ΤΗΛΕ-ΦΟΝΙΚΕΣ ΑΡΡΥΘΜΙΕΣ ή η κλήση σας "προωθείται"...
Του Νότη Μαρτάκη
Από τη δεκαετία του 1970, όταν αποφοιτούσα από τις πρώτες μου σπουδές στη σχολή Δημοσίων Σχέσεων, ο αείμνηστος διευθυντής της Σχολής, στην τελετή αποφοίτησης μας είχε πεί : «Μάθατε πολλά στα τρία χρόνια της φοίτησής σας. Λογικό να μη τα θυμάστε όλα. Ένα όμως πρέπει να θυμάστε. Οι δημόσιες σχέσεις αρχίζουν από το τηλέφωνο και καταλήγουν στην τουαλέτα». Και μας εξήγησε ότι σε κάθε επιχείρηση ακόμα και σε κάθε σπίτι ο πολιτισμός φαίνεται από την τηλεφωνική μας συμπεριφορά και από το κατά πόσον διατηρούμε καθαρούς τους χώρους υγιεινής.
Κράτησα αυτή την παραίνεση. Και ειδικά στο τηλέφωνο, φρόντισα να το θυμάμαι κάθε φορά που είτε καλούσα είτε απαντούσα. Στο διάστημα που ακολούθησε μπήκαν στη ζωή μας τα κινητά τηλέφωνα. Συνδέθηκαν με την καθημερινότητά μας και έγιναν «κομμάτι του εαυτού μας». Και όχι μόνο. Έγιναν και «πιστοποιητικά» της Παιδείας που καθένας από εμάς κουβαλάει.
Εξηγούμαι : Όταν υπήρχαν μόνο τα σταθερά τηλέφωνα, μια κλήση δεν μπορούσε να απαντηθεί εφόσον ο αποδέκτης του τηλεφωνήματος έλειπε από το χώρο λειτουργίας του τηλεφώνου. Ακόμα και όταν προχώρησε η τεχνολογία και από το σταθερό τηλέφωνο μπορούμε να αναγνωρίσουμε ποιος καλεί έχουμε τη δικαιολογία να ισχυριστούμε ότι τη στιγμή της κλήσης λείπαμε, άσχετα εάν είχαμε υποχρέωση, έστω και αργότερα, να ανταποκριθούμε καλώντας τη «χαμένη» κλήση.
Το κινητό όμως που μας συνοδεύει σε κάθε στιγμή και που έχει , για πολλούς από εμάς, εξελιχθεί σε απαραίτητο «αξεσουάρ» για όλες τις χρήσεις, όταν καλεί σημαίνει ότι σχεδόν σίγουρα το αντιλαμβανόμαστε. Και εκεί αρχίζουν οι αρρυθμίες. Το αφήνουμε να καλεί εφόσον ο καλών μας είναι είτε ανεπιθύμητος είτε δεν περιλαμβάνεται στις προτεραιότητές μας. Και στην περίπτωση αυτή, δεν χωρούν οι δικαιολογίες του σταθερού τηλεφώνου. Γιατί είναι βέβαιο ότι το είδαμε και η εντύπωση που δίνουμε σε εκείνον που μας καλεί είναι ότι , απλά, απαξιούμε να του απαντήσουμε.
Υπάρχουν βέβαια και μερικές στερεότυπες δικαιολογίες του τύπου «δεν το ακούσαμε», «είχαμε άλλη απασχόληση» και πολλά ακόμα που μόνο ως τραγελαφικά μπορεί να ακούγονται. Πολύ περισσότερο όταν, ενώ καλεί το τηλέφωνο , εμείς προκρίνουμε να «γειώσουμε», κατά το κοινώς λεγόμενο, τον καλούντα δίνοντας το μήνυμα ότι είναι ανεπιθύμητος.
Τα πράγματα είναι, νομίζω, απλά. Αν όντως έχουμε μια σοβαρή απασχόληση είναι προτιμότερο να κλείσουμε το τηλέφωνο και μετά να δούμε ποιος μας κάλεσε. Είναι ασφαλώς προτιμότερο από το να μην απαντήσουμε ή ακόμα χειρότερα να του το κλείσουμε «στη μούρη».
Όσοι παρακολουθούν, τα κατά καιρούς γραφόμενά μου, θα απορούν γιατί επέλεξα αυτό το θέμα. Αισθάνθηκα όμως την ανάγκη να επιχειρήσω μια προσπάθεια «εξευγενισμού» των χρηστών των κινητών τηλεφώνων επισημαίνοντας κάποια αυτονόητα που είναι όμως ικανά προδώσουν το επίπεδο της παιδείας και της κοινωνικότητας που καθένας μας κουβαλάει.
Επειδή σίγουρα όλοι έχουμε αυτή την εμπειρία είτε από την πλευρά του καλούντος είτε και του καλούμενου, προσπάθησα με το σημείωμά μου αυτό να ευαισθητοποιήσω είτε όσους δεν έχουν συνειδητοποιήσει τις αρνητικές συνέπειες αυτής της συμπεριφοράς είτε και να αφυπνίσω όσους προδίδουν χαρακτήρες που σίγουρα δεν τους τιμούν. Όπως και να έχει, αν θέλουμε να λέμε ότι ανήκουμε στον πολιτισμένο κόσμο, αν σε κάθε ευκαιρία (έστω και άσχετη) επικαλούμαστε τις δημόσιες σχέσεις , αν δεν θέλουμε να γίνει τα κινητό μας τηλέφωνο «πιστοποιητικό» της όποιας αναισθησίας κουβαλάμε, καλό είναι να το ξανασκεφτούμε. Γιατί οι σχέσεις είναι Δημόσιες όταν παραμένουν ανθρώπινες.
Τους χαιρετισμούς μου στον Δήμαρχο κ. Σουσούδη..