Υδροσυγκεντρωτισμός και νησιωτικότητα: Ανεφάρμοστο το μοντέλο της κυβέρνησης για τα νησιά των Κυκλάδων...
Του Λεωνίδα-Βασιλείου Μανιάτη
Ρεματιά στην Τήνο. Τα δεκάδες μικρά πέτρινα φράγματα δημιουργούν μικροπεριβάλλον με τα νερά που συγκρατούν και πρασινίζει η ρεματιά κι εμπλουτίζεται στο μέτρο του δυνατού και υδροφόρος ορίζοντας. Όλο αυτό συμπληρώνεται σήμερα και με μονάδες αφαλάτωσης. Αυτές μπορεί να προμηθευτούν με κεντρικές διαδικασίες. Όμως πως μπορεί να διαχειριστεί την κατάσταση ένας κεντρικός φορέας τοπικά στις Κυκλάδες που ονειρεύεται η κυβέρνηση;
ΥΔΡΟΣΥΓΚΕΝΤΡΩΤΙΣΜΟΣ & ΝΗΣΙΩΤΙΚΟΤΗΤΑ
Πως μπορεί μια κεντρική διαχείριση των Κυκλάδων να χειριστεί το ζήτημα πηγών που στερεύουν στα νησιά; Μπορεί να διαχειριστεί το ζήτημα της προμήθειας των μονάδων αφαλάτωσης που χρειάζονται; Αλλά η διαχείριση, ακόμα και των αφαλατώσεων, πρέπει να γίνει τοπικά...
Το άρθρο αυτό είναι μία κριτική ανάλυση της κυβερνητικής απόφασης για συγκέντρωση της διαχείρισης του νερού σε τρεις εταιρείες για όλη την χώρα, με ιδιαίτερη έμφαση στην νησιωτική πραγματικότητα της χώρας μας.
Στο πλαίσιο των τελευταίων κυβερνητικών ανακοινώσεων σε σχέση με το σχέδιο για την καταπολέμηση της λειψυδρίας, μία συγκεκριμένη εξαγγελία χρήζει ιδιαίτερης μελέτης, λόγω της τεράστιας σημασίας της για τον τρόπο που η χώρα διαχειρίζεται τους υδάτινους πόρους της. Συγκεκριμένα προτάθηκε μία ριζική αναδιαμόρφωση του μοντέλου, μέσω της ενοποίησης των προϋπαρχουσών τοπικών εταιρειών που σχετίζονται με την ύδρευση, την άρδευση και την αποχέτευση, με τελικό σκοπό την ενίσχυση και επέκταση της περιοχής κάλυψης των δύο μεγαλύτερων εταιριών που υδρεύουν την πρωτεύουσα και την συμπρωτεύουσα και με την δημιουργία ενός ακόμα φορέα-ομπρέλας που θα δημιουργηθεί από την συνένωση όλων των τοπικών εταιρειών των υπόλοιπων περιοχών. Σημειωτέον ότι δεν έχει ανακοινωθεί μετ’ ακριβείας ποια θα είναι η γεωγραφική έκταση του τομέα αρμοδιότητας της κάθε μίας από τις τρεις αυτές εταιρείες, οπότε ως προς αυτό, μόνο υποθετικά μπορούμε για την ώρα να μιλήσουμε.
Στα επιχειρήματα υπέρ μιας τέτοιας μεταρρύθμισης σημαντική θέση κατέχει το πρότυπο άλλων ευρωπαϊκών κρατών που έχουν κάνει ακριβώς αυτό· έχουν δηλαδή πετύχει ένα ενοποιημένο κρατικό σύστημα ύδρευσης για όλη την χώρα. Ωστόσο, η άκριτη υιοθέτηση ακόμα και πετυχημένων ευρωπαϊκών προτύπων, χωρίς να συνυπολογιστούν -αν μη τι άλλο- οι γεωγραφικές ιδιαιτερότητες της χώρας μας, ίσως να μην αποδειχθεί και η πλέον συνετή επιλογή. Διότι η Ελλάδα, περισσότερο από κάθε άλλη ευρωπαϊκή χώρα, έχει το γεωγραφικό χαρακτηριστικό της νησιωτικότητας, με την έννοια του ότι στην γεωγραφική της επικράτεια συμπεριλαμβάνονται πολλά κατοικημένα νησιά που για ευνόητους λόγους δεν είναι πρακτικό να ενωθούν με σταθερό δίκτυο ύδρευσης με την υπόλοιπη χώρα ή ακόμα και μεταξύ τους. Δεν είναι άλλωστε το ίδιο πράγμα -ως προς την δυσκολία- το να ποντίζεις καλώδια ηλεκτρισμού με το να σκάβεις υποθαλάσσια τούνελ για σωληνώσεις νερού. Το πρόβλημα αυτό βέβαια, πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι αφορά την Ελλάδα περισσότερο ακόμα και από χώρες που είναι ουσιαστικά νησιά, όπως η Κύπρος ή η Ιρλανδία, καθώς στις περιπτώσεις αυτές μιλάμε ουσιαστικά για την ύδρευση των κατοίκων μίας μεγαλονήσου και όχι πολλών μικρών νησιών (κάτι που είναι τελείως διαφορετικό).
Στην ελληνική νησιωτική πραγματικότητα, κάθε νησί αποτελεί και έναν μικρόκοσμο, αποκομμένο στο κομμάτι της υδροδότησης από τα δίκτυα των σωληνώσεων της ενδοχώρας, ο οποίος εισάγει νερό, όταν το χρειάζεται, μόνο χάριν της ύπαρξης των υδροφόρων πλοίων. Και η απομόνωση στον τομέα αυτό είναι κάτι που συνδέεται με την έννοια της νησιωτικότητας από την αυγή της ιστορίας του Αιγαίου· ένα χαρακτηριστικό του τόπου, αυτονόητο και διαχρονικό, που αποτελεί γεωγραφική σταθερά από τους πρώτους οικισμούς του Αιγαίου της Νεολιθικής Εποχής μέχρι και σήμερα.
Και εδώ έρχεται και το επίσης σημαντικό κομμάτι της ιστορικής-πολιτισμικής παράδοσης που συνδέεται άρρηκτα με την νησιωτικότητα, ως κομμάτι της ταυτότητας των κατοίκων της νησιωτικής Ελλάδας. Για χιλιάδες χρόνια, οι κάτοικοι των νησιών ήταν οι ίδιοι υπεύθυνοι για την διαχείριση των υδάτινων πόρων των ιδιαίτερων πατρίδων τους, κάτι που δεν άλλαξε κανένα από τα κράτη και τις αυτοκρατορίες που πέρασαν από την περιοχή σε όλο τον ρου της μέχρι τώρα ιστορίας. Το δε νεότερο ελληνικό κράτος, από την ίδρυσή του και μέχρι φέτος τουλάχιστον, έδειξε και αυτό την απαραίτητη ευαισθησία σε αυτόν τον τομέα, ενισχύοντας οικονομικά τα νησιά (ίσως όχι όσο θα έπρεπε, αλλά σίγουρα το έπραξε ως έναν βαθμό), αλλά χωρίς να υφαρπάξει από τους κατοίκους τους και τις δημοτικές τους αρχές το δικαίωμα της διαχείρισης των υδάτινων πόρων τους. Δεν λέω βέβαια ότι σε δημοτικό επίπεδο δεν έγιναν ποτέ λάθη σε διάφορα νησιά, όσον αφορά την διαχείριση του νερού, αλλά η συνολική διαχείριση σε επίπεδο νησιού γινόταν πάντα από δημότες/κατοίκους του νησιού που ήξεραν το νησί, τις ιδιαιτερότητες, τις ανάγκες, τις ευαισθησίες και την γεωγραφία του. Αντίθετα και ο πιο καλοπροαίρετος και ευσυνείδητος υπάλληλος μίας απομακρυσμένης κεντρικής εταιρίας διαχείρισης των υδάτινων πόρων της χώρας, ακόμα και αν δουλέψει σκληρά, υπερβαίνοντας θα λέγαμε τον εαυτό του, είναι από την ανθρώπινη φύση του αδύνατον να νοιώθει ταυτόχρονα τον ιδιαίτερο παλμό του κάθε ελληνικού νησιού. Όχι επειδή δεν θέλει, αλλά επειδή κανείς δεν μπορεί να το πετύχει σε μία χώρα με τόσα πολλά κατοικημένα νησιά.
Οικολογική διαχείριση νερού σε ρεματιά στην Τήνο. Η απόφαση για μια τέτοια πρακτική μπορεί να είναι κεντρική. Όμως η διαχείριση της πρέπει να είναι τοπική...
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ πιθανό, οι κάτοικοι των νησιών να αισθανθούν (και όχι άδικα) ότι χάνουν ένα σημαντικό μερίδιο της λαϊκής τους εξουσίας πάνω στους υδάτινους πόρους τους που αποτελούν πηγή ζωής. Η φωνή τους πάνω στον τομέα αυτό δεν θα παύσει τελείως βέβαια, αλλά θα χαθεί μέσα στις φωνές τόσων και τόσων άλλων κατοίκων άλλων περιοχών, ώστε ουσιαστικά το αποτέλεσμα να μην διαφέρει και πολύ. Κάτι ανάλογο μπορούμε να πούμε ότι συνέβη άλλωστε και με τον τομέα της ενέργειας, με τις σημαντικές διαφορές βέβαια, ότι η ενέργεια ως κοινωνικό αγαθό, δεν έχει το ιστορικό παρελθόν της ύδρευσης και ούτε και υφίσταται τους ίδιους περιορισμούς με αυτήν λόγω της νησιωτικής πραγματικότητας (αφού η πόντιση καλωδίων είναι μία συνήθης, πρακτική διαδικασία). Ωστόσο, με αφορμή την (υπαρκτή, σε καμία περίπτωση δεν το αρνούμαι) οικολογική ανάγκη της στροφής στις ΑΠΕ, συχνά οι κάτοικοι των νησιών (και όχι μόνο) ήρθαν αντιμέτωποι με μία νοοτροπία αυθαίρετων αποφάσεων που δεν έλαβαν υπ’ όψιν τον παλμό των τοπικών κοινοτήτων που κανονικά θα έπρεπε να είναι σε θέση να διαπραγματευτούν ενεργά στην όλη διαδικασία (αφού αυτό επιτάσσει η Δημοκρατία, ως πολίτευμα και ως τρόπος ζωής).
Αν το ίδιο -ή περίπου το ίδιο- μοτίβο ενεργειών σχεδιάζεται να λάβει χώρα και στον τομέα της διαχείρισης του νερού, τότε ακόμα και αν καλυφθεί πλήρως το πρόβλημα της λειψυδρίας και ακόμα και αν η τιμή του νερού παραμείνει σταθερή στα σημερινά της επίπεδα, ακόμα και σε αυτήν την περίπτωση (που αποτελεί το καλύτερο δυνατό σενάριο), η λαϊκή εξουσία των νησιωτών θα έχει υποχωρήσει και αυτοί θα είναι πλέον λίγο λιγότερο κύριοι του τόπου τους απ’ όσο ήταν μέχρι σήμερα. Διότι κάτι δεν αρκεί να είναι μόνον λειτουργικό, αλλά οφείλει να είναι και σύμφωνο με τα θέλω των κατοίκων μίας περιοχής (απ’ την στιγμή βέβαια που δεν βλάπτει το κοινωνικό σύνολο).
Ωστόσο, ακόμα και μετά τις τελευταίες κυβερνητικές εξαγγελίες, ίσως θα πρέπει να είμαστε ιδιαίτερα επιφυλακτικοί ως προς το ενδεχόμενο της επίτευξης του ιδεατού σεναρίου της πλήρους καταπολέμησης των επιπτώσεων της Κλιματικής Αλλαγής στον τομέα του νερού, χωρίς σημαντικό οικονομικό κόστος για τους πολίτες. Όχι επειδή θέλουμε να φέρουμε οπωσδήποτε την καταστροφή, αλλά επειδή πάντα οφείλουμε να είμαστε προετοιμασμένοι για παν ενδεχόμενο. Και με δεδομένο το ότι κανονικά, η προετοιμασία για τα όσα έρχονται στα λίγα επόμενα χρόνια θα έπρεπε να έχει αρχίσει εδώ και δεκαετίες και όχι τον προσεχή Σεπτέμβριο, η υπέρμετρη αισιοδοξία ίσως δεν είναι και ο καλύτερος σύμβουλος. Θα πρέπει λοιπόν, ήδη από τώρα, να αρχίσουμε να εξετάζουμε και αρνητικά σενάρια, όπως λόγου χάριν το ενδεχόμενο τα όσα θα γίνουν από πλευράς της Πολιτείας, να μειώσουν μεν την ένταση του φαινομένου της λειψυδρίας, αλλά χωρίς να το αντιμετωπίσουν επαρκώς.
Τι ακριβώς όμως πάει να πει κεντρική διαχείριση, όταν οι τοπικοί φορείς, σε δημοτικό ή νησιωτικό επίπεδο ουσιαστικά δεν θα υπάρχουν; Ποιος θα ορίζει τον τρόπο με τον οποίο θα γίνεται η διαχείριση του νερού και με ποια ακριβώς κριτήρια;
Μέχρι τώρα, το μόνο που ήταν σίγουρο, ήταν ότι σε περίπτωση προβλήματος με το νερό στην Αττική, θα ήταν δύσκολη η αποστολή νερού σε νησιά που εξαρτώνται από τους ταμιευτήρες της (κάτι που από μόνο του αποτελεί τεράστιο πρόβλημα). Αν όμως η Αττική έπρεπε να εισάγει νερό για τον πληθυσμό της, οι τοπικοί διαχειριστές υδάτινων πόρων θα ήταν σε θέση να κρίνουν αν τα αποθέματα μίας περιοχής επαρκούν για την αποστολή βοήθειας ή όχι και θα ήξεραν ότι μία ασύνετη απόφαση από μέρους τους για να ικανοποιήσουν ένα τέτοιο αίτημα σε περίοδο που και η περιοχή τους αντιμετώπιζε ανάλογα προβλήματα, θα τους έφερνε αντιμέτωπους με τους δυσαρεστημένους συντοπίτες τους. Ένας κεντρικός διαχειριστής όμως σε κάποια μεγάλη πόλη της ηπειρωτικής χώρας, από την άλλη, ξεκομμένος από τον ζωντανό παλμό της απομακρυσμένης περιοχής, θα μπορούσε ευκολότερα να πάρει μία καταστροφική απόφαση από λάθος πληροφόρηση, άγνοια, αδιαφορία ή απλά για να ικανοποιήσει τους ανωτέρους του ή κάποιο πολιτικό συμφέρον. Με απλά λόγια, δεν αποκλείεται να βρεθούμε προ τραγικών καταστάσεων όπως το να έχει το νησί αποθέματα να βγάλει οριακά το καλοκαίρι και μέσα Ιουλίου να έρχεται η υδροφόρα όχι για να δώσει, αλλά για να πάρει νερό, για να ικανοποιήσει τις εξίσου άμεσες ανάγκες μίας “ανώτερης ιεραρχικά περιοχής”.
Και με τον όρο “ανώτερη ιεραρχικά περιοχή” εδώ, δεν αναφέρομαι μόνο στις περιοχές που θα καλύπτουν τα δίκτυα των Αθηνών και της Θεσσαλονίκης, αλλά επίσης άλλες μεγάλες πόλεις της χώρας, καθώς και νησιά με πολύ μεγαλύτερα έσοδα από τον τουρισμό, οι ανάγκες των οποίων σίγουρα θα προταθούν έναντι άλλων νησιών, με γνώμονα τον περιορισμό της οικονομικής ζημίας στον τομέα του τουρισμού (που μοιραία θα έρθει, σε περίπτωση εξάντλησης των αποθεμάτων του πόσιμου νερού).
Τέτοιου είδους αυθαιρεσίες και εκμεταλλεύσεις υδάτινων πόρων ορισμένων περιοχών από κάποιες άλλες είναι ζήτημα χρόνου να υπάρξουν τόσο στα νησιά, όσο και στην ενδοχώρα, με την διαφορά ότι στα νησιά, η μη ύπαρξη σωληνώσεων που να τα ενώνουν με το κεντρικό δίκτυο, θα κάνουν την διαδικασία αυτή πιο εμφανή. Βεβαίως, θα υπάρξουν καταγγελίες. Δημοσιογράφοι θα γράψουν για αυτά τα περιστατικά, πολιτικοί στο δημοτικό, αλλά και το κρατικό επίπεδο θα δομήσουν την αντιπολίτευσή τους πάνω σε αυτά, αλλά η ζημιά θα έχει ήδη γίνει. Διότι χωρίς την δυνατότητα αυτοδιαχείρισης του νερού από την κοινότητα του νησιού (ή και της μη νησιωτικής περιοχής βέβαια), ο δρόμος για αυθαιρεσίες θα είναι ανοικτός και αν λάβουμε υπ’ όψιν την ζωτικότητα του ζητήματος, το μέγεθος του προβλήματος της λειψυδρίας στην χώρα και τα αργά αντανακλαστικά της δικαιοσύνης σε σημαντικές υποθέσεις που κατά καιρούς μας έχουν απασχολήσει, φαίνεται να σχηματίζεται μία πολύ δυσοίωνη κατάσταση.
Τι θα μπορούσε όμως να γίνει για όλα αυτά; Ακόμα και αν κριθεί ότι η εννοποίηση κάποιων υπηρεσιών στην ενδοχώρα θα μπορούσε να έχει κάποια σημαντικά οφέλη σε ορισμένες περιοχές (π.χ. η κάλυψη ολόκληρης της Αττικής από το δίκτυο της ΕΥΔΑΠ) ή ακόμα και στο πλαίσιο της κρητικής μεγαλονήσου, ενδεχομένως, κάτι ανάλογο ελάχιστα θα ωφελούσε στο μεγαλύτερο μέρος του νησιωτικού χώρου. Προτείνεται λοιπόν στους αρμόδιους για τις προαναγγελθείσες αλλαγές, να επανεξετάσουν το όλο ζήτημα, να αφουγκραστούν τις πραγματικές ανάγκες των νησιωτών και να μην κινηθούν προς μία κατεύθυνση που ίσως να λύσει κάποια άμεσα προβλήματα, δημιουργώντας όμως πολύ χειρότερα.