Συνέβη ένα πρωινό στο Γαύριο...

Γράφει ο Ι.Π. - Άλκης 

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που συνέβη ένα γεγονός που στην παρέα μας ακόμη το συζητάμε με συγκίνηση. Ήταν πριν 22 χρόνια. Είχαμε κατέβη όλοι μαζί - ως συνήθως – στο Γαύριο για ψώνια, βόλτα στην παραλία, τάισμα των ψαριών με κομματάκια από τα κουλούρια που παίρναμε από τον φούρνο και στο τέλος καθόμασταν  για καφεδάκι σε διαφορετικό πάντοτε στέκι.

Σε μια στιγμή χάσαμε ένα από τα μικράκια της παρέας. Θα ήταν 4 χρονών. Ξανθό σαν τον πατέρα του, ευγενικό, αλλά ζαβολιάρικο και θαρραλέο.  Δεν ανησυχήσαμε διότι ήταν προσεκτικό και πάντα έκανε κάτι όταν ήθελε. Ο πατέρας του σηκώθηκε για να το μαζέψει και με την ευκαιρία να πάει και για τσιγάρα.  Σε λίγο γυρίσαν και οι δύο μαζί ευχαριστημένοι. Τι είχε συμβεί;

Ο μικρός δεν ήξερε τίποτε από λεφτά την εποχή εκείνη. Έβλεπε τους γονείς του  να δίνουν κάτι στον μαγαζάτορες και εκείνος να τους δίνει κάτι χρήσιμο, ψωμί, εφημερίδα. Στο τοπικό μπακάλικο είχε πολλά και διάφορα πράγματα.  Σιγά σιγά η ιδέα της ανταλλαγής καταστάλαξε στο μυαλουδάκι του. Την ημέρα εκείνη έκανε το τόλμημα να πλησιάσει το μαγαζάκι που είχε μια ευγενική ηλικιωμένη κυρία που είχε διάφορα ψιλοπράγματα: από είδη ραπτικής μέχρι κάλτσες και από ψαροπέδιλα μέχρι καραμέλες. 

Ντροπαλά μπήκε και πλησίασε τον πάγκο που είχε εντοπίσει από προηγούμενη φορά: καραμέλες, μαστίχες, ζαχαρωτά και μπισκοτάκια. Παραδίπλα είχε σοκολατένια ζωάκια, κατακόκκινα κοκοράκια καραμελωμένα με ένα ξυλάκι. Πιο εκεί είχε ξηρούς καρπούς και πολλά άλλα.

Η καλή κυρία τον ήξερα και τον άφησε να διαλέξει ότι ήθελε. Πράγματι, ο μικρός φίλος μας πήρε μια καλή ποικιλία στην χούφτα του και συνέχισε να διαλέγει. Εκείνη έσκυψε πάνω του και τον ρώτησε γλυκά:

   - Έχεις λεφτά για να πληρώσεις όλα αυτά που διάλεξες;

   - Βεβαίως, απάντησε, έχω πολλά λεφτά.

Έβγαλε από το τσεπάκι του και άδειασε στην χούφτα της 7 κουκούτσια από κεράσια και 2 από βερίκοκα! Όλα τυλιγμένα προσεκτικά με γυαλιστερό χρυσόχαρτο από τα κουτιά των τσιγάρων. Η καλή κυρία κοιτούσε την παλάμη της. Ύστερα τον κοίταξε ερευνητικά για πολύ ώρα.

Ο μικρός την ρώτησε ανυπόμονος και ανήσυχος:

   - Μήπως δεν φτάνουν;

Εκείνη αναστέναξε σιγανά.

    - Νομίζω ότι είναι πολύ περισσότερα, απάντησε, Έχεις να πάρεις και μερικά ρέστα.

Πλησίασε τον πάγκο που ήταν το ταμείο της , άνοιξε το συρταράκι. Επιστρέφοντας στον πάγκο, έσκυψε από πάνω και έβαλε 70 λεπτά στην απλωμένη χουφτίτσα.

Έκτοτε πέρασαν αρκετά χρόνια. Εκείνο το καλοκαίρι βοηθούσα έναν φίλο που είχε ένα μικρό μαγαζάκι με παιδικά βιβλία, παιχνίδια, παιχνίδια για την θάλασσα. Πήγαινα μερικά πρωινά. Ένα από αυτά τα πρωινά μπήκαν στο μαγαζάκι δυο αδελφάκια. Ένα αγοράκι 4  ετών και ένα κοριτσάκι 5. Ψάξανε όλα τα ράφια  με τα βιβλία, γλυκοκοιτούσαν μια γυάλα με ένα χρυσόψαρο, και αλωνίσανε όλο το μαγαζάκι. Τους ρώτησα εάν έχουν χρήματα για να πληρώσουν αυτά που θα διαλέξουν.

   - 'Ούουου!! Έχουμε πολλά λεφτά’', είπαν.

Ο τρόπος τους κάτι μου θύμισε. Τελικά διάλεξαν 4 παιδικά βιβλιαράκι και την γυάλα με το χρυσόψαρο Και πλησίασαν και αφήσαν τις επιλογές τους στον πάγκο. Το αγοράκι γύρισε και είπε στην αδελφή του: "Εσύ πληρώνεις". Το κοριτσάκι πλησίασε με σφιγμένη γροθιά. Ξαφνικά ήξερα τι θα συμβεί και τι θα έλεγε. Η γροθιά άνοιξε και άφησε στον πάγκο... 90 λεπτά!

Αυτόματα κοιταχτήκαμε με τον φίλο μου.  Μας θύμισε την πρόκληση  που αντιμετώπισε εκείνη η καλή κυριά στο Γαύριο πριν κάποια χρόνια, αλλά και τον ωραίο τρόπο που την αντιμετώπισε  Κατάλαβα την αθωότητα των δύο μικρών παιδιών, αλλά και την δύναμη να διατηρήσω ή να καταστρέψω αυτήν την αθωότητα.  Με πλημύρισε τόσο πολύ αυτή η ανάμνηση που μου πόνεσε ο λαιμός. Το κοριτσάκι στεκόταν περιμένοντας  μπροστά μου.

 - "Δεν φτάνουν" ρώτησε.

Τότε επενέβη ο φίλος μου και είπε:

 - "Είναι και πολλά", κατάφερε να πει. "Έχεις και μερικά ρέστα".

Πήρε 20 λεπτά από το ταμείο, τα έριξε στην ανοιχτή χουφτίτσα και στάθηκε μαζί μου στην πόρτα, κοιτάζοντας τα παιδάκια που φεύγαν περπατώντας, κουβαλώντας προσεκτικά  τον θησαυρό τους.

    Ο  φίλος μου γύρισε απορημένος και με ρώτησε: "τι ομίχλη, τι θολούρα είναι αυτή;" Είχα κι εγώ την ίδια απορία. Όμως δεν ήταν ούτε ομίχλη, ούτε θολούρα. Ήταν δάκρια, που τρέχανε από τα μάτια μας και δεν θέλαμε να το παραδεχτούμε...

    Σε μια στιγμή, μάλιστα, μέσα στην "θολούρα" διέκρινα εκείνη την καλή κυρία που είχε πριν χρόνια το μαγαζάκι στο Γαύριο να μας χαμογελάει πονηρά...

14/4/2021                     

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet
This comment was minimized by the moderator on the site

Ποιός είναι ποιός, ανεξάρτητα από το ωραίο κείμενο κάτι σαν ¨Χάιντι η μικρούλα των Άλπεων¨

This comment was minimized by the moderator on the site

Πολύ ωραίο και ανθρώπινο αφήγημα.