25η Μαρτίου: Η ΙΕΡΟΤΕΛΕΣΤΙΑ ΤΗΣ ΑΝΟΙΞΗΣ

Του ΔΙΑΜΑΝΤΗ ΜΠΑΣΑΝΤΗ

 

 Άνδρος, παρέλαση 25/3/15. Φωτογραφία αρχείου.

Παράξενο. Τα τελευταία χρόνια ολοένα και συχνότερα συναντώ τον Κόντε από το Τζάντε, τον Διονύσιο Σολωμό. Παιδιά στο σχολείο μαθαίναμε, κάποτε βαριεστημένοι είναι αλήθεια, διάσπαρτους στίχους από το αριστούργημα του, τους Ελεύθερους Πολιορκημένους. Αυτά τα σπαράγματα κορυφαίων στίχων, που εξακολουθούν να αστράφτουν μέχρι σήμερα στις σελίδες της μνήμης.

Έπρεπε να μεγαλώσω. Έπρεπε να ταξιδέψω σε άλλες θάλασσες και ουρανούς. Έπρεπε να κάνω τόσες διαδρομές. Έπρεπε να γυρίσω ώριμος στην πατρική Άνδρο για να συναντήσω πάλι τον Ποιητή. Με άλλα λόγια έπρεπε να ζήσω αρκετά για να καταλάβω την νεότητα του Σολωμού. Ή, όπως είχε πει και ο Πικάσο: Για να καταλάβεις την νεότητα πρέπει να ζήσεις πολλά χρόνια.

Ο Σολωμός είναι ο ποιητής της νεότητας, αλλά και ο ποιητής της Άνοιξης. Της νεότητας ενός αναγεννημένου αρχαίου έθνους, αλλά και της άνοιξης μιας αρχαίας γλώσσας που μέσα στο έργο του ξαναπλάστηκε. Αλλά είναι και ο ποιητής της ελευθερίας, που την είδε να αναδύεται μέσα από τις  τραγικές στιγμές του πολιορκημένου Μεσολογγίου. 

 

Άνδρος, μετά την παρέλαση 25/3/15. Φωτογραφία αρχείου.

Το 2014 καθώς περπατάγαμε με τον εννιάχρονο τότε Οδυσσέα τον ρώτησα αν ήξερε ποιος είναι ο Σολωμός. Ήξερε. Το είχε μάθει στο σχολείο. Ήξερε πως είχε γράψει και τους στίχους του εθνικού μας ύμνου. Ήξερε τον Παλαμά και τον Ελύτη. Ήταν στην κατάλληλη ηλικία να μαθαίνει, αλλά θα χρειαστεί μάλλον πολλά χρόνια για να αρχίσει να συναντά όλους αυτούς στις διαδρομές της δικής του ζωής. Τώρα απλώς μαθαίνει. Καμιά φορά λίγο βαριεστημένα. Μερικές φορές αποστήθιση. Όμως, κάποτε περπατώντας σε μιαν άλλη εποχή, σε μιαν άλλη Άνδρο, στις στροφές ενός άλλου δρόμου, ίσως ξαφνικά  συναντήσει κι αυτός τον σιόρ Διονύσιο Σολωμό και αναβλύσουν από μέσα του οι μοναδικοί στίχοι μιας ατέρμονης άνοιξης που μας άφησε κληρονομιά.

Άνδρος, παρέλαση 2016. Φωτογραφία αρχείου.

Το 2015, δεκάχρονος τότε ο Οδυσσέας, μου απάγγειλε το ποίημα που θα έλεγε στο σχολείο του. Τον άκουγα αφηρημένος, ενώ σκεφτόμουν τον εαυτό μου πριν πολλά χρόνια τέτοια μέρα σ’ ένα δημοτικό σχολείο της Αθήνας, που δεν υπάρχει πια. Απάγγελνα το ποίημα που μου είχε βάλει ο δάσκαλος εκείνης της μακρινής εποχής. Ήταν ο Ματρόζος του Γεωργίου Στρατήγη. Σε κάποιο σημείο δύο στίχοι του έφεραν ένα κόμπο στον λαιμό και σταμάτησε μερικά δευτερόλεπτα την απαγγελία του. Ήταν οι δύο στίχοι:

…Ἂν οἱ ζητιάνοι σαν κι ἐμὲ δεν ἔχυναν τὸ αἷμα,
οἱ καπετάνοι σαν καὶσε δεν θὰφοροῦσαν στέμμα!...

Την επόμενη χρονιά ο δάσκαλος έβαλε  ένα άλλο ποίημα. Ήταν ο Βράχος και το Κύμα του Αριστοτέλη Βαλαωρίτη. Το σημείο που με συνεπήρε ήταν οι στίχοι της πρώτης στροφής:

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο
λέγει στην πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Τα χρόνια πέρασαν. Και έφτασα μετά από δεκαετίες μπροστά στον μικρό Οδυσσέα που  απάγγειλε στο δημοτικό σχολείο τους στίχους ενός κλέφτικου τραγουδιού «Ένας αϊτός περήφανος, ένας αϊτός λεβέντης...» ενθουσιασμένος: 

«Ένας αητός περήφανος, ένας αητός λεβέντης/ Από την περηφάνια του κι από την λεβεντιά του/ Δεν πάει στα κατώμερα να καλοξεχειμάσει...»

Το μεσημέρι καθισμένοι στο τραπέζι της κουζίνας οι δύο «πιτσιρικάδες» (ο ένας πολύ μεγάλος πια κι ο άλλος πολύ μικρός) απαγγέλαμε τα ποιήματα μας. Εγώ συγκινημένος. Ο μικρός ενθουσιασμένος. Ο πρώτος κόμπιασε και δεν μπόρεσε να ολοκληρώσει τους δύο στίχους του Στρατήγη. Ο δεύτερος το είπε μονορούφι. Και κάθισε γελώντας να φάει εξηγώντας σε όλους το νόημα όπως το είχε καταλάβει.

Ο μεγάλος δεν εξήγησε κανένα νόημα. Σηκώθηκε μόνο και βγήκε να περπατήσει στην βεράντα. Τα δύο εκείνα ποιήματα των παιδικών χρόνων του είχαν γίνει βιώματα ζωής. Και κάπου εκεί σκέφτηκε πως κάποτε μετά από χρόνια ίσως γίνουν βίωμα και στον μικρό κάποιοι στίχοι των επετειακών ποιημάτων της σημερινής μέρας...