Βερολίνο 1989 ή οι μέρες που νομίζαμε πως δεν θα τέλειωναν ποτέ...

 

Γκρεμίζοντας το τείχος στην Φρίντριχ Στράσε - 1990 

Ήταν σαν σήμερα: 9 Νοεμβρίου 1989. Έχουν πια περάσει 30 ολόκληρα χρόνια από εκείνη τη βραδιά όταν έκπληκτοι μπροστά στις τηλεοράσεις ακούγαμε πως "άνοιξε το τείχος" και δεκάδες χιλιάδες ανατολικογερμανοί πέρασαν εκείνη τη νύχτα από το Ανατολικό στο Δυτικό Βερολίνο. Τριάντα ολόκληρα χρόνια. Μια ολόκληρη γενιά. Ποιοι και πόσοι άραγε θυμούνται σήμερα την περίκλειστη κάποτε DDR (Γερμανική Λαοκρατική Δημοκρατία), που για να μπούμε έλεγχαν τα πάντα; Πόσο πολύ απέχουμε από εκείνο το απίστευτο βράδυ όταν ένας ανθρώπινος χείμαρρος πέρασε - χωρίς συνοριακούς ελέγχους - από το CheckPoint Charlie, που χώριζε τον αμερικάνικο από τον σοβιετικό τομέα της διαιρεμένης πόλης και δεκάδες χιλιάδες ξεχύθηκαν στον δυτικό μέρος;

CheckPoint Charlie

Έτυχε δυό μήνες αργότερα - Ιανουάριος 1990 - να βρεθώ sε αποστολή στην Φρανκφούρτη. Το Βερολίνο έβραζε. Πήρα το τρένο νύχτα κι έφτασα χαράματα στην τρελαμένη πόλη. Χιλιάδες άνθρωποι πάνω και δίπλα στο διάτρητο πλέον τείχος και το κομμάτιαζαν μετά μανίας. Πάνω του υπήρχαν τηλεοράσεις που αναμετέδιδαν αδιάκοπα πολιτικά talk-shows.

Πολιτικά talk-shows στο τείχος.

Πήρα την παλιά Pentax μου και πήγα με τα πόδια στην Πύλη του Βραδεμβούργου και στην Φρίντριχ Στράσε. Αυτό που έβλεπα και ζούσα ήταν απίστευτο. Ένας κόσμος άλλαζε μπροστά στα μάτια μου. Το τείχος και το Βερολίνο που είχα επισκεφθεί πρώτη φορά τον Ιανουάριο του 1988 - δύο χρόνια πριν - δεν υπήρχε. Υπήρχε μια μεθυσμένη πολιτεία. Οι άνθρωποι περνούσαν ξέφρενοι από τις τρύπες και περπάταγαν στη νεκρή ζώνη της Φρίντριχ Στράσε. Οι ανατολικογερμανοί ναύτες έκαναν βάρδια στο... πουθενά! Και μας κοιτούσαν απορημένοι και χαμογελαστοί. Έπαιζαν κι αυτοί μαζί μας. Δεν είχαν πια οδηγίες για τίποτα.

Γκρεμίζοντας το τείχος και πουλώντας τα κομμάτια του στους περαστικούς

Άνθρωποι άγνωστοι αγκαλιάζονταν και μιλούσαν με τους ανατολικογερμανούς ναύτες που δεν ήξεραν αν φύλαγαν το τείχος ή αν έκαναν παρέα στους επισκέπτες που έμπαιναν από τις τρύπες του. Οι μέρες που νομίζαμε πως δεν θα τέλειωναν ποτέ ήταν πια παρελθόν. Κι εμείς ζούσαμε την Ιστορία μπροστά μας ή σε ζωντανή σύνδεση. Και ατενίζαμε έτσι νέοι, έτσι χαμογελαστοί κι αμέριμνοι, ένα μέλλον, που νομίζαμε πως μας ανήκε...

Πανηγυρίζοντας το τέλος του ψυχρού πολέμου φορώντας το πηλήκιο του ανατολικογερμανού ναύτη που έκανε... βάρδια στο τρύπιο τείχος!!!

Στην επιστροφή στην Αθήνα έγραψα ένα εκτενές άρθρο με τίτλο "Οι μέρες που νομίζαμε πως δεν θα τέλειωναν ποτέ". Κι αργότερα σε μια στοχαστική στιγμή ένα λογοτεχνικό χρονογράφημα για τη σκληρή διαδρομή του Βερολίνου από το 1933 μέχρι το 1990. Μια διαδρομή σε έξι κινηματογραφικά πλάνα που ξεκινούν από το 1933 - με την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία - κι έφτανε μέχρι τις μέρες της πτώσης του τείχους, που έτυχε και έζησα εκείνο το Γενάρη του 1990.

Τεράστιες τρύπες στο τείχος. Πίσω τα φυλάκια με τους προβολείς σαν σκιάχτρα από το παρελθόν που απείχε μόλις δύο μήνες.

Αυτό το παλιό χρονογράφημα σκέφτηκα πως σήμερα - μέρα σημαδιακή - να το ξαναδημοσιεύσω εδώ μαζί με μερικές ανέκδοτες φωτογραφίες εκείνης της μακρινής τώρα πια εποχής. Μιας εποχής που για εμάς που τις ζήσαμε μοιάζει απίστευτο το πως έχουν πια περάσει τόσα χρόνια. Καθόμουν χτες βράδυ  μπροστά στις παλιές φωτογραφίες κι αναλογιζόμουν τους μοναδικούς στίχους του Καβάφη: "Δώδεκα και μισή. Πως πέρασεν η ώρα/ Δώδεκα και μισή. πως πέρασαν τα χρόνια;" 

Δ. Μπ.

Κάποτε στο Βερολίνο

Του Διαμαντή Μπασαντή - Αναδημοσίευση 

Μισογκρεμισμένο ένα κομμάτι του τείχους στην Πύλη του Βραδεμβούργου

Ακουμπήστε εδώ αυτές τις λέξεις. Μαλακά να μη σπάσουν: «Κάποτε στο Βερολίνο». Ωραία. Δείχνουν όμορφες. «Κάποτε στο Βερολίνο...». Θα μπορούσε να είναι τίτλος ταινίας. Θα χρειαζόταν βέβαια ο Σέρτζιο Λεόνε για να στήσει τα απέραντα πλάνα μιας αυτοκρατορικής πόλης που άλλαξε ιστορία τόσες φορές.

 

Βερολίνο 1938

Πλάνο πρώτο. 1933. Κάποτε στο Βερολίνο οι κάτοικοι πήγαιναν με το τρένο το καλοκαίρι για διακοπές στο Βανσί. Στην άκρη της σιωπηλής λίμνης. Ήταν μια άλλη εποχή. Εποχή μεσοπόλεμου. Όλα ξεδιπλώνονταν αργά. Νοσταλγικά. Τα κτίρια μεγάλα. Πέτρινα. Τα πάρκα μεγάλα. Το Ράϊχσταχ δίπλα στο ποτάμι. Και οι άνθρωποι  ρομαντικοί και σκληροί, ερωτεύονταν και χάνονταν στους αργούς ρυθμούς της αυτοκρατορικής πόλης. Όλα θύμιζαν αποχαιρετισμό της παιδικής ηλικίας. Ακόμα και τα ελάχιστα αυτοκίνητα που κυλούσαν αργά στους μεγάλους δρόμους της πόλης έμοιαζε να ψιθυρίζουν τη φράση του Κρίστοφερ Ίσεργουντ: «Αντίο Βερολίνο»...

Βερολίνο 1938

Πλάνο δεύτερο. 1938. Κάποτε στο Βερολίνο εμφανίστηκαν στους δρόμους τα πρώτα «φόλκσβάγκεν». Μικρά και καμπουριαστά. Αλλιώτικα. Ο Φερδινάνδος Πόρσε είχε φέρει στη ζωή το πρώτο αυτοκίνητο μιας νέας εποχής. Οι κάτοικοι μαζεύονταν σε στάδια και σε πλατείες για να ακούσουν για τη νέα εποχή. Οι δρόμοι είχαν χάσει την παλιά παιδικότητα. Η εποχή της σκληρής εφηβείας είχε ελάχιστα κοινά με εκείνη της παιδικής αθωότητας.

Τα ερείπια του κεντρικού σταθμού. Όρθιες μνήμες του πολέμου.

Πλάνο τρίτο. 1945. Κάποτε στο Βερολίνο ελάχιστα πράγματα είχαν μείνει όρθια. Μια πολιτεία σωριασμένη. Ανάμεσα στα ερείπια πρόβαλαν σαν σκιές οι κάτοικοι. Στο νησάκι του ποταμού η πινακοθήκη βομβαρδισμένη. Δίπλα το μουσείο της Περγάμου έδειχνε τα σημάδια των αρματομαχιών που ξετυλίχθηκαν μπροστά του. Το Βερολίνο ξύπναγε από έναν εφιάλτη θρυμματισμένο. Μπροστά στην σκληρή ενηλικίωση τίποτα δεν θύμιζε την παιδική ηλικία. Κι όλοι προσπαθούσαν να ξεχάσουν την άγρια εφηβεία.

Γκρεμίζοντας το τείχος

Πλάνο τέταρτο. 1988. Κάποτε έμπαινες στο Βερολίνο από έναν μεγάλο αυτοκινητόδρομο, που πέρναγε ανάμεσα από ένα τείχος, το οποίο έκλεινε από παντού την πόλη. Ένα τείχος που πάνω του έσπαγαν τα κύματα δύο κόσμων όπως τα κύματα της θάλασσας σπάνε στα βράχια. Στην άκρη του υπήρχε ένα σοβιετικό άρμα. Και γύρω αυστηροί συνοριακοί φρουροί. «Κύριοι αφήνουμε πίσω το σιδηρούν παραπέτασμα» μάς είπε χαμογελώντας ο Άγγλος οδηγός καθώς ξεκίναγε για το κέντρο της πόλης. Ήταν ακόμα η εποχή που το τρένο φεύγοντας από την "Φρήντριχ Στράσε" διέσχιζε μια νεκρή ζώνη. Με σιωπηλούς στρατιώτες. Με συρματοπλέγματα και προβολείς. Το σκοτάδι άπλωνε στις γωνίες της μνήμης. Δύο πόλεις σε μια. Μια ιστορία στα δύο. Κι ανάμεσα τους οι ηλικιωμένοι. Οι μόνοι που διέσχιζαν το τείχος. Που περνούσαν από τη μια πόλη στην άλλη. Από τη μια μνήμη στην άλλη. Οι νέοι ζωγράφιζαν πολύχρωμα σχήματα στα δυτικά του τείχους. Για τους ηλικιωμένους η πόλη είχε δύο ηλικίες. Για τους νέους οι δύο πόλεις δεν είχαν ηλικία. Λες και δεν είχαν υπάρξει ποτέ πριν από το τείχος. Ολόκληρη η πόλη έμοιαζε να έρχεται από ένα αβέβαιο μέλλον.

Δίπλα στο Ράϊχσταχ οι σταυροί πολλών που απέτυχαν να το περάσουν από το 1962 μέχρι το 1989.

Πλάνο πέμπτο: Κάποτε στο Βερολίνο εκεί που σήμερα είναι το Ράϊχσταχ υπήρχε ένα τείχος. Μια βραδιά το τείχος γέμισε τρύπες. Κανείς δεν θυμάται πως ξεκίνησαν όλα. Κανείς δεν μοιάζει να θυμάται τι σημαίνουν οι σταυροί που απλώνουν δίπλα στο ποτάμι. Οι χρονολογίες τους ξεκινούν από το 1949 και τελειώνουν το 1989. Όλοι πέθαναν προσπαθώντας κάποτε να περάσουν ένα τείχος που υπήρχε εκεί. Τώρα εκεί είναι ένα πάρκο. Τα παιδιά τρέχουν από τη μια μέχρι την άλλη άκρη.

Πλάνο έκτο: Μαζέψτε αυτές τις λέξεις. Και τα σκόρπια πλάνα. Φεύγουμε. Βάλτε τα όλα στο πίσω μέρος. Θα κάτσω μπροστά. Πηγαίνουμε δυτικά. Προς την κατεύθυνση εκείνου του φωτεινού σήματος της «Μερσεντές». Ναι, έχω έλθει άλλες δύο φορές σ’ αυτή την πόλη...

(Άνοιξη 1990)

 ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Οι έγχρωμες φωτογραφίες του Βερολίνου του 1990 είναι από το αρχείο του Δ. ΜΠΑΣΑΝΤΗ, οι ασπρόμαυρες από το αρχείο του μουσείου της Φολκσβάγκεν στο Βόλσφμπουργκ. Ο τίτλος του κειμένου είναι από το γνωστό τραγούδι "Those were the days".