Φελλός,  Καλυβάρι,  Άνω Βαρίδι! Και μετά... η γιαγιά που ποτέ δεν είχαμε...

Γράφει ο Ι.Π.- Άλκης  

 

Η μέρα μας άρχισε με τους καλύτερους οιωνούς. Ζέστη, λίγο αεράκι και όλοι μας κεφάτοι. Ξεκινήσαμε από το Ξενοδοχείο στο Μπατσί που έμενε ο φίλος μου ο Ν.Ν. με την οικογένειά του, σύζυγο και τρία παιδιά. Είχαν έρθει από την Ελβετία για 15θήμερες διακοπές στην πατρίδα.

Η πρώτη μας στάση ήταν στους φούρνους του Γαυρίου για λιχουδιές  για να αντέξουμε στην ολοήμερη εξόρμιση μας στον Ζόργκο .  Η δεύτερη στο σχολείο (παραδοσιακή στάση) για να γεμίσουμε 6 μπουκάλια με δροσερό νερό και μετά δρόμο για τα βόρεια.  Δεν στρίψαμε όμως προς Παλεστού, αλλά συνεχίσαμε προς Καλυβάρι, για να δούμε τις ανεμογεννήτριες. Το θέαμα ανεπανάληπτο. Τα παιδιά ξάπλωσαν ανάσκελα στη βάση τους για να τις απολαύσουν σε όλο τους το μεγαλείο.

 

Βγάλαμε φωτογραφίες και συνεχίσαμε  προς Άνω Βαρίδι και κατηφοριά για να βγούμε στον δρόμο Παλεστού-Ζόργκο. Στα μισά της διαδρομής  σε μια διχάλα σταματήσαμε . Δεξιά ή αριστερά; Ήταν δυο όμοιοι χωματόδρομοι. Εξίσου χάλια. Πάνω στον προβληματισμό μας, φάνηκε από ένα δρομάκι να έρχεται ένας εργάτης, λεβέντης με ένα τσουβάλι στον ώμο και μια τσάπα στο χέρι. Ήταν ο σωτήρας μας!!  Τον Καλησπερίσαμε και τον ρωτήσαμε  από πού πάμε για Ζόργκο. Μας κοίταξε μα απορία και δεν απάντησε. Σκεφτήκαμε μήπως ήταν Αλβανός και τον ρωτήσαμε  nga ku shkojnë në Zorgo? 

Τίποτε, καμία απάντηση. Ο Ν.Ν. τον ρώτησε Γερμανικά von wo gehen sie nach Zorgo? Μετά  αγγλικά from where do they go to Zorgo? Τέλος η εγγονή μου τον ρώτησε ρωσικά που είχε αρχίσει να μαθαίνει  откуда они идут в Зорго? otkuda oni idut v Zorgo?

Την κρίσιμη  εκείνη στιγμή ακούσαμε ένα κουδουνάκι να μας πλησιάζει. Ήταν μια γιαγιά σκυφτή. Στο ένα χέρι βαστούσε ένα κλαδί και στο άλλο έναν ντορβά. Την ακολουθούσαν σαν σκυλάκια 2 κατσικάκια. Το  μικρό κάτασπρο πεντακάθαρο πανέμορφο και το άλλο μεγάλο και λασπωμένο. Κοντοστάθηκε και μας εξήγησε ότι ο άντρας που μιλούσαμε ήταν Έλληνας μουγκός που είχε και φοβία με τους αγνώστους ανθρώπους και μας έδειξε τον σωστό δρόμο. Ήταν μια γλυκύτατη, συμπαθητική γιαγιά που όπως μας εξήγησε έμενε μόνη της σε ένα καλύβι παραδίπλα και ότι την έλεγαν Μαρία.

Από κοντά διαπιστώσαμε ότι δεν ήταν πολύ μεγάλη, αλλά πολύ ταλαιπωρημένη και πάμπτωχη. Οι γυναίκες μας, την πιάσανε κουβέντα και μετά την έπεισαν με λεπτό τρόπο να δεχθεί τις περισσευούμενες λιχουδιές, που τις δέχτηκε σχεδόν κλαίγοντας από την καλοσύνη που αντίκρισε.

 

Τέλος μας έδειξε το σωστό δρόμο.   Σταθήκαμε όμως για λίγο γιατί ακούσαμε από τα διπλανά κλαδιά ένα κελάϊδισμα, ήταν ένας κοκκινολαίμης.  Πρόλαβα και τον φωτογράφισα και συνεχίσανε την κατηφόρα. Φτάνοντας στον Ζόργκο εγκατασταθήκαμε στην σπηλιά που είναι στην άκρη  δεξιά της παραλίας. Περάσαμε υπέροχα.

Την άλλη χρονιά, ήρθε πάλι ο Ν.Ν. με την οικογένεια. Από κουβέντα σε κουβέντα θυμηθήκαμε την φιλόξενη γιαγιά και αποφασίσαμε να πάμε να τη δούμε.  Φτάνοντας στην διχάλα ψάξαμε να βρούμε το καλύβι της γιαγιάς Μαρίας. Ρωτήσαμε τα διπλανά σπίτια. Όλοι μας διαβεβαίωσαν ότι ποτέ δεν υπήρξε στην περιοχή γιαγιά Μαρία, ούτε καλύβι…. Φύγαμε…   Ακόμη στις κουβέντες μας,  η Γιαγιά Μαρία ζει.

         10/1/2021