Ίχνη μιας μεγάλης παράδοσης

Του Διαμαντή Μπασαντή

 

Το πρώτο σημάδι της μεγάλης παράδοσης το είδα πριν πολλά χρόνια σε ένα από τα πατρογονικά των Εμπειρίκων, που σώζωνται στην Άνδρο. Στις εντοιχισμένες μαρμάρινες πινακίδες κατασκευής και ανακατασκευής του σπιτιού στη Ρίβα υπάρχουν δύο χρονολογίες συσχετίζονταν άμεσα με δύο από τις σημαντικές στιγμές της ελληνικής ναυτικής ιστορίας κατά τον 19ο αιώνα. Η πρώτη το 1817, δύο χρόνια μετά το τέλος των ναπολεοντείων πολέμων στην Ευρώπη και τέσσερα χρόνια πριν την Επανάσταση του 1821. Η δεύτερη το 1889, τα ιστιοφόρα ολοκλήρωναν τον κύκλο τους και τα πρώτα ατμόπλοια των Εμπειρίκων διέσχιζαν τις θάλασσες.

Το δεύτερο σημάδι πηγαίνει πίσω στην πρώιμη παιδική μου ηλικία. Ένα πρωινό, κάπου στις αρχές της δεκαετίας του 1960 νομίζω, ο ναυτικός πατέρας μου με ξενάγησε ώρες στο υπερωκεάνιο «Βασίλισσα Φρειδερίκη» που ήταν δρομολογημένο στη γραμμή Πειραιά-Νέα Υόρκη. Η ξενάγηση εκείνη μου έχει αφήσει μια σπουδαία ανάμνηση από εκείνο το μεγάλο και υπέροχο πλοίο με τα δύο επιβλητικά φουγάρα και τα απέραντα καταστρώματα έμεινε έκτοτε χαραγμένη στη μνήμη μου.

Οι παραπάνω εικόνες ξαναήρθαν στη σκέψη μου καθώς κοίταγα πριν αρκετό καιρό ξανά δύο λευκώματα, που έχω στην βιβλιοθήκη μου, τα οποία έχουν κυκλοφορήσει πριν αρκετά χρόνια, εν τούτοις, όμως, εξακολουθούν να συγκινούν όσους κάποτε ονειρευτήκαμε τα καράβια να φεύγουν από τα λιμάνια σαν δυνατότητα ελευθερίας και περιπέτειας, σαν μέσο διαφυγής και επικοινωνίας, πέρα από τα όρια του ορίζοντα. Μπορεί οι πατεράδες μας να συνδέσανε με τα καράβια τη ζωή τους, όμως εμείς απλώσαμε στα ξάρτια και στα καταστρώματα τους όνειρα μιας ανεπανάληπτης ηλικίας.

 

 

Τα ιστιοφόρα της  Άνδρου

Παρακολουθώντας την εξέλιξη της ιστορίας των ιστιοφόρων της Άνδρου μέσα από το εξαίρετο ιστορικό κείμενο του Ανδριώτη ιστορικού και διευθυντού της Καϊρείου Βιβλιοθήκης Δημητρίου Ι. Πολέμη στο λεύκωμα «Τα Ιστιοφόρα της Άνδρου» (έκδοση Καϊρείου Βιβλιοθήκης Άνδρου, σελ. 181) έχεις μπροστά την εικόνα της ελληνικής εμπορικής ναυτιλίας. Το προσεκτικά αξιολογημένο ιστορικό υλικό της ναυτικής ιστορίας του νησιού ουσιαστικά παραπέμπει στην ελληνική ναυτική ιστορία.

Όπως σημειώνει ο Δ. Ι. Πολέμης η ναυτιλία στην Άνδρο ξεκινά να αναφέρεται κατά τον 17ο αιώνα. Τον 17ο και τον 18ο αιώνα η δραστηριότητα στο Αιγαίο ήταν περιορισμένη. Όλα αλλάζουν μετά τον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1768-74. Τότε ανοίγονται για τους Ανδριώτες και τους έλληνες ναυτικούς οι εμπορικοί δρόμοι για τη Μαύρη Θάλασσα υπό τη ρώσική σημαία.

Στις παραμονές της Ελληνικής Επανάστασης η Άνδρος διέθετε 40 καράβια συνολικής χωρητικότητας 2.800 τόνων που τα επάνδρωναν 400 ναυτικοί και ήταν εξοπλισμένα με 80 κανόνια. Το νησί ήταν πέμπτο στο σχετικό πίνακα μαζί με την Κρήτη. Προηγούνταν η Ύδρα με 120 καράβια, οι Σπέτσες και τα Ψαρά με 60, το Γαλαξίδι με 50. Και ακολουθούν η Σκόπελος με 35, η Σαντορίνη με 32, το Καστελόριζο με 30, η Κύμη με 25 και η Μύκονος με 22.

Εκείνη την περίοδο πρωτοεμφανίστηκαν και τα ονόματα γνωστών καραβοκυραίων που αργότερα αποτέλεσαν ισχυρές ναυτικές και εφοπλιστικές οικογένειες του νησιού όπως Γουλαντρής, Μπιρίκος ή Πιρίκος, Πολέμης, Καμπάνης, Ράλλιας κλπ. Όλοι είχαν ως έδρα την Χώρα η οποία ήταν μια καθαρά ναυτική κοινωνία λίγο πριν την έναρξη της Επανάστασης. Οι Ανδριώτες ναυτικοί συμμετείχαν με πολλούς τρόπους στον Αγώνα (φύλαξη του στενού του Κάβο Ντόρο, εκστρατεία Καρύστου, πυρπολητές του Κανάρη κλπ).

Μετά την Επανάσταση η ανάπτυξη της ιστιοφόρου εμπορικής ναυτιλίας της Άνδρου είναι γοργή. Η Άνδρος φτάνει στο δεύτερο ήμισυ του 19ου αιώνα στην όγδοη θέση των ελληνικών λιμανιών (1866). Η Ανδριώτικη ιστιοφόρος ναυτιλία κορυφώνεται γύρω στα 1883. Σύμφωνα με τα στοιχεία η Άνδρος έχει εκείνη την εποχή 45 μεγάλα ιστιοφόρα χωρητικότητας 7.523 τόνων και 62 μικρά χωρητικότητας 457 τόνων.

Όμως, η μακραίωνη διαδρομή των ιστιοφόρων φτάνει πια στο τέλος της. Τα πρώτα ατμόπλοια κάνουν την εμφάνιση τους στο νηολόγιο της Άνδρου το 1892 (5 τον αριθμό). Μέχρι το 1903 ο αριθμός των ιστιοφόρων μειώνεται στα 11 (1.576 τόνους), ενώ των ατμόπλοιων αυξάνει σε 21 (31.908 τόνους). Μια νέα ναυτική εποχή ανατέλλει αποστρατεύοντας τα ιστιοφόρα.

Το λεύκωμα του Δ.Ι.Πολέμη αποτελεί ένα έργο διάσωσης μιας ολόκληρης ναυτικής περιόδου, αλλά και τη ιστορίας ενός νησιού. Συνάμα, είναι και ένας φόρος τιμής σε ένα είδος πλοίων που η αισθητική τους χάραξε την τέχνη, αλλά και την φαντασία. Με το πλήθος των ιστορικών στοιχείων και των αναφορών ζωντανεύει με τον τρόπο του μια εποχή και μια κοινωνία χαμένη πλέον στον χώρο του μύθου.

 

Τα ελληνικά υπερωκεάνια 1907-1977

Στις απαρχές του 20ου αιώνα ο Πειραιάς έχει κερδίσει την κούρσα με τα άλλα ελληνικά λιμάνια. Και τα ατμόπλοια έχουν κερδίσει την κούρσα έναντι των ιστιοφόρων. Μια νέα περίοδος για την ελληνική ναυτιλία ξεκινά. Ανάμεσα στα νέα ατμόπλοια που γεμίζουν το λιμάνι εμφανίζονται και τα πρώτα υπερωκεάνια που μεταφέρουν τους Έλληνες στο Νέο Κόσμο. Σε αυτά τα υπερωκεάνια εστιάζει την μελέτη του ο Α.Ι.Τζαμτζής στο εξαιρετικό λεύκωμα «Τα Ελληνικά Υπερωκεάνια 1907-1977» (εκδόσεις Μίλητος, σελ. 159).

Η ιστορία των υπερωκεανίων συνεχίζει το προηγούμενο λεύκωμα καθώς το πρώτο ελληνικό υπερωκεάνιο που δρομολογήθηκε, στη γραμμή Ελλάδος - Νέας Υόρκης ήταν του εξ Άνδρου πλοιοκτήτη Δημητρίου Μωραΐτη. Με το όνομα «Μωραΐτης» απέπλευσε για τον Νέο Κόσμο την 19η Ιουνίου 1907. Ακολούθησε λίγο αργότερα το «Αθήναι» του ιδίου. Όμως, η επιχείρησε αυτή απέτυχε. Μια νέα περισσότερο επιτυχημένη επιχειρηματική προσπάθεια ξεκίνησε μετά υπό τον Ανδριώτη εφοπλιστή Λεωνίδα Α. Εμπειρίκο το 1909 με το «Πατρίς». Ακολούθησε σύντομα το «Μακεδονία» του ιδίου, που έκανε την γραμμή Πειραιά-Νέα Υόρκη σε 12 μέρες περίπου.

Μεταξύ 1914 και 1940, παρά τους πολέμους και την οικονομική κρίση, η γραμμή των ελληνικών υπερωκεανίων διατηρήθηκε. Αν και με πολλά προβλήματα, όπως φαίνεται από τα στοιχεία του μελετήματος. Ως το πλέον επιτυχημένο υπερωκεάνιο της περιόδου αναφέρεται το «Νέα Ελλάς».

Μεταπολεμικά η υπερωκεάνιος γραμμή Πειραιά-Νέας Υόρκης αναβαθμίστηκε μόνο μετά το 1954 και 1955 με την δρομολόγηση δύο ανταγωνιστικών υπερωκεανίων. Αρχικά το «Βασίλισσα Φρειδερίκη» (πλοιοκτησίας Ευγενίδη) και στη συνέχεια το Ολύμπια (πλοιοκτησίας Γουλανδρή). Τα δύο αυτά καράβια έμειναν στη γραμμή μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του 1960. Στη συνέχεια η υπερωκεάνιος ατμοπλοΐα προς Αμερική μπήκε σε κρίση με τον ανερχόμενο ανταγωνισμό του αεροπλάνου.

Στο λεύκωμα συμπεριλαμβάνει και την εξιστόρηση της γραμμής Πειραιάς-Μελβούρνη από το 1947 μέχρι το 1977. Με πλήθος στοιχείων, αλλά και πλούσιο φωτογραφικό υλικό αναβιώνει μια εποχή της ελληνικής μετανάστευσης που τείνει να ξεχαστεί με τα χρόνια.

Το πλήθος των στοιχείων αυτού του παλιού λευκώματος το καθιστούν διαχρονικό σημαντικό βοήθημα στην κατανόηση της εξέλιξης της ελληνικής ναυτιλίας, αλλά και της ελληνικής κοινωνίας. Η αποτύπωση των κυριότερών καραβιών κάθε γραμμής μαζί με την ιστορία τους δίνει τη δυνατότητα να ταξιδέψουμε και πάλι νοερά πέρα από τους ανοικτούς ωκεανούς και τις μακρινές ηπείρους. Συνάμα με το πλούσιο φωτογραφικό υλικό αναβιώνουν όλα εκείνα τα κομψά πλοία που με την αισθητική τους χάραξαν τον 20ο αιώνα. Και ας μην ξεχνάμε πως, ότι ήταν αισθητικά τα ιστιοφόρα για τον 19ο αιώνα, ήταν τα υπερωκεάνια για τον 20ο.