Η μνήμη, όνομα ουσιαστικόν…

 

(Ας μάς επιτραπεί μερα που είναι μια προσωπική αναφορά. Αλλά και μια μικρή πραγματεία περί μνήμης. Μια αναφορά που στο τέλος απλώνει για να συμπεριλάβει κι όλους εσάς που αγαπήσατε κάποιους που δεν έφτασαν μέχρι σήμερα. Όλους αυτούς που αγαπήσαμε τους εμπεριέχουμε. Η μνήμη τους είναι ο γυρισμός μας. Γυρνάμε εμείς και γι' αυτούς. Και μέσα από τον δικό μας γυρισμό είναι κι αυτοί παρόντες και μαζί μας. Η μνήμη όνομα ουσιαστικόν. Συχνά όμως εν ανεπαρκεία...)

Του Αγίου Χαραλάμπους. Αλήθεια, πως πέρασαν τα χρόνια; Όσο ζούσε ο Χάρης ξεχνούσα συνήθως τη γιορτή του. Από τον καιρό που έφυγε η μέρα αυτή κατέχει ξεχωριστή θέση στη ζωή μου.

Παράξενο! Λίγους μήνες πριν φύγει ο Χάρης αγόρασα το κτήμα στο Υψηλού: με το εκκλησάκι του Αγίου Χαραλάμπους. Όλοι με απέτρεπαν να πάρω το κτήμα με το εκκλησάκι. Θα μπλέξεις, έλεγαν, με την Εφορία Βυζαντινών Αρχαιοτήτων. Όμως, το πήρα: γιατί ήταν στο όνομα του μικρού αδελφού...

Μια σκέψη τριβέλιζε μυστικά το μυαλό τότε: αν πάθει κάτι το «παιδί» (έτσι έλεγε η μάνα τον μικρό αδελφό) θα υπάρχει ένα εκκλησάκι στη μνήμη του. Διαφορετικά θα ερχόμαστε μαζί στην Άνδρο στη γιορτή του.

Ο Χάρης δεν πρόλαβε ποτέ να δει το κτήμα και να έρθει στην Άνδρο του Αγίου Χαραλάμπους. Έφυγε λίγες μέρες πριν την γιορτή του. Ήταν 2/2/2002. Την ημέρα που η μπίλια της ζωής στάθηκε στο δύο ο «δεύτερος» αδελφός έφυγε για πάντα

Μαζί του πήρε το μεγαλύτερο μέρος της παιδικής μας ηλικίας. Έκτοτε είναι στιγμές που νοιώθω λες και γεννήθηκα μεγάλος. Χωρις παιδικά χρόνια. Κάτι τέτοιες δύσκολες μέρες έρχομαι μόνος στην Άνδρο. Αγναντεύω την σκοτεινή θάλασσα. Κι εκεί αρχίζουν να έρχονται θύμησες από τα μισόθαμπα παιδικά χρόνια. Ανάμεσα τους ο Χάρης: έτσι νέος και ωραίος, έτσι χαμογελαστός και μόνος…

Μετά όλα σβήνουν. Απομένω άδειος να κοιτώ το ανταριασμένο Αιγαίο. Και τότε νοιώθω πως φεύγοντας ο Χάρης πήρε μαζί με την παιδική ηλικία μας και όλα όσα ζήσαμε. Αλλά και όλα όσα δεν ζήσαμε…

Η αλήθεια είναι πως ζήσαμε λίγο μαζί. Πάντα οι δρόμοι μας απόκλιναν. Ήμουν ο "μεγάλος". Ήταν ο "μικρός". Ήμουν αυτός που έφευγε. Ήταν αυτός που έμενε. Ζήσαμε μερικά χρόνια στο ίδιο σπίτι: έναν όροφο απόσταση. Ζήσαμε μερικά χρόνια στην ίδια χώρα: μερικές πόλεις απόσταση. Για ένα διάστημα μπήκαν ανάμεσα μας και άλλες χώρες. Κάποια στιγμή μας χώρισε ενας ωκεανός...

Κι όμως παρά τις τόσες μικρές και μεγάλες αποστάσεις, που βάλαμε - για χρόνια - ανάμεσα μας, όταν ανταμώσαμε εκείνες τις τελευταίες δραματικές μέρες και ώρες τον χειμώνα του 2002 ήταν σα να μην είχαμε χωρίσει ποτέ. Ήμουν ο "μεγάλος". Ήταν ο "μικρός". Κι ήταν ανυπόφορο που ο "μικρός" έφευγε πρώτος. Δεν το πίστευα. Κι ακόμα δεν το πιστεύω…

Ίσως γι’ αυτό έρχομαι κάθε Φλεβάρη σ' αυτό το ξωκλήσι στην άκρη του κήπου. Κοιτώ μακριά το ανταριασμένο Αιγαίο. Και είναι σα να ανταμώνουμε πάλι. Δεν έτυχε να γιορτάσουμε μαζί όταν ήταν εδώ. Γιορτάζουμε τώρα. Στεκόμαστε μόνοι ο ένας αντίκρυ στον άλλο: στις δύο άκρες μιας γέφυρας, που αυτός έτυχε και διάβηκε πρώτος…

Αυτές τις στιγμές τον νοιώθω πάλι δίπλα μου. Και κάθε φορά βλέπω πάντα τις ίδιες εικόνες. Στην πρώτη γνέφει - τελευταία φορά - λέγοντας: «πήγαινε στα παιδιά σου…». Στην δεύτερη ο πατέρας κοιτά από μακριά ακουμπισμένος σιωπηλός στα ρέλια ενός παλιού καραβιού. Και στην τρίτη η μάνα δακρυσμένη - μετά την επιστροφή μου από την Άνδρο - λέει: «γυρίσαμε…».

Ναι, γυρίσαμε. Και μαζί γύρισαν κι αυτοί που δεν πρόφτασαν. Γύρισαν κι αυτοί που κουβαλάμε μέσα μας. Γύρισαν κι αυτοί που έφυγαν νωρίτερα. Και αυτοί που δεν κατάφεραν ποτέ να έρθουν. Και πράγμα παράξενο γύρισαν μαζί μας ακόμα και αυτοί που γνωρίσαμε πριν χρόνια σε άλλες γλώσσες, σε τόπους μακρινούς. Και μετά χάθηκαν στις στροφές δρόμων με παράξενα, ξενικά ονόματα...

Πάντα θα γυρνάμε. Και πάντα θα θυμόμαστε. Κι όσο θυμόμαστε θα γυρίζουν κι όλοι αυτοί που έχουμε μέσα μας. Αν όμως τους ξεχάσουμε δεν θα γυρίσουν. Θα χαθούν μαζί μας…

Α! Η μνήμη: όνομα ουσιαστικό! Η μνήμη, είδος ουσιώδες, συχνά όμως εν ανεπαρκεία…

Δ. Μπ.