρακτωμένες λαμαρίνες, μαζί με ανθρώπινα μέλη και κορμιά εκσφενδονίζονταν στον αέρα. Κατά τις πρώτες εκτιμήσεις η τραγωδία οφείλεται  σε κακό χειρισμό, λόγω μέθης, του πλοιάρχου, του  «Ε.Τ.Κουίνι» και  στην πυκνή ομίχλη. Επί του σκάφους επέβαιναν 42 άτομα από τα οποία οι 31 Έλληνες.

Εικοσιδύο είναι οι αγνοούμενοι , από τους οποίους οι 17 Έλληνες, ανάμεσα τους, τρεις γυναίκες και ένα παιδί.

Αργυρώ  Μάνεση, αγνοούμενη.