Μια μακαρονάδα στο μηχανοστάσιο
Του Δημήτρη Ασλάνογλου
Είναι μέρες τώρα, που από το ένα κύμα στο άλλο η απόσταση αρχίζει να γίνεται μεγάλη, δηλαδή αν ρωτούσα τον ανθυποπλοίαρχο της βάρδιας, πόσα κύματα πέρασαν στη βάρδια του, ίσως και να μου έδινε κάποιο αριθμό. Κι αυτό γιατί τα μεγάλα ταξίδια, πολλές φορές, με τη μονοτονία, γίνονται ακόμη μεγαλύτερα. Η ανία της καθημερινότητας και το μονότονο μοτίβο των εικόνων, δημιουργεί ένα αίσθημα πρόωρης γήρανσης. Νοιώθεις δηλαδή ότι μέσα σε σαράντα μέρες, που είναι ένα τέτοιο ταξίδι, έχεις γεράσει μερικά χρόνια, χωρίς να καταλάβεις με ποιό τρόπο. Επειδή αυτό είναι διαχειρίσιμο, ψάχνεις τρόπους για να ξεφύγεις, από αυτή την τάση.
Στα μεγάλα ταξίδια, το παραμικρό που μπορούσε ν’ αλλάξει τη ρουτίνα, ήταν καλοδεχούμενο και όλοι μας διψούσαμε να το δημιουργήσουμε, να το σχολιάσουμε και γιατί όχι να το αναπαράγουμε με άλλες ποικιλίες.
Πλησίαζε η ώρα 11.00 το πρωί, ημέρα Πέμπτη και η κουζίνα ήταν βυθισμένη στους ρυθμούς, που απαιτούσε το μενού της ημέρας. Μία κατσαρόλα με το roze/beef μαγειρεμένο και κομμένο φέτες, μία άλλη με κιμά, που έπαιρνε την τελευταία του βράση, ανακατεμένος με σάλτσες, με μυρωδικά και ο μάγειρας ο Μήτσος, με μια άλλη κατσαρόλα στα χέρια, γεμάτη βρασμένα μακαρόνια, φώναζε στο παραμάγειρα, να του κάνει χώρο στο νεροχύτη και να βάλει το σουρωτήρι, για να τα σουρώσει. Μετά το σούρωμα και την επιστροφή των μακαρονιών στη κατσαρόλα, το περίχυμα από λιωμένο φρέσκο βούτυρο και λάδι, ήταν η τελευταία πινελιά, κείνη, που έκανε το Μήτσο να σηκώνει με το πιρούνι, δύο μακαρόνια, για να δοκιμάσει, πως ήταν από γεύση, στη τελική τους μορφή. Κλείνοντας τα χείλη και προτείνοντάς τα μπροστά, έδινε ένα τεράστιο μπράβο στον εαυτό του. Έκλεινε το καπάκι και τα έβαζε μαζί με τη κατσαρόλα σε ελαφριά προθερμασμένο φούρνο, γιά να μείνουν ζεστά. Το μπράβο από τον εαυτό του, δεν του αρκούσε ποτέ, όλες του οι δημιουργίες διψούσαν για πολλά μπράβο, γι’ αυτό τον ένοιωθες, να προσπαθεί κάθε φορά, να τα κάνει καλύτερα, από την προηγούμενη.
Τα aldente μακαρόνια του, κάθε φορά, πράγματι είχαν και κάτι το ξεχωριστό. Ίσως η σάλτσα του rosebeef, που κάτι καινούργιο μπορεί να είχε προσθέσει, ίσως το μαγείρεμα του κιμά, που κι εκεί μπορεί να είχε κάποιο νέο στοιχείο, ακόμα και η μάρκα των μακαρονιών, που είχε στη διάθεσή του, έβαζαν πάντα μιά νέα πινελιά στις δημιουργίες του κι εκείνος ήθελε να ‘ναι καλή, για να χαίρονται οι ουρανίσκοι μας και να χαίρεται κι αυτός μαζί μας.
Ο καλός μάγειρας μέσα στο πλοίο, είναι η γιαγιά του πληρώματος. Ο καλός μάγειρας, θέλει το πλήρωμα να ‘ναι χορτάτο, τετράπαχο και να μην του λείπει τίποτα. Μη πάθει τίποτα κανείς κι ο λόγος είναι η κακή διατροφή. Δεν θέλει να τρώμε του πουλιού το γάλα, θέλει εκείνος ότι μας δίνει να αισθανόμαστε, ότι είναι του πουλιού το γάλα κι ας είναι και γάλα χελώνας, αν οι χελώνες κάνουν γάλα. Δεν θέλει να γκρινιάζει κανείς με το φαγητό, απεναντίας, το καλό φαγητό, θέλει να γίνεται μοχλός, που θα κάνει το πλήρωμα να ξεφεύγει από την καθημερινή κούραση και από κάθε είδους κακή διάθεση, που μπορεί να ‘χει ο καθένας, πάνω στο πλοίο.
Δεν θέλει πεταμένα φαγητά στο κουβά, αλλά και λυπάται αφάνταστα αν του ζητάς κι άλλο φαγητό για συμπλήρωμα κι εκείνος δεν έχει. Να κάνω μιά βρασιά ακόμα, έλεγε αμέσως μόλις τέλειωναν τα μακαρόνια, σε 10 λεπτά θα είμαι έτοιμος. Να πούμε εδώ ότι οι περισσότεροι έτρωγαν δύο μερίδες, ο Θεός να τις κάνει μερίδες, τούς λόφους από τα μακαρόνια με τα σχετικά παρελκόμενα. Αλλοίμονο αν έφευγες από το τραπέζι χωρίς να νοιώθεις πλήρης. Άσχετα αν είχες φάει τόσο, που σου έφτανε να μείνεις νηστικός γιά δύο μέρες. Εκείνος να τρέξει, για να σε μπουκώσει με κάθε τρόπο με κάθε τι, που μπορεί να ικανοποιήσει την όρεξή σου.
Η ώρα είχε πάει 11.30 και ήταν η ώρα, που θα κατέβαινε να φάει η βάρδια 12 - 4. Το φαγητό, σύμφωνα με το πρόγραμμα, σερβίρεται στις 12.00, όμως εκείνη την ώρα η βάρδια πρέπει να αναλάβει καθήκοντα, οπότε τρώει νωρίτερα, γιά να μπορεί να γίνει η αλλαγή, χωρίς να μένει νηστικός κανείς.
Ο Μήτσος είχε κατέβει στο κάτω πάτωμα, για να ανεβάσει κάτι από το ψυγείο. Η κουζίνα για μια στιγμή ήταν άδεια, ο παραμάγειρας είχε πάει για κάποια δουλειά στα πλυντήρια κι έτσι για κάποια λεπτά, κανείς δεν βρίσκονταν στη κουζίνα.
Καθώς κατέβαινα, βλέπω τον πρώτο μηχανικό να βγαίνει από τη κουζίνα με μια κατσαρόλα σκεπασμένη στα χέρια και να πηγαίνει προς το μηχανοστάσιο. Με βλέπει και μου λέει,
- Μπες στη κουζίνα και ζήτα του Μήτσου να φας, μαζί με τη βάρδια. Τα μακαρόνια τα παίρνω κάτω, να δούμε τι θα σου πει.
Πράγματι συμμετέχοντας στο παιχνίδι, μπαίνω στη κουζίνα μαζί με το καμαρωτάκι (σερβιτόρο). Το καμαρωτάκι ζήτησε από το Μήτσο, που μόλις είχε ανεβεί από το ψυγείο, να του σερβίρει φαγητό στα πιάτα, για να το προσφέρει στη βάρδια, που κάθισε να φάει. Ο Μήτσος πάει προς τα πιάτα, παίρνει δυό στα χέρια του, τα ακουμπάει στο μεγάλο πάγκο, στο κέντρο της κουζίνας, φέρνει την κατσαρόλα με το Rozebeef, την κατσαρόλα με το κυμά και πάει προς το φούρνο να φέρει τη κατσαρόλα, που είχε αφήσει με τα μακαρόνια.
Άνοιξε τη πόρτα του φούρνου και νόμιζε ότι έκανε λάθος φούρνο. Τρέχει στον διπλανό φούρνο, ανοίγει την πόρτα του και ξαφνικά το βλέμμα του έστρεφε γύρω-γύρω, σαν να άνοιξε το κλουβί ενός πουλιού και το πουλί έφυγε και έψαχνε να το δει την ώρα που πετούσε. Ρωτάει το παραμάγειρα, που μόλις μπήκε κι αυτός ερχόμενος από τα πλυντήρια.
- Πείραξες τα μακαρόνια που είχα στο φούρνο; μήπως τα ακούμπησες κάπου και δεν μου το είπες;
- Όχι chief, του απαντάει σαστισμένος ο παραμάγειρας, εγώ σε είδα να τα βάζεις στο φούρνο, δεν τα πείραξα καθόλου.
Τότε επεμβαίνω κι εγώ με την απορία μου;
- Καλά τι έγινε, χάθηκε ολόκληρη κατσαρόλα με μακαρόνια, τί είναι καρφίτσα και δεν μπορούμε να τη βρούμε.
Προτού τα πω όλα αυτά, είχε ήδη βάλει στα αναμμένα μάτια της στόφας, κατσαρόλα με ήδη χλιαρό νερό, από ένα μεγάλο καζάνι, να βράσει, γιά να φτιάξει καινούργια μακαρόνια. Δεν κάθισε να μου απαντήσει στη απορία μου, τρέχει στην τραπεζαρία, βλέπει τη βάρδια να περιμένει να φάει και της λέει.
- Ίσως να αργήσω 15 λεπτά, αν θες πες στη γέφυρα ότι θα αργήσεις λίγο.
Ξαναγυρνάει τσεκάρει το νερό, που κοντεύει να χοχλάσει και μου απαντάει.
- Τι να πω καπετάνιε, άνοιξε ο ουρανός και τα κατάπιε, δεν μπορώ να καταλάβω τι έγινε. Πάω να τρελαθώ, είμαι σίγουρος ότι τα έβαλα στο φούρνο. Θα μου στρίψει, δεν ξέρω τι να πω.
Τώρα γιατί διάλεξε να πει για τον ουρανό που άνοιξε, δεν μπορώ απόλυτα να το εξηγήσω. Ίσως γιατί εκεί που είμαστε, στο μέσο του πελάγους, η γη και ν’ ανοίξει, το μόνο που μπορεί να καταπιεί, είναι θαλασσινό νερό, τα μακαρόνια λίγο δύσκολο να τα καταπιεί. Οπότε ο ουρανός, ίσως ν’ άνοιξε και να τα κατάπιε, αυτό είναι πιο εύκολο να γίνει.
Βέβαια τα μάτια του κι ο νους του ήταν στη κατσαρόλα, που πήγαινε να πάρει βράση, έτσι ώστε μόλις χόχλαζε, να έριχνε τα μακαρόνια για να μην χάσει ούτε λεπτό.
- Ρε Μήτσο του λέω, αν τα κατάπιε ο ουρανός, ένα έχω να σου πω. Ταΐζεις πρώτα το Θεό κι μετά εμάς; Ή του άρεσαν τόσο του Θεού, που στα πήρε, να τα κρατήσει για τον εαυτό του. Εγώ πιστεύω ότι ξέχασες να τα φτιάξεις. Ανθρώπινο δε λέω, καμιά φορά όλοι κάτι ξεχνάμε.
Γούρλωσε τα μάτια και μου αποκρίθηκε.
- Έχω ξεχάσει πάρα πολλά στη ζωή μου, αλλά να μαγειρέψω γιά το κόσμο ποτέ. Άλλωστε το επιβεβαιώνει κι ο παραμάγειρας, που με είδε να τα βάζω στο φούρνο.
Συνεχίζοντας τη πλάκα, ρωτάω το παραμάγειρα.
- Έχεις δει ποτέ το μάγειρα, να βάζει τα μακαρόνια αλλού, εκτός από το φούρνο, μόλις τα μαγειρέψει;
Το σκέφτεται λιγάκι ο παραμάγειρας και μου απαντά.
- Όχι καπετάνιε, πάντα εκεί τα βάζει, τον βλέπω κάθε φορά που το κάνει, αφού εγώ του βάζω το φούρνο στους 50 βαθμούς προθέρμανση.
Τότε του απαντώ, με τη σιγουριά του ανακριτή, που θέλει να λύσει ένα μυστήριο, όπως τον βολεύει εκείνον.
- Αυτό είναι, σε βλέπει κάθε φορά, που κάνεις μακαρόνια, δύο φορές την εβδομάδα δηλαδή και έχει μπερδευτεί. Έχει συνηθίσει να βλέπει την ίδια κίνηση κάθε φορά και τώρα, νομίζει ότι σε είδε σήμερα, μάλλον θυμάται την τελευταία φορά. Είναι έτσι ή δεν είναι; Ρωτάω το παραμάγειρα.
Ο παραμάγειρας με κοιτάζει για λίγο και μετά μου λέει.
- Μπορεί καπετάνιε, τώρα που το λες, δεν το θυμάμαι ακριβώς ότι σήμερα, έβαλε τα μακαρόνια στο φούρνο.
Αυτό ήτανε, η κουβέντα που είπε ο παραμάγειρας, μετά την προσπάθεια αυθυποβολής, που έκανα επάνω του, ήταν το έναυσμα να γυρίσει ο Μήτσος και να μου πει.
- Τι να πω καπετάνιε, μπορεί να ‘ναι κι έτσι, μπορεί να ξέχασα να κάνω μακαρόνια, αλλά πάλι τόσο πολύ ξεχνάω. Μάλλον έχω πρόβλημα. Αυτά τα λογκάδα (μεγάλα) ταξίδια, αυτό κάνουν. Σε τρελαίνουν τελείως, αυτή η μονοτονία, τέτοια επακόλουθα έχει. Δεν θυμόμαστε αν μαγειρέψαμε ή όχι. Πάντως σε 10 λεπτά θα είμαι έτοιμος με καινούργια μακαρόνια.
Είχαν περάσει ήδη πέντε λεπτά και το ζεστό από πριν νερό, άρχισε να χοχλάζει. Ο Μήτσος ανοίγει ένα ντουλάπι, να πάρει καινούργια μακαρόνια. Μόλις είναι έτοιμος να τα ρίξει στη κατσαρόλα, μπαίνει στη κουζίνα ο τρίτος μηχανικός, με μια άλλη κατσαρόλα στα χέρια.
- Μήτσο, τα βρήκα κάτω στο μηχανοστάσιο μέσα στο συνεργείο, πάνω σ’ ένα πάγκο, σκεπασμένα καλά και ζεστά απ’ ότι βλέπω. Ποιός τα κατέβασε κάτω; Πικ-νικ θα κάνουμε στη μηχανή; Τι εκπλήξεις ετοιμάζεις πάλι;
O Μήτσος περιχαρής αλλά και απορημένος, στρέφει το βλέμμα γύρω του, βλέπει εμένα, βλέπει το παραμάγειρα και τέλος βλέπει το τρίτο μηχανικό και του λέει.
- Μάστορα, πως είναι δυνατό να βρέθηκε η μακαρονάδα στο συνεργείο, αυτό είναι πολύ περίεργο. Εγώ την έβαλα στο φούρνο, φτερά έκανε και πέταξε προς τα κάτω;
Στις απορίες του, ο τρίτος μηχανικός σήκωσε τους ώμους, είπε πως δεν ξέρει και του ξέφυγε ένα χαμόγελο.
Ο Μήτσος το κατάλαβε και άφησε κι αυτός ένα χαμόγελο λέγοντας.
- Πάλι πλάκα μου κάνατε, αλλά τέτοια πλάκα, που πήγε η καρδιά μου στη Κούλουρη. Ποιός ήταν πρωτεργάτης της απαγωγής; Με τρελάνατε, αλλά χαλάλι σας. Σημασία έχει ότι ο κόσμος θα φάει στην ώρα του κι όλα καλά.
Μόλις χαράχτηκε ένα χαμόγελο στα χείλη ολονών, μπαίνει ο πρώτος μηχανικός μέσα στη κουζίνα και του λέει:
- Κανονικά αφού σου πήραν τα μακαρόνια, μπορούν να σου πάρουν και το κρέας κι ότι άλλο υπήρχε μαγειρεμένο. Άλλη φορά να φυλάς τη κουζίνα, να έχεις πάντα έναν άνθρωπο μέσα και να μην μένει δευτερόλεπτο άδεια και ιδιαίτερα όταν είναι ανοικτή και οι στόφες αναμμένες.
Είχε δίκιο, μεταξύ σοβαρού κι αστείου εκείνη την ώρα, ο πρώτος μηχανικός, έδινε ένα μικρό μάθημα ασφαλείας στους ανθρώπους, που δουλεύουν στη κουζίνα. Σε ένα λεπτό αφύλακτης κουζίνας, με μάτια αναμμένα και φούρνους, πολλά μπορούν να γίνουν.
Το μάθημα ασφαλείας το πήραμε όλοι μας αλλά το σημαντικότερο ήτανε, όταν ο Μήτσος πάλι χαμογελώντας, γύρισε και είπε στο Πρώτο Μηχανικό.
- Καλό το μάθημά σου Μάστορα, έχεις απόλυτο δίκιο, δεν πρέπει να χαλαρώνουμε σε θέματα ασφαλείας. Όμως την επόμενη φορά, που θα μου λείψει κάτι από τη κουζίνα, αν κάποιος μου το ζητήσει, θα τον στέλνω πρώτα στο μηχανοστάσιο, μήπως και το βρει εκεί και αν δεν το βρει, τότε θα τον στέλνω σε σένα να τους λες, που το έκρυψες.
Τέτοιες μικρές, απλές και αγνές ιστορίες γίνονταν το έναυσμα, να το συζητάμε γιά τις επόμενες μέρες. Η καλοκαγαθοσύνη όμως, όσων κάνουν, αλλά και δέχονται αυτά τα καλαμπούρια, είναι τα στολίδια, που κοσμούν τις ψυχές των ανθρώπων, που ταξιδεύουν χιλιάδες μίλια μακριά από τα σπίτια τους.
Συμπέρασμα: Αν ποτέ ζητήσετε μακαρονάδα σε κάποιο πλοίο, κάντε καμιά βόλτα στο μηχανοστάσιο, μπορεί να βρείτε καμιά ζεστή-ζεστή μέσα σε κανένα συνεργείο ή αποθήκη. Τα καλαμπούρια στο πλοίο, δεν έχουν τελειωμό, έτσι γεμίζουν οι καρδιές των ναυτικών κι έτσι παλεύουν την ερημιά, που κλείνεται ανάμεσα στον ορίζοντα και τη θάλασσα.