Με τα πρώτα χιόνια. Σαν αερικό…

Γράφει ο Ι.Π. - Άλκης

 

(Ακόμα μια φορά ο Άλκης μας «ταξιδεύει» στην Άνδρο, στον έρωτα, στα νιάτα, στο καλοκαίρι της ζωής, στο βιαστικό φθινόπωρο και στην μελαγχολική μοναξιά του. Και στις μνήμες που φέρνει μαζί του το πρώτο χιόνι του χειμώνα. Τρεις εποχές σε ένα διήγημα που γράφτηκε όταν ήταν στο καλοκαίρι της ζωής του και το ξανάγραψε τώρα που διατρέχει τον χειμώνα. Αυτά σκεφτόμουν διαβάζοντας και «διορθώνοντας» τυπογραφικά το παρακάτω διήγημα του χτες βράδυ στον Άγιο Νικόλαο της Ραφήνας κοιτώντας τα δεμένα καράβια. Η σκέψη πήγαινε στο «ταξίδι» για Άνδρο, στο «ταξίδι» της ζωής.

Ξαφνικά κάποιος φώναξε το όνομα μου και μ’ έβγαλε από την «διαδρομή» των σκέψεων. Ήταν ο λογιστής του Superferry, ο Πέτρος Ζούρας, από το Φελλό. Είχαν ανεκτέλεστο κι είχε βγει βόλτα μέχρι τον Άγιο Νικόλαο. Περπατήσαμε μέχρι το λιμάνι. Το Andros φόρτωνε. Θα έφευγε σε 10 λεπτά. Φόρτωνε, μοναχικό, σιωπηλό. Σε μια άδεια προβλήτα. Περπατήσαμε προς το ολόφωτο κι άδειο Superferry. Κοιτάζαμε τον χαμογελαστό ναύτη από την Παλαιόπολη που έβαφε γκρίζο τον καταπέλτη. Ξαφνικά γύρισε και ρώτησε: «ποιος είναι ο Άλκης;»

«Δεν ξέρω» απάντησα. «Είναι ένας από εμάς. Άρχισε μόνος του να στέλνει συνεργασίες. Γράφει γλαφυρά, λαογραφικά, ταξιδιωτικά. Είναι ένας που αγάπησε την Άνδρο ή ένα αερικό. Αυτό αρκεί…» «Να δεις που θα είναι ο κυρ-Γιάννης» μουρμούρισε ο Πέτρος… - Δ. Μπασαντής)

ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ

  Ξεκίνησε με το πρωινό πλοίο των 07,45 από την Ραφήνα.  Προορισμός  η Άνδρος και ειδικότερα η θεία Ανθούλα που θα τον φιλοξενούσε στο σπίτι της  για λίγες μέρες στο κάτω Απροβάτο. Είχε ξανάρθει πριν από 3 χρόνια και είχε τις καλύτερες των αναμνήσεων. Αγωνιούσε να συναντήσει τους παλιούς του φίλους, να πάνε για ψάρεμα το πρωί, για μπάνιο μεσημέρι και απόγευμα και το βράδυ  ό,τι προκύψει.

     Με το που ξεκίνησε το πλοίο ένοιωσε κάτι το παράξενο να τον συνεπαίρνει, σαν  να περίμενε μια θεσπέσια εμπειρία. Έκανε μια βόλτα σ΄όλο το πλοίο, στα σαλόνια, στο κατάστρωμα, προχώρησε μπροστά δίπλα στην πόρτα του καπετάνιου. Τότε πρόσεξε ότι δεν ήταν μόνος.  Στα αριστερά του είδε μια μορφή όπως από χρόνια την είχε πλάση στην φαντασία του με όλες της τις λεπτομέρειες, που την είχε προικίσει με όλα τα ιδανικά του και τώρα ένοιωθε να τον απορροφά χωρίς περιθώρια για αντίδραση.  . . . .

       Το δεύτερο πρωινό ξεκίνησε για μπάνιο χωρίς προορισμό. Κατέβηκε  στο  Λιόπεσι. Πήγε προς τα δεξιά στα βραχάκια και... ήταν εκεί μπροστά του ολοζώντανη! Εξωτική, σαν αερικό! Πλαστική, πλημμυρισμένη από τα νιάτα και τους χυμούς της ζωής. Ξέγνοιαστη, πρόσχαρη, αλλά και κάπως παράξενα μελαγχολική και σκεπτική.

     Όλα τώρα ήταν διαφορετικά,  είχαν κάποιο νόημα  π’ άγγιζαν τα βάθη της καρδιάς. Όλα ξεκινούσαν από αυτήν, όλα κατέληγαν σ΄ αυτήν, όλα γίνονταν γι’ αυτήν.

      Πέρασαν μαζί στιγμές ανείπωτης ευτυχίας. Βόλτες στην παραλία του Μπατσιού με τα χρωματιστά παπάκια, ψάρεμα το σούρουπο δίπλα στα ψαροκάικα, παγωτό στον ‘’Βράχο’’, πίτα γύρο στο χέρι και μετά στην αμμουδιά μπροστά στις ψαροταβέρνες .Πέρασαν στιγμές ανείπωτης ευτυχίας, γεμάτες πληρότητα και γαλήνη.

     Την άλλη μέρα  βρέθηκαν  στην παραλία του Φελλού,  στο δεντράκι τέρμα δεξιά.   Έκαναν αγώνα μέχρι τον βράχο,  ψάξανε για βατράχια στην λιμνούλα με τις καλαμιές,  έκαναν  ηλιοθεραπεία και μετά στην ταβέρνα με τις μουριές. Η ευτυχία ήταν ανάλογη με τις επιθυμίες τους…

ΦΘΙΝΟΠΩΡΟ

    Πέρασαν  4 μέρες… Κάθονταν σε ένα παγκάκι στην παραλία του Γαυρίου και βλέπαν τους ταξιδιώτες βιάστηκα να μπαίνουν στο πλοίο. Ξαφνικά πέσαν χοντρές στάλες βροχής, η θάλασσα σκοτείνιασε, οι κορυφές των δέντρων λύγισαν, τα φύλλα τρεμούλιασαν και τα κορμιά αναρίγησαν από την αύρα.  Τα γκαρσόνια μάζευαν βιαστικά τα μαξιλάρια από τα καθίσματα. Η μπόρα τους βρήκε απροετοίμαστους, εκτεθειμένος στη ακράτητη μανία της.

ΧΕΙΜΩΝΑΣ

       Πέρασαν 4 μήνες, σ΄ όλα τα βουνά είχε χιονίσει πολύ, όλα ήταν κάτασπρα, παρθένα αμόλυντα. Έριχνε χοντρές νιφάδες. Στην παραλία ένας μοναχικός περιπατητής βάδιζε αργά μπροστά στα κλειστά μαγαζιά, αφηρημένος, σαν χαμένος.  Ήταν τα υπολείμματα του εαυτού του, ό,τι δεν ήταν δοσμένα.

      Έσκυψε σε μια  στιγμή, πήρε λίγο χιόνι στα νευρικά του χέρια, το ‘κανε  μια μπάλα όμορφη, του φάνηκε ότι είχε δει την μορφή της. Την πέταξε βιαστικά μακριά και αυτή κατρακύλησε χαράζοντας μια ανώμαλη γραμμή. Του φάνηκε πως χάραξε το όνομά της.  Γύρισε να φύγει. Με το θαμπό του βλέμμα  δίπλα στα μοναχικά του βήματα διέκρινε τα δικά της

     Την ίδια ώρα, μια χλωμή μορφή στέκονταν ακίνητη μπροστά σ’ ένα  παράθυρο της πολυκατοικίας κι έβλεπε το χιόνι να πέφτει. Το καλοριφέρ άναβε στο φουλ, αλλά αυτή ένοιωθε μια παγωνιά να την πλημμυρίζει. Το δωμάτιο ήταν γεμάτο από αγαπημένα της πρόσωπα, αλλά ένοιωθε τρομερά μόνη. Ήταν τα υπολείμματα του εαυτού της, ό,τι δεν ήταν δοσμένο.

     Τα χνώτα της σχημάτιζαν σχήματα στο τζάμι που γρήγορα χάνονταν για να ξαναγίνουν με την άλλη ανάσα της. Της φάνηκε ότι είδε την μορφή του. Απομακρύνθηκε από το παράθυρο. Οι σταγόνες από τα χνώτα πάνω στο τζάμι κατέβαιναν χαράζοντας μια ανώμαλη γραμμή. Της φάνηκε ότι χάραξαν το  όνομά της. Τα μάτια της πλημμύρησαν άθελά της δάκρυα. Γύρισε την πλάτη προς το παράθυρο. Με το θαμπό της βλέμμα στο άνοιγμα της πόρτας διέκρινε την σκιά του. Οι νιφάδες έπεφταν συνεχώς όλο και πιο μεγάλες, σκεπάζοντας αργά, μεθοδικά, ύπουλα, τα πάντα, το χθες, το σήμερα, το τώρα . . . .

    Υστέρα από λίγες μέρες, όταν ο ήλιος έλιωσε τα χιόνια, φάνηκε το χώμα μαυρισμένο, λασπωμένο, βούρκος…

ΣΗΜΕΙΩΣΗ: Προσαρμογή  από το πρωτότυπο που δημοσιεύτηκε στο 2ο φύλλο του ΕΛΕΥΘΕΡΟΥ ΣΚΟΠΕΥΤΗ,  Ιούνιος 1966.

19/1/2021