Περιμένοντας το έμβασμα

Του ΔΗΜΗΤΡΗ ΑΣΛΑΝΟΓΛΟΥ

Η Άνδρος μιας άλλης εποχής. Μεταξύ της αγροτικής και ναυτικής κοινωνίας...

(Καλοκαίρι 2023. Το φέρνει η τύχη και κάνουμε μπάνιο στα Γυάλια με τον καπετάν Δημήτρη Ασλάνογλου παλαιό γνώριμο και χρονογράφο της θάλασσας. Με ιστορίες πολλές και καλογραμμένες, που έχουμε δημοσιεύσει παλιά μια σειρά από αυτές. Πιάνουμε κουβέντα και θυμάται μια εποχή που περίμεναν στο σπίτι το έμβασμα του ναυτικού πατέρα για να ζήσουν. Τι γίνεται όμως όταν το έμβασμα αργεί με τα τότε ταχυδρομεία εκείνης της μακρινής εποχής; Μου διηγείται μια ιστορία, που την έχει γράψει σαν χρονογράφημα, σαν αφήγημα. Του λέω να την στείλει. Άνθρωπος ακριβής ο καπετάν Δημήτρης την στέλνει μαζί με μέηλ. Για να μην χαθεί στο δρόμο και αργήσω να την πάρω. Σαν το έμβασμα του πατέρα του εκείνη την μακρινή εποχή. Μέσα σε αυτό το προεκλογικό χρόνο αξίζει να διαβάσετε και μια στιγμή μνήμης από την καθημερινότητα του νησιού μιας άλλης εποχής - ΕΝ ΑΝΔΡΩ)

 

Κάποιες φορές ο νους ψάχνει να βρει την χρησιμότητα των πραγμάτων και το ερώτημα ήρθε. Πόσα πράγματα είναι φτιαγμένα από δίχτυ και τι προσφέρουν στον κόσμο μας;

Ένα δίχτυ, που δεν μπόρεσε ποτέ να ξεχάσει, ήταν εκείνο, που έπαιρνε όταν πήγαινε στο μπακάλη τον Μπαρμπα-Μήτσο, για να ψωνίσει τα άκρως απαραίτητα, μετά από τις παραγγελίες, που τού'δινε η μάνα του. Ήταν τόσο λίγα αυτά, που έπρεπε να ψωνίσει, που πάντα τα έκανε τετράστιχο ποιηματάκι.

Ένα ποιηματάκι που μπορεί να έλεγε...

1 κιλό ζάχαρη με ¼ καφέ,

μισό κιλό φέτα σκληρή ή τελεμέ

μισό κιλό ρεβύθια βραστερά

ψωμί μισό κιλό, σαν σταθώ στο φούρνο μπροστά 

Το δίχτυ ήταν ικανό για να τα σηκώσει, το ίδιο ικανά και τα παιδικά του χέρια που το σήκωναν όποτε γέμιζε. Όταν το θυμάται αυτό το δίχτυ, θέλει να συγκρίνει την χρησιμότητά του, με όσα δίχτυα ήρθαν σήμερα, να το αντικαταστήσουν.

Όσο συλλογίζεται και συγκρίνει τα ατσαλένια ή από σκληρό πλαστικό, δικτυωτά, πού'ναι φτιαγμένα τα σημερινά καρότσια των Super Markets, τόσο διαολίζετε όταν γυρίζει σπίτι σήμερα και κάποιος του λέει ότι κάτι ξέχασε να αγοράσει, από τις δεκάδες των αγαθών, που συχνά ψωνίζει. Συλλογιέται, ότι όλοι έχουμε ξεχάσει με τι αγαθά ζούσε ένα σπιτικό και σήμερα  γεμίζουμε το καρότσι και πάλι δεν μας φτάνουν όσα ψωνίζουμε. Είχε μάθει, πως στο σπίτι πρέπει να υπάρχουν τουλάχιστον το ψωμί, το λάδι και η ζάχαρη, για να μπορεί ένα σπιτικό να θεμελιώσει τη διατροφική βάση του. Όλα τ’ άλλα είναι συμπληρώματα, που κι αν δεν υπάρχουν, τα παραπάνω βασικά είναι ικανά να θρέψουν στόματα.

Μέσα στους διατροφικούς τοίχους ενός σπιτικού, μπορεί να σταθεί κι ένα αυγό μοναχό. Ένα αυγό που μπόρεσε, να τον κάνει να καταλάβει, πως όταν τ΄αυγό κυλάει ανάμεσα σε πέτρινες καρδιές, τότε πρέπει να πει «αλοίμονό μου». Όμως και τ’ αντίθετο, όταν πέτρινες καρδιές κυλούν γύρω απ’ εκείνο, τότε πάλι «αλοίμονό του». Ευτυχώς στη περίπτωσή του, οι καρδιές γύρω από το αυγό ήταν ελαφριές σαν πούπουλα και τ’ αυγό δεν θα μπορούσε να σπάσει, εκεί που του τάχτηκε να σταθεί μέσα σ’ ένα ψυγείο.

Συνεχίζει και συλλογιέται, ότι όταν ερχόταν η 1η του μηνός, του ταχυδρόμου η καρδιά έπρεπε να κτυπά έξω από την πόρτα τους, για να φέρνει το έμβασμα, πού'ρχονταν απ’ τις επτά μακρινές θάλασσες. 

Όμως ο ταχυδρόμος αυτή τη φορά, πέρναγε αλλά δεν στέκονταν, να κάνει την συνηθισμένη πληρωμή της 1ης του μηνός. Ήταν ήδη 10 του μήνα και κάτι έδειχνε ότι δεν πήγαινε καλά.

Στο μεταξύ στο σπίτι, που μεγάλωναν τρία παιδιά, η μάνα κι η γιαγιά, οι υποχρεώσεις έτρεχαν και οι πληρωμές έπρεπε να γίνουν στη ώρα τους. Όλα ήταν υπολογισμένα μέχρι δραχμής και δεν έπρεπε να μείνει κανείς απλήρωτος. Οι μαστόροι που έφτιαχναν το σπίτι, οι λογαριασμοί κι όποιος άλλος έπρεπε να πληρωθεί στην ώρα του.

Τα ράφια του σπιτιού άδειαζαν και ο ταχυδρόμος έστελνε όρντινο, ότι κάτι πήγαινε στραβά στα κεντρικά και το έμβασμα θα αργούσε κι άλλο. Η υπερηφάνεια και η εγκαρτέρηση στο κατακόρυφο. Όλοι ήταν ενημερωμένοι από τη μάνα «αρχηγό» με την εξής φράση:

-       Μ’ ότι έχουμε θα περάσουμε, δεν θέλει βερεσέδες ο πατέρας, που θαλασσοπνίγεται. Θα τρώμε μία φορά την ημέρα και αυτή θάναι βράδυ. Ακόμα κι αν μας βρουν τα Χριστούγεννα εμείς θα περιμένουμε και δεν θα ζητήσουμε τίποτα από κανένα.

Και τα τρία παιδιά, μόλις έπεφτε το σκοτάδι γύριζαν σπίτι για να φάνε όλοι μαζί. Τώρα για ένα λόγο ακόμα παραπάνω. Για να φάνε όλοι μαζί, αυτή τη μία και μοναδική φορά της μέρας. Όλη μέρα κρατιόντουσαν, με μια φέτα ψωμί πασπαλισμένη με ζάχαρη και άντε και κανένα τσάι με δυο ελιές για πρωϊνό. Δεν υπολογίζουμε τις βόλτες από τις κουκουναριές, που αναστέναζαν τα κουκουνάρια.Tις βόλτες απ’ τις αυλές τις ανοιχτές με τις λεμονιές, που και η φλούδα του λεμονιού ήταν τροφή υπέροχη, χωρίς το κίτρινο, παρά μόνο με τη ψίχα. 

Κάπου στις 20 του Δεκέμβρη, με το έμβασμα κολλημένο στα κεντρικά, έπεσε για άλλη μιά φορά η νύχτα, που όμοια με κείνη δεν είχαν ξαναζήσει στη ζωή τους μέσα στην οικογένεια.

Ήταν η νύχτα, που όλοι ένιωσαν ότι οι καρδιές τους λάμπουν μέσα στα σώματά τους Η νύχτα που άφησε την αγάπη να περισσέψει και ν’ απλωθεί ανάμεσά τους.

Όλοι γύρω από το τραπέζι κι η γιαγιά μαζί. Αφήνει η μάνα το ψωμί με ένα πιάτο ελιές κι ένα κομμάτι τυρί φέτα για τον καθένα. Δεν περιμένανε τίποτε άλλο. Όμως όλοι θυμόντουσαν κάτι. Όλοι θυμόντουσαν ότι στο ψυγείο έβοσκε μοναχό του ένα αυγό βρασμένο από τα χτες. Ήταν ένα τελευταίο, που περίσσεψε από την χτεσινή μοιρασιά. Ήταν της μάνας, που δεν το είχε φάει. Κάποιος φώναξε τη σκέψη του, ότι τ’ αυγό του ψυγείου είναι ξεχασμένο. Με μιά φωνή, η σκέψη έγινε προτροπή απ’ όλους. Μία φράση ακούστηκε σαν να βγήκε από τα στόματα όλων:

-       Το αυγό πού'ναι στο ψυγείο από χτες, να το φάει η γιαγιά.

Είναι γιατί συνήθως η γιαγιά, έτρωγε το γιαούρτι της τέτοια ώρα κι εκείνο σήμερα έλειπε από το τραπέζι τους.

Η γιαγιά, ανήμπορη να αντιδράσει, λόγω της πάθησής της, που δύσκολα την έφερνε σε επαφή με το περιβάλλον διανοητικά, έφαγε τ’ αυγό, που της καθάρισε η μάνα. Μόλις το έφαγε έσυρε να πέσει στο κρεβάτι της.

Στο νου του και στα σωθικά του, εκείνη η νύχτα,  χάραξε τη σκέψη που λέει, ότι το να είσαι γέρος, είναι σαν να είσαι σε ένα δρόμο, που είσαι καταδικασμένος, να τον διαβείς σε πάρα πολύ χρόνο. Αργούν να περάσουν τα γηρατειά στους γέρους. Δεν περνούν με τίποτα. Αν εμείς, τους τα κάνουμε ακόμα δυσκολότερα με τις ενέργειές μας, είναι σαν να τους ρίχνουμε αγκάθια στο δρόμο, που τους έτυχε να διαβούν.

Τι σημασία έχει αν κάποια στιγμή έφτασε το έμβασμα κι όλα μπήκαν «στη θέση τους».Τα Χριστούγεννα που ήρθαν έμειναν αξέχαστα για ένα και μόνο λόγο. Η θέση της καρδιάς έμεινε ανέπαφη σ’ ότι κι αν πέρασε. Το χρώμα της μόνο, έμαθε να λαμπυρίζει από τους ιριδισμούς μιάς αγάπης, που όμοιά της δύσκολα συναντάει κάποιος στη ζωή του.

Σήμερα, όποτε πλησιάζουν Χριστούγεννα, χαίρεται, που μπόρεσε να νιώσει ότι εκείνα τα χρόνια, έμοιαζαν σαν την αρχή ενός ταξιδιού, πάνω σε μια αχτίνα φωτός, όπως είναι ολονών οι ζωές, που απλά και γρήγορα, εξαφανίζονται μέσα στα πέπλα κάποιας τρυφερής οικογενειακής νύχτας.

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

ΑΦΗΣΕ ΤΟ ΣΧΟΛΙΟ ΣΟΥ

  1. Σχολιάζετε ως επισκέπτης.
Attachments (0 / 3)
Share Your Location
There are no comments posted here yet