Η ικανότητα να αντέχεις και η ανάγκη να επιστρέφεις
Του Διαμαντή Μπασαντή
Ακουμπισμένος, χρόνια τώρα, σε μια ασπρόμαυρη παλιά φωτογραφία. Ασάλευτος στην κουπαστή, μ' ένα τσιγάρο στο χέρι. Άντεξε πολλά, αλλά δεν κατάφερε να επιστρέψει ποτέ...
Ρώτησε ένας δημοσιογράφος τον Θανάση Βαλτινό, λογοτέχνη και πρόεδρο της Ακαδημίας Αθηνών, τι είναι αυτό που ξεχωρίζει τους ανθρώπους της γενιάς του, της γενιάς του 1950. Και η απάντηση: "η ικανότητα να αντέχεις…"
Κι άντεξαν: παγκόσμιο πόλεμο, κατοχή, εμφύλιο, μετεμφυλιακό κράτος, δικτατορία... Κι άντεξαν: πείνα, δυστυχία, θάνατο, ερήμωση… Και μαζί τους άντεξε η χώρα και η κοινωνία. Ήταν μια γενιά που ξεκίνησε πολλές φορές από την αρχή.
Με ρώτησε πολλά χρόνια αργόετρα ο φίλος ποιητής Τίτος Πατρίκιος: "τι κάνει τη γενιά μου να είναι κοντά στη δική σου;" Η γενιά μου τότε ξεκινούσε. Ήταν λίγα χρόνια μετά την μεταπολίτευση. Ο Πατρίκιος κόντευε μεσήλικας. Εγώ φοιτητής. Απάντησα: "Το βιώμα της δικατορίας. Μικρά παιδιά είδαμε στους δρόμους τανκς! Και η ενηλικίωση μας σημαδεύτηκε από έναν πόλεμο που χάθηκε πριν αρχίσει στην Κύπρο".
Η γενιά του Βαλτινού και του Πατρίκιου, η πρώτη μεταπολεμική γενιά στα ελληνικά γράμματα, έζησε και άντεξε πολύ περισσότερα από εμάς. Επιβίωσε ελπίζοντας απελπισμένα ακόμα και στο παράλογο, όπως έγραψε ο σπουδαίος ποιητής Τάσος Λειβαδίτης. Συνειδητοποίησαν τον κόσμο ανάμεσα στα τανκς ενός παγκοσμίου πολέμου και στην κρίση ενός εμφύλιου. Η δικιά μας γενιά, της μεταπολίτευσης, συνειδητοποίησε τον κόσμο μπροστά στα τανκς του Πολυτεχνείου. Ιλιγγιώδης η απόσταση. Όμως κοινός παρονομαστής τα τανκς. Μέχρι εκεί όμως.
Αυτοί άντεξαν τα πάντα. Αυτοί ταξίδεψαν στον κόσμο για να επιζήσουν. Εμείς αντέξαμε το βάρος της εξέγερσης μας. Και ταξιδέψαμε στον κόσμο για να τον γνωρίσουμε. Κοινός παρονομαστής το ταξίδι. Μέχρι εκεί όμως…
Πολύ πέρα από τη γενιά του Βαλτινού και του Πατρίκιου που μάς κοιτούν πιά από απόσταση, πάρα πολύ πέρα από τη δική μας γενιά, που ολοκληρώνει τις διαδρομές της, υπάρχει στο βάθος του χρόνου και η γενιά του πατέρα μου. Ενηλικιώθηκε στη δεκαετία του 1930. Έζησε σε μιαν άλλη πολύ μακρινή εποχή...
Τον βλέπω κάποιες στιγμές ακόμα να ακουμπά στην κουπαστή. Ακίνητος. Στην αιωνιότητα της θάλασσας. Εκείνος και η γενιά του άντεξαν πολύ περισσότερα και από τα πάντα. Στο τέλος αυτός άντεξε να ζει μόνος και ξένος στη στεριά, μακριά από τον κόσμο της θάλασσας που γνώριζε. Απόμακρος ακπομα και στο σπίτι που με τον κόπο του χτίστηκε...
Όπως έγραψε η Ιουλία Ζαννάκη μνημονεύοντας τους ναυτικούς: "αυτόν τον πολύπαθο, πολυτάξιδο, που κάθεται αμήχανος, σαν ξένος, απέναντι μας στο τραπέζι". Ένας από αυτούς τους πολύπαθους και πολυτάξιδους, που κάθεται χρόνια τώρα αμήχανος και ξένος απέναντι, στο μεγάλο τραπέζι του Επέκεινα, είναι ο πατέρας μου.
Κοιτάζω το Αιγαίο που απλώνει μακριά και συλλογίζομαι: επέστρεψα στην Άνδρο κυνηγώντας τις δικές μου ξεθωριασμένες μνήμες, αλλά και κάτι από τη δική του αδικαίωτη ελπίδα για επιστροφή. Δεν μπόρεσε να επιστρέψει. Δεν πρόλαβε ούτε ο μικρός αδελφός. Η μάνα μου μόνο πρόλαβε και ψιθύρισε βουρκωμένη "επιστρέψαμε" - ενάμιση μήνα πριν «φύγει». Είχα μόλις τελειώσει το σπίτι στην Άνδρο.
Κάποιος απ’ όλους κατάφερε κι επέστρεψε. Δικαιώνοντας σε κάτι εκείνους που ονειρεύτηκαν τον γυρισμό...